Ιστορία
Γαλλία: Ο καυτός Ιούνης του 1936

Στις 26 Απρίλη του 1936 έγινε ο πρώτος γύρος των βουλευτικών εκλογών στην Γαλλία. Όταν ολοκληρώθηκε και ο δεύτερος γύρος στις 4 Μάη, το Λαϊκό Μέτωπο είχε πετύχει μια μεγάλη νίκη. Για πρώτη φορά ένας σοσιαλιστής, ο Λεόν Μπλούμ θα γινόταν πρωθυπουργός. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που ήταν η δημοκρατική «κολώνα» της αστικής τάξης όλα τα προηγούμενα χρόνια είχε μπει στο Λαϊκό Μέτωπο, αλλά αυτό δεν το έσωσε από την εκλογική καθίζηση. Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε σημαντικά οφέλη. 
Η Ουμανιτέ, η εφημερίδα του ΓΚΚ χαιρέτισε την εκλογική νίκη δηλώνοντας ότι επιτέλους δεν είναι μόνο η δεξιά που θα μπορεί «να μιλάει στο όνομα της Γαλλίας». Κάλεσε τους ψηφοφόρους του μετώπου να δείξουν υπευθυνότητα και να περιμένουν τη νέα κυβέρνηση -θα αναλάμβανε καθήκοντα σε ένα μήνα. Όμως, τα πράγματα δεν κύλησαν έτσι.
 
Εργάτες αεροπλάνων
Στις 11 Μάη οι εργάτες στο εργοστάσιο αεροπλάνων Μπρεγκέ στη Χάβρη έκαναν απεργία και κατάληψη που κράτησε μια νύχτα. Ανάγκασαν το αφεντικό να επαναπροσλάβει δυο συνδικαλιστές που είχε απολύσει και επίσης, κάτι ανεπανάληπτο, να πληρώσει και τα μεροκάματα της απεργίας. Στις 13 και 14 Μάη έγιναν παρόμοιες απεργίες σε εργοστάσια στην Τουλούζη και το Παρίσι. 
 
Η 24 Μάη ήταν μέρα γιορτής και μνήμης. Κάθε χρόνο, οι εργατικές οργανώσεις τιμούσαν τους πεσόντες της Κομμούνας του 1871, με μια διαδήλωση στο μοναστήρι του Περ Λεσαίζ, εκεί που είχαν εκτελεστεί οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας. Στις 24 Μάη του 1936 οι διαδηλωτές υπολογίστηκαν σε περισσότεροι από 600 χιλιάδες. 
 
Δυο μέρες αργότερα, περίπου 4.000 μεταλλεργάτες κατέβηκαν σε απεργία σε έξι εργοστάσια στην περιφέρεια του Παρισιού. Το Συνδικάτο Μετάλλου έσπευσε να μπει επικεφαλής και να διεκδικήσει καθιέρωση των συλλογικών συμβάσεων. Το αποφασιστικό ρήγμα έρχεται στις 28 Μάη, στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ρενό Μπιγιανκούρ, στο Παρίσι. 
 
H Ρενό Μπιγιανκούρ ήταν η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία έξω από τις ΗΠΑ. Εκεί δούλευαν τριάντα χιλιάδες εργάτες -κατασκεύαζαν από αυτοκίνητα μέχρι τρακτέρ και κινητήρες αεροπλάνων. 
 
Ήταν επίσης ένα σκληρό αντεργατικό κάστρο: τρελοί ρυθμοί δουλειάς, χαφιέδες παντού, απαγορεύσεις, «στρατιωτική πειθαρχία» που επέβαλαν οι εργοδηγοί και οι «τεχνικοί». Οι πρώτες, μικρές, μάχες, είχαν ξεσπάσει το 1935: ένα από τα «ταπεινά» αιτήματα των εργατών ήταν η κατασκευή ενός γκαράζ για τα ποδήλατά τους. 
 
Η απεργία και η κατάληψη της Ρενό-Μπιγιανκούρ έσυρε τους εργοδότες της βαριάς βιομηχανίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το απεργιακό κύμα έμοιαζε να καταλαγιάζει. 
 
Οι εργοδότες δέχτηκαν αιτήματα για αυξήσεις αλλά ήταν ανένδοτοι στο ζήτημα της συλλογικής σύμβασης. Τούτο θα σήμαινε ότι αναγνωρίζουν το δικαίωμα του συνδικάτου να έχει λόγο στο «βασίλειό» τους. Οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και το απεργιακό κύμα πήρε γιγάντιες διαστάσεις. Περίπου 150 χιλιάδες μεταλλεργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια που δούλευαν στην περιφέρεια του Παρισιού. 
 
Ήδη από την 1 Ιούνη το κίνημα είχε αρχίσει να απλώνεται στα μικρότερα εργοστάσια. Το μεσημέρι εκείνης της μέρας 66 εργοστάσια είχαν καταληφθεί. Στο σχόλασμα της βάρδιας ο αριθμός είχε φτάσει τα 150. Στις μέρες που ακολούθησαν οι απεργίες εξαπλώθηκαν στη χημική βιομηχανία, στην υφαντουργία, στις μεταφορές, στη βιομηχανία τροφίμων, στα τυπογραφεία, στη βιομηχανία κατασκευής επίπλων, στα διυλιστήρια. Από το Παρίσι εξαπλώθηκε στις άλλες πόλεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αφεντικά έσπευδαν να υπογράψουν τοπικές συμφωνίες, όμως σε λίγες ώρες οι απεργίες ξανάρχιζαν. Στις 4 Ιούνη η απεργία είχε παραλύσει τη διανομή του τύπου, είχε κλείσει τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Τα κοινά χαρακτηριστικά παντού ήταν η ενεργητική συμμετοχή των ασυνδικάλιστων εργατών και εργατριών στην απεργία και την κατάληψη και η μεγάλη συμπαράσταση από τα φτωχά μικροαστικά στρώματα. Η τάξη βάδιζε μπρος και έδινε ελπίδα. 
 
Στις 4 Ιούνη ο Λεόν Μπλουμ ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του. Εκείνη τη μέρα 500 χιλιάδες εργάτες και εργάτριες βρίσκονταν μέσα σε κατειλημμένα εργοστάσια. Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή. Κόκκινες σημαίες κυμάτιζαν στις πύλες και τις τσιμινιέρες. Οι απεργοί οργάνωναν συναυλίες και χορούς, με όλη τη γειτονιά να συμμετέχει και να εξασφαλίζει την τροφοδοσία. 
 
Οι Συμφωνίες του Ματινιόν
O Μπλουμ κάλεσε τις ηγεσίες των εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων σε διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβησή του. Το προϊόν των διαπραγματεύσεων ήταν οι Συμφωνίες του Ματινιόν (η πρωθυπουργική κατοικία) της 7 Ιούνη. Ο γαλλικός ΣΕΒ συμφώνησε σε αυξήσεις 15% για τους χαμηλόμισθους και 7% για τους υπόλοιπους. Αποδέχτηκε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι θα φέρει νόμους για την καθιέρωση της εβδομάδας των 40 ωρών χωρίς μείωση αποδοχών και για πληρωμένη καλοκαιρινή άδεια δυο βδομάδων. Επίσης, οι εργοδότες αποδέχτηκαν την εκλογή αντιπροσώπων στα τμήματα των εργοστασίων που θα εκφράζανε τα παράπονα και τις διεκδικήσεις των συναδέλφων τους. 
 
Όλα αυτά τα αιτήματα απουσίαζαν από το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου. Η κυβέρνηση και οι ηγεσίες των συνδικάτων θεωρούσαν ότι η ικανοποίησή τους θα σταματούσε το απεργιακό κύμα. Όμως, δεν έγινε έτσι. Καταρχήν, μια σειρά εργοδοτικές ενώσεις, όπως οι ιδιοκτήτες των πολυκαταστημάτων, τις απέρριπταν. 
 
Όμως, ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι οι εργάτες/τριες που είχαν πάρει μια γεύση της δύναμής τους ήθελαν να συνεχίσουν. Στη μια συνέλευση μετά την άλλη οι ηγεσίες των συνδικάτων διαπίστωναν αιφνιδιασμένες ότι η «βάση» απέρριπτε την συμφωνία.
 
Μπορούμε να πάμε παραπέρα, ήταν η κοινή αίσθηση. Που; Είναι χαρακτηριστική η κοινή δήλωση των εκπροσώπων από τα εργοστάσια Σιτροέν, Ζάβελ, Ρατό που τελείωνε με τη φράση «μπορούμε εύκολα να οργανώσουμε τη δουλειά μας χωρίς τ’ αφεντικά». 
 
Η εκτελεστική επιτροπή του συνδικάτου των μεταλλεργατών, κάτω από την πίεση της βάσης ανακοίνωσε στις 8 Ιούνη «Οι μεταλλεργάτες δεν μπορούν να περιμένουν την βουλή μέχρι να ψηφίσει τέτοιους νόμους, πολύ περισσότερο δεν μπορούν να περιμένουν τη βουλή μέχρι να αναγκάσει τους εργοδότες να αποδεχτούν τα αιτήματά μας. Τα πάντα εξαρτώνται από την ανεξάρτητη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων». Οι απεργίες όχι μόνο συνεχίστηκαν αλλά ο αριθμός των απεργών έφτασε τα 2 εκατομμύρια στις 11 Ιούνη. 
 
Εκείνη τη μέρα η κυβέρνηση άρχισε να καταθέτει στην βουλή τους νόμους που επικύρωναν την συμφωνία. Ταυτόχρονα, έκανε κινήσεις που έδειχναν ότι σκληραίνει την στάση της: η εφημερίδα των τροτσκιστών, που καλούσε σε συνέχιση των καταλήψεων και εργατική επανάσταση, κατασχέθηκε. 
 
Η τροτσκιστική οργάνωση ήταν μικροσκοπική, αλλά η κυβέρνηση χτυπούσε το σαμάρι για να ακούσει ο γάιδαρος. Ο υπουργός Εσωτερικών Σαλεγκρό λίγες μέρες μετά μίλησε έξω από τα δόντια: οι καταλήψεις δεν θα συνεχίσουν να γίνονται ανεκτές. 
 
Όμως, το φρένο δεν το έβαλαν οι απειλές. Το πάτησε, απότομα, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Συνέχιση της γενικής απεργίας και των καταλήψεων έθετε, αντικειμενικά, επί τάπητος ζήτημα εξουσίας, όχι «μέσα» στα εργοστάσια, αλλά έξω. Κι η γραμμή του ΚΚ Γαλλίας ήταν ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί και δεν πρέπει να διεκδικήσει την εξουσία. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου ήταν η ελπίδα για μια αντιφασιστική συμμαχία με την ΕΣΣΔ. Και έπρεπε να παραμείνει στην εξουσία. 
 
Έτσι στις 12 Ιούνη η Ουμανιτέ δημοσίευσε την ομιλία του Μορίς Τορέζ, του γραμματέα του κόμματος που περιλάμβανε την περίφημη
φράση: il faut savoir terminer une grève «πρέπει να μάθουμε πώς να σταματάμε μια απεργία». Ο Τορέζ υποστήριξε ότι «Όχι, δεν είναι όλα δυνατά» -ένας υπαινιγμός για το άρθρο που είχε δημοσιεύσει λίγες μέρες πριν ο Μαρσό Πιβέρ ο ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος με τίτλο «Όλα είναι δυνατά!». Οι εργάτες κέρδισαν τα οικονομικά τους αιτήματα και αν συνεχίσουν θα «αποξενώσουν τα μεσαία στρώματα και την αγροτιά». 
 
Το φρένο πατήθηκε αλλά βέβαια το «τρένο» συνέχισε να κινείται για κάποιες μέρες. Στα μέσα Ιούνη ο Τορέζ χρειάστηκε να πάει στη Μασσαλία για να επαναλάβει τις εκκλήσεις και τις εντολές για τερματισμό του αγώνα –στις 16 του μηνός καταλήφθηκε το Καζίνο της Νίκαιας! Όμως, η πολιτική πίεση είχε αποτελέσματα και οι απεργίες και οι καταλήψεις άρχισαν να φθίνουν. Το Γαλλικό ΚΚ είχε τεράστιο κύρος και από την άλλη τα συντονιστικά της βάσης που είχαν αρχίσει να στήνονται ήταν αδύναμα και οργανωτικά και πολιτικά. 
 
Επίλογος
Οι κατακτήσεις του Ιούνη ήταν και οι μοναδικές ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα είχε να επιδείξει η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Δεν κατακτήθηκαν με ένα χαρτί στην κάλπη, αλλά με την απεργία και την κατάληψη. 
 
Αργότερα, ο Λεόν Μπλουμ θα δήλωνε ότι οι εργοδότες τον θεώρησαν «σωτήρα» τους για το ρόλο του στις συμφωνίες της Ματινιόν. Ο «σωτήρας» βέβαια ήταν περισσότερο ο Τορέζ παρά ο Μπλουμ. Όμως, η αστική τάξη κάθε άλλο παρά μεγαλόψυχη στάθηκε. Από την επόμενη μέρα άρχισε να ανασυγκροτείται και να παίρνει πίσω μια-μια τις κατακτήσεις των μερών του Ιούνη. 
 
Η φυγή των κεφαλαίων υποχρέωσε την κυβέρνηση να κάνει υποτίμηση του φράγκου τον Σεπτέμβρη του 1936. Υποτίθεται αυτό θα έδινε «ώθηση στην οικονομία». Τελικά σε αυτό που έδωσε ώθηση ήταν ο πληθωρισμός που άρχισε να εξανεμίζει τις αυξήσεις. Τον ίδιο μήνα η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών και οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες άρχισαν να πετσοκόβονται. 
 
Οι απεργίες ξεκίνησαν ξανά, αλλά η ορμή είχε χαθεί. Η αυτοπεποίθηση είχε περάσει στην απέναντι πλευρά. Τον Μάρτη του 1937, η αστυνομία άνοιξε πυρ σε μια αντιφασιστική διαδήλωση στο προάστιο του Κλισί, δολοφονώντας έξι εργάτες. Η πρώτη κυβέρνηση του Μπλουμ παραιτήθηκε τον Ιούνη και η δεύτερη τον Απρίλη του 1938. 
 
Το Λαϊκό Μέτωπο είχε κάνει τα πρώτα του βήματα σε μια απεργία υπεράσπισης του Νταλαντιέ απέναντι στους φασίστες το '34. Αυτός ο Νταλαντιέ, ο αρχηγός του Ριζοσπαστικού Κόμματος ήταν ξανά πρωθυπουργός τον Νοέμβρη του 1938 όταν η κατάργηση της βδομάδας των 40 ωρών πυροδότησε μια γενική απεργία που απέτυχε. Στη Ρενό, οι εργάτες αναγκάστηκαν να βγουν με τα χέρια ψηλά μέσα από τις γραμμές των μπάτσων που τους κλωτσούσαν και τους έβριζαν με ένα αξιωματικό να φωνάζει: «πάρε μια για τον
Μπλουμ, μια για τον Τορέζ, μια για τον Τιμπό» (τον πρόεδρο του συνδικάτου).
 
Αυτή ήταν η πικρή κατάληξη της «μεγάλης ελπίδας» που είχε υποσχεθεί η Αριστερά του κοινοβουλευτικού δρόμου. 
 

Η πικρή κατάληξη του κοινοβουλευτικού δρόμου

Η στρατηγική της εξόδου από την κρίση μέσα από την κατάκτηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δεν είναι νέα. Είναι λαθεμένη προσέγγιση το να σβήνουμε τις προηγούμενες εμπειρίες στο όνομα μιας «νέας, πρωτότυπης, ανέκδοτης» κατάστασης που έρχεται.
Ίσως η πιο πολύτιμη εμπειρία προέρχεται από τη μεγαλύτερη προσπάθεια που έγινε για διέξοδο από την κρίση με κυβέρνηση της αριστεράς, στη Γαλλία το 1936 με τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου.
 
Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης τότε ήταν συγκρίσιμο με την ελληνική καταβαράθρωση σήμερα. Ανάμεσα στο 1928 και το 1934 η γαλλική οικονομία έχασε το 17% της βιομηχανικής παραγωγής της. Οι εργάτες αντιμετώπισαν μια μείωση στο μέσο εισόδημα κατά 30% από το 1929 ως το 1936. Η ανεργία εκτινάχτηκε.
 
Αντίστοιχα ήταν τα σημάδια της πολιτικής κρίσης. Ανάμεσα στον Νοέμβρη του 1929 και τον Ιούνη του 1936 εναλλάχτηκαν 17 κυβερνήσεις με μέση διάρκεια ζωής 4 μήνες και 21 μέρες η κάθε μια.
Το χειμώνα του 1934 οι φασίστες, αποθρασυμένοι από την άνοδο των Ναζί στη Γερμανία και από τα σκάνδαλα των κυβερνήσεων, επιχείρησαν να εισβάλουν στη Βουλή. Η ενωτική αντιφασιστική διαδήλωση που ακολούθησε και η Γενική Απεργία εκείνο το Φλεβάρη ήταν η απαρχή για κοινή δράση του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σπάζοντας το σεχταρισμό της λεγόμενης «τρίτης περιόδου».
 
Η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος και το ρεύμα προς τα αριστερά που διαμορφώθηκε οδήγησε σε σαρωτική νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές δυο χρόνια αργότερα. Πήρε το 57% των ψήφων με 20% και 149 βουλευτές για το Σοσιαλιστικό Κόμμα, 15% και 72 για το ΚΚ, 14,55% και 110 για το κόμμα των Ριζοσπαστών και 7,5% και 35 έδρες για άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Συνολικά 366 έδρες σε μια βουλή των 618.
 
Πεταίν
Κι όμως, αυτή η ίδια βουλή του 1936 ήταν αυτή που το 1940 παρέδωσε την κυβέρνηση στον Πεταίν που εγκαθίδρυσε το καθεστώς του Βισύ σε συνεργασία με τους Ναζί. Πρόκειται ίσως για το πιο ακραίο παράδειγμα των αδιεξόδων του κοινοβουλευτισμού.
 
Πώς έγινε αυτή η επαίσχυντη ανατροπή; Το Λαϊκό Μέτωπο προδόθηκε από τους ίδιους τους συμμάχους του. Η πρώτη κυβέρνησή του είχε επικεφαλής τον Σοσιαλιστή Λεόν Μπλουμ και κράτησε ένα χρόνο. Αντιμέτωπη με ένα κύμα καταλήψεων που ξεσήκωσε ο ενθουσιασμός μετά τη νίκη στις εκλογές του 1936, εκείνη η κυβέρνηση παραχώρησε αυξήσεις στους μισθούς, καθιέρωσε το 40ωρο, το δικαίωμα στην άδεια και τις συλλογικές συμβάσεις. Όμως στη συνέχεια, κάτω από τις πιέσεις των εργοδοτών και της «χαμένης ανταγωνιστικότητας» της γαλλικής οικονομίας, προχώρησε σε υποτίμηση του φράγκου κατά 25% και ο πληθωρισμός ανέβηκε κατά 50% μέχρι τα τέλη του 1937.
 
Τον Ιούνη του 1937 πρωθυπουργός ανέλαβε ο Camille Chautemps, στέλεχος των Ριζοσπαστών, υπουργός του Μπλουμ στην προηγούμενη κυβέρνηση και παλιός πρωθυπουργός που είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί στη σκιά του σκανδάλου Σταβίσκι (Ο Αλεξάντρ Σταβίσκι ήταν ένας κερδοσκόπος χρηματιστής που πούλησε πλαστά ομόλογα στη δημοτική τράπεζα της Μπαγιόν. Στο σκάνδαλο αναμίχθηκαν υπουργοί και άλλα ανώτερα στελέχη των Ριζοσπαστών.). Είχε κατηγορηθεί ότι έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο Σταβίσκι στο κελί του για να μην προβεί σε αποκαλύψεις! Αυτό το «μπουμπούκι», που θα το ξανασυναντήσουμε στη συνέχεια, ανέλαβε την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου μέχρι την άνοιξη του 1938. Τον Γενάρη του 1938 έδιωξε τους υπουργούς του Σοσιαλιστικού Κόμματος από την κυβέρνηση, αλλά το Μάρτη υποχρεώθηκε να παραδώσει την πρωθυπουργία στον Μπλουμ για μικρό διάστημα πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Εντουάρ Νταλαντιέ τον Απρίλη με τις ψήφους όλων των συμμάχων του Λαϊκού Μετώπου.
 
Ο Νταλαντιέ ήταν επίσης ιστορικό στέλεχος των Ριζοσπαστών, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Άμυνας όλα τα χρόνια από το 1936 μέχρι το 1940. Η δική του πρωθυπουργία άνοιξε τον πιο δεξιό κατήφορο και κατέληξε στη διάλυση του Λαϊκού Μετώπου το φθινόπωρο του 1938. Τον Νοέμβρη του 1938 έκανε υπουργό Οικονομικών τον Πολ Ρεϊμόντ, έναν δεξιό πολιτικό, ο οποίος κατάργησε το 40ωρο λέγοντας: «Πιστεύετε ότι στη σημερινή Ευρώπη η Γαλλία μπορεί να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο, να ξοδεύει 25.000 εκατομμύρια φράγκα για εξοπλισμούς και ταυτόχρονα να μην δουλεύει δυο μέρες τη βδομάδα;» (αναφέρεται από τον Alistair Horne, στο βιβλίο “To lose a battle – France 1940”, Penguin books, σελ. 135).
 
180 μοίρες
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντέδρασε, τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία αλλά οι εργατικές αντιστάσεις είχαν πλέον μειωθεί. Η απογοήτευση από τις συνεχείς υποχωρήσεις ήταν τεράστια. Την επόμενη χρονιά, μετά την υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν, ο Νταλαντιέ έβγαλε το ΚΚ εκτός νόμου τον Σεπτέμβρη του 1939. Οι αστοί σύμμαχοι του Λαϊκού Μετώπου είχαν γυρίσει 180 μοίρες και κυνηγούσαν τους κομμουνιστές! Ήταν η επιβεβαίωση της περιβόητης ρήσης του Τρότσκι για τα διανύσματα στην πολιτική: οι (κοινωνικές και πολιτικές) δυνάμεις δεν αθροίζονται όταν οι κατευθύνσεις τους είναι διαφορετικές.
 
Η κυβέρνηση Νταλαντιέ έπεσε τον Μάρτη του 1940, λίγο πριν την εισβολή του Χίτλερ στη Γαλλία. Η διαχείριση της ήττας έλαχε στον Πολ Ρεϊμόντ με υπουργό άμυνας τον Νταλαντιέ και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Camille Chautemps. Ο ίδιος ο Ρειμόντ ήταν υπέρ της διατήρησης της συμμαχίας με τη Βρετανία, αλλά είχε γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου έναν … Μπαλτάκο, τον Πολ Μποντουέν. Ο Μποντουέν σε συνεργασία με τον Πεταίν, που στο μεταξύ είχε μπει στην κυβέρνηση, και μαζί με τον Chautemps μεθόδευσαν τη συνθηκολόγηση με τους Ναζί. Μετά τον πόλεμο ο Chautemps καταδικάστηκε από τα γαλλικά δικαστήρια ερήμην ως συνεργάτης των Ναζί, αλλά είχε ήδη καταφύγει στις ΗΠΑ που δεν τον παρέδωσαν ποτέ στη δικαιοσύνη.
 
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας ποτέ δεν έδωσε υπουργούς δικούς του στις κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου. Δεν ήθελε να τρομάξει τους συμμάχους του και είχε την αυταπάτη ότι η δύναμή του μέσα στην εργατική τάξη θα τους υποχρέωνε να σεβαστούν το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου. Το 1937 είχε φτάσει να έχει 340.000 μέλη. Έκανε όμως δυο τραγικά λάθη. Αποδέχθηκε το κοινοβουλευτικό παιχνίδι των συμβιβασμών και είχε την απαίτηση από την εργατική τάξη να πειθαρχεί σε αυτούς τους συμβιβασμούς.
 
Η εργατική τάξη δεν είναι «κουρδιστό πορτοκάλι» για να ακολουθεί πειθήνια κάθε στροφή και κάθε υποχώρηση. Είναι πρωταγωνιστής της ταξικής πάλης. Η αξία μιας αριστερής ηγεσίας και μιας αριστερής στρατηγικής κρίνεται από την ικανότητά της να πιάνει το σφυγμό της τάξης και να της ανοίγει ορίζοντες.