Ιστορία
Μοχάμεντ Άλι: Γροθιές που πόνεσαν τους καταπιεστές

Μάλκομ Χ και Μοχάμεντ Άλι μαζί

O Mοχάμεντ Άλι κέρδισε την προσοχή όλου του κόσμου όταν έγινε πρωταθλητής βαρέων βαρών στο μποξ το 1964. Συνδύαζε ιδιαίτερη χάρη και ταχύτητα μέσα στο ρινγκ με μια εκδηλωτική προσωπικότητα έξω από αυτό. Αλλά επίσης συνδύαζε ανοιχτά ριζοσπαστικές πολιτικές με μια ξεκάθαρη περηφάνεια για τον εαυτό του. Αρνήθηκε να αφήσει τα μίντια να καθορίσουν ποιος ήταν ή πως έπρεπε να συμπεριφέρεται. Ήταν κάποιος που έκφραζε «το πνεύμα της δεκαετίας του ‘60».  
 
Γεννημένος ως Κάσιους Κλέι στο Λούισβιλ του Κεντάκι στις 17 Γενάρη του 1942, πρωτοήρθε στη διεθνή επιφάνεια όταν κέρδισε τον τίτλο ελαφρών βαρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960.  
 
Παρόλο που επέστρεψε στην πατρίδα του ως πρωταθλητής, συνέχιζε να υποβάλλεται στις εξευτελιστικές θεσμικές διακρίσεις που χτυπούσαν τις ζωές των Μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Του αρνήθηκαν να τον σερβίρουν σε ένα εστιατόριο «μόνο για λευκούς» και του επιτέθηκε μια συμμορία από ρατσιστές. Είχε πρόβλημα να βρει ξενοδοχείο να μείνει όταν ταξίδευε για τους αγώνες του μποξ. 
Παρά τις δυσκολίες, όμως, σόκαρε τον αθλητικό κόσμο νικώντας τον Σόνι Λίστον για να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών.  
 
Ήδη από τότε έδειξε τον περήφανα θαρραλέο χαρακτήρα για τον οποίο ήταν διάσημος. Σε συνέντευξή του μέσα στο ρινγκ μετά τον αγώνα, είπε: «Δεν έχω κανένα σημάδι στο πρόσωπο μου, και νίκησα τον Σόνι Λίστον, και μόλις έγινα 22 χρονών. Πρέπει να είμαι ο Πιο Μεγάλος».  Αυτή η ταμπέλα που μόνος του έδωσε στον εαυτό του τον ακολουθούσε από τότε.
 
Αλλά το επόμενο πρωινό έριξε ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό χτύπημα όταν επιβεβαίωσε τις φήμες της συμμετοχής του στο «Έθνος του Ισλάμ». Αυτό το μαχητικό κίνημα των Μαύρων μεγάλωνε σε επιρροή και διεκδικούσε την ηγεμονία από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και το κίνημα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Ο Κλέι καθοδηγούταν από τον Μάλκομ Χ, την πιο χαρισματική φιγούρα του «Έθνους». 
Ανακοίνωσε ότι άλλαζε το όνομά του. «Το Κάσιους Κλέι είναι ένα όνομα σκλάβου. Δεν το διάλεξα, και δεν το ήθελα. Είμαι ο Μοχάμεντ Άλι, ένα ελεύθερο όνομα, σημαίνει ο πολυαγαπημένος του Θεού, και επιμένω οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν αυτό όταν μου μιλάνε ή μιλάνε για μένα».  
 
Ως αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής δραστηριότητάς του οι λευκές εταιρίες-σπόνσορες, οι αρχές του μποξ και άλλοι ανάμεσά τους και κορυφαίοι μαύροι πυγμάχοι, όπως ο Φλόιντ Πάτερσον, τον αποδοκίμασαν απερίφραστα για έλλειψη σεβασμού και ευγνωμοσύνης. 
 
Πόλεμος Βιετνάμ
Κανένας δεν μπορούσε να νικήσει τον Άλι στο ρινγκ, αλλά τρία χρόνια αργότερα ο αμερικάνικος στρατός προσπάθησε να τον χαλιναγωγήσει με το να τον στρατολογήσει για να πολεμήσει στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η απάντηση του Άλι ήταν ξεκάθαρη και εμφατική: «Όχι, δεν θα πάω δέκα χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι μου για να βοηθήσω να δολοφονήσουν και να κάψουν άλλο ένα φτωχό έθνος απλά για να συνεχιστεί η κυριαρχία των λευκών δουλοκτητών πάνω σε σκουρότερους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».    
 
Ήταν στο απόγειο των δυνάμεων του τόσο από φυσική κατάσταση όσο και πνευματικά και ήξερε ότι βάζει σε κίνδυνο τόσο τη ζωή του όσο και την ελευθερία του, αλλά παρέμεινε ακλόνητος. 
 
Ο Άλι το πλήρωσε ακριβά. Καταδικάστηκε από ένα λευκό, πλην ενός, δικαστήριο ενόρκων για αποφυγή της στρατολόγησης και του επιβλήθηκε φυλάκιση πέντε χρόνων και πρόστιμο δέκα χιλιάδων δολαρίων. Παρόλο που ποτέ πραγματικά δεν εξέτισε χρόνο στη φυλακή, η απειλή της καταδίκης παρέμεινε μέχρι που τελικά ακυρώθηκε τον Ιούνη του 1971. Στο μεταξύ, του είχαν αφαιρεθεί οι τίτλοι του και οι κυβερνώσες αρχές του μποξ σε όλο τον κόσμο ανακάλεσαν την άδεια του να πυγμαχεί.
 
Η στάση αρχών του Άλι ήταν ενδεικτική της αυξανόμενης διάθεσης εναντίωσης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τέσσερις μέρες μετά που διατάχτηκε να παρουσιαστεί στο στρατό τον Απρίλη του 1967, μια τεράστια αντιπολεμική διαδήλωση 125 χιλιάδων ανθρώπων οργανώθηκε στο Σέντραλ Παρκ. Η επιθετική του δήλωση ότι δεν είχε τίποτα απέναντι στους Βιετναμέζους έμεινε στην ιστορία: «Δεν με αποκάλεσαν ποτέ αράπη, ποτέ δεν με λιντσάρισαν, δεν έβαλαν τους σκύλους τους να με κυνηγήσουν, δεν μου έκλεψαν την εθνικότητά μου, δεν βίασαν και σκότωσαν την μάνα και τον πατέρα μου. Να τους πυροβολήσω, γιατί; Πώς μπορώ να πυροβολήσω φτωχούς ανθρώπους; Απλά πηγαίνετε με στη φυλακή». 
 
Ώθηση
Μια τέτοια ξεκάθαρη στάση έδωσε σε άλλους ακτιβιστές που αρνούνταν την επιστράτευση, αλλά και στα συνολικότερα αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα μια τεράστια ώθηση. Κι άλλες μορφές του αθλητισμού και του πολιτισμού ακολούθησαν το παράδειγμά του, ανάμεσα σε άλλους και οι αθλητές που έκαναν τον περίφημο χαιρετισμό της Μαύρης Δύναμης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού το 1968.   
 
Ακόμα λατρεύω τις παιδικές μνήμες από τους αγώνες του Άλι στα μέσα του ’70, ειδικά την περίφημη «Μάχη της Ζούγκλας» το 1974 όταν επανέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο από τον Τζορτζ Φόρμαν. Εκείνη την εποχή πολύ λίγοι Μαύροι εμφανίζονταν στην τηλεόραση και όταν το έκαναν ήταν κάθε φορά είτε οι κακοί που στα γρήγορα τους ξέκαναν ή καραγκιόζηδες που γελοιοποιούνταν.
 
Για εκατομμύρια από μας σε όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από το αν αναγνωριζόταν επίσημα ή όχι, ο Άλι ήταν ο πρωταθλητής μας, όμορφος, θρασύς, υπέροχος και με πνεύμα σαν κοφτερό ξυράφι. 
 
Δεν ήταν χωρίς ελαττώματα. Ο τρόπος με τον οποίο προκαλούσε τον μεγαλύτερό του αντίπαλο, τον Τζο Φρέιζερ, απορρίπτοντάς τον ως «ένα άσχημο και εγωιστή γορίλα», ήταν εμπαθής και σύμφωνος με τα ρατσιστικά στερεότυπα. Η απόφασή του να συνεχίσει να παλεύει πολύ μετά την κορύφωση της καριέρας του ήταν εν μέρει εξαιτίας της δικής του ματαιοδοξίας. Αλλά ο βασικός λόγος ήταν εξαιτίας της απληστίας αυτών που τον είχαν εκμεταλλευτεί κατά τη διάρκεια της καριέρας του, κλέβοντάς του πολύ από τον πλούτο του.  
 
Ο Άλι τελικά αποσύρθηκε μετά από ντροπιαστικές ήττες απέναντι στον πρώην παρτενέρ του στις προπονήσεις, Λάρι Χολμς και ένα γυρολόγο, τον Τρέβορ Μπέρμπικ το 1980 και το 1981. Ήδη τότε υπέφερε από την πρώιμη εμφάνιση του συνδρόμου Πάρκινσον που τόσο πολύ τον επηρέασε στη μεταγενέστερη ζωή του. 
 
Όπως συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις των ριζοσπαστικών μορφών, υπάρχει μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια να «ξαναεφευρεθεί» και να εξαγνιστεί ο Άλι. Για παράδειγμα, επιλέχθηκε να ανάψει τη δάδα στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 στην Ατλάντα. Εμφανίστηκε υπερήφανος και επιθετικός όπως πάντα, αλλά παρακολουθώντας τον να παλεύει να σηκώσει τη δάδα, κανένας δεν θα μπορούσε να μην συγκρίνει την τρεμάμενη φιγούρα με τον έξοχο αθλητή στο ζενίθ του. 
 
Το πέρασμα της σκυτάλης στην καινούργια γενιά είχε στόχο να συμβολίζει το Ολυμπιακό ιδεώδες, αλλά υπήρχε και μια πιο πλατιά σημασία. Εδώ στο βαθύ Νότο, ο θρίαμβος αυτού του μαύρου άντρα ήταν, υποτίθεται, ένα περαιτέρω παράδειγμα της διαρκούς γοητείας του αμερικάνικου ονείρου.  
 
Η πράξη της συμφιλίωσης υποτίθεται ότι ολοκληρώθηκε με την παράδοση ενός χρυσού μεταλλίου στον Άλι σε αντικατάσταση εκείνου που είχε πετάξει. Οι διοργανωτές των Ολυμπιακών στο Λονδίνο το 2012 προσπάθησαν να επαναλάβουν το ίδιο καλώντας τον Άλι να κρατήσει την Ολυμπιακή σημαία. 
 
Το αν ήταν ο «Πιο Μεγάλος», όπως πολύ συχνά ο ίδιος υποστήριζε είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα μεταξύ των φιλάθλων. Αυτό για το οποίο δεν χωρά αμφιβολία είναι ότι ήταν μια ξεχωριστή μορφή στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό, τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.
Brian Richardson, ηγετικό στέλεχος του SWP
στη 
Βρετανία και συγγραφέας- ιστορικός
του 
κινήματος των Μαύρων