Βιβλία
Βιβλίο: Μια νουβέλα του τρελάδικου της κρίσης

Σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, με υπόβαθρο την κρίση, τους άστεγους, το τρέξιμο της επιβίωσης, το μεροκάματο, τις σχέσεις, τη μοναξιά, εξελίσσεται το πρώτο βιβλίο του Κώστα Δρουγαλά, “Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν”, που μόλις κυκλοφόρησε το Μάη του 2016 από τις εκδόσεις Πικραμένος.
 
Σαν σε μεγέθυνση μιας ψηφίδας που οι μικρές, ασήμαντες διαφορές από την διπλανή της την κάνουν μοναδική, η ιστορίες του Βασίλη Μειλινού και του αδερφού του Πέτρου, της καταθλιπτικής και με τάσεις αυτοκτονίας μητέρας τους Θεώνης, της Αδριανής και της οικογένειάς της που κρατάει το μανάβικο της γειτονιάς, του αστυνόμου Γαλάνη και των άστεγων στο Πάρκο των Αγγέλων, θα μπορούσαν να ταιριάζουν σε οποιαδήποτε γειτονιά σε όποια πόλη της Ελλάδας μέσα στα χρόνια της κρίσης.
 
Η Θεώνη έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Το μόνο που της έχει μείνει είναι το ημερολόγιό της και οι θλιβερές ιστορίες που εφευρίσκει ο γιος της Βασίλης που παλεύει με δυο δουλειές για να μπορέσει να συντηρήσει το σπίτι. Ο Πέτρος, με μια κιθάρα που πάνω της έχει γραμμένο το θρυλικό σύνθημα του Γούντι Γκάθρι, “This machine kills fascists”, έχοντας μετατρέψει τον εαυτό του σε έναν προστάτη-άγιο των άστεγων του Πάρκου, συνομιλεί συνεχώς με τον Ντύλαν, συζητώντας για τη ζωή, για τη μουσική, για τις σχέσεις. Η Αδριανή τελείωσε την Νομική αλλά αναγκάζεται να δουλεύει στο μανάβικο του πατέρα-αφέντη που αποτελεί φόβο και τρόμο για την οικογένεια και για την γειτονιά. Ο Γαλάνης, ο καταθλιπτικός μπάτσος της γειτονιάς που “μπορεί να βοηθήσει όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του”. Και οι άστεγοι, ο Γραμματικός, ο Σταμάτης, τα παιδιά του Πάρκου των Αγγέλων που αποτελούν ένα στοχοποιημένο σύνολο, ένα ενιαίο σκονισμένο και μισοφωτισμένο χορό, που αποτελεί το υπόβαθρο στις εντάσεις και στις τραγικές κορυφώσεις. Το σάουντρακ δεν μπορεί παρά να είναι Ντύλαν, άλλωστε “πριν πεθάνεις, πρέπει οπωσδήποτε να ακούσεις Ντύλαν”, όπως λέει και ο Πέτρος.
 
Παρακμή
Μέσα σε ένα περιβάλλον παρακμής ο καθένας ατομικά, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αδυνατεί να υπερβεί τις μικρές ή μεγαλύτερες δυσκολίες. Η μοναξιά και η θλίψη έρχονται να συνυπάρξουν με την νοσηρότητα της πραγματικότητας. Τη στιγμή που, άθελά τους, αρχίζουν να ενώνονται τα νήματα και οι διαδρομές τους οι συλλογικές τους απαντήσεις παίρνουν πιο ουσιαστικό χαρακτήρα. Και ενώ ο Δρουγάλας αποφεύγει με κάθε τρόπο οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο, στην ουσία, με αποκορύφωμα την “Πορεία ενάντια στο Φόβο”, δίνει την κάθαρση μέσα από τον περίγυρο. Όχι απενοχοποιώντας το ατομικό, ούτε όμως προσβλέποντας (και αυτό ίσως είναι από τα μικρά μειονεκτήματα του “τελευταίου τραγουδιού”) στο συλλογικό, αλλά πάντως ανακουφίζοντας τους ήρωες μέσα από την συνύπαρξή τους.
 
Καλογραμμένο, σύγχρονο στην αισθητική του περιγραφή, εύστοχο στις ψυχογραφίες των ηρώων, “Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν”, είναι, θα έλεγε κανείς, μια νουβέλα του τρελάδικου της κρίσης. Μιλάει για τους από κάτω, για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, της διπλανής γωνίας, αναγνωρίζοντας στον κάθε χαρακτήρα την ιδιαιτερότητά του και αποδεικνύοντας πως τίποτα και κανείς δεν είναι νορμάλ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε με τόσα προβλήματα; Ο Δρουγαλάς καταφέρνει να παρουσιάσει ακόμα και το πιο σκληρό γεγονός, σαν μια καθημερινή πραγματικότητα, σαν να ήταν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε. Σαν, πράγματι, η  Βασ. Όλγας, η Βασ. Γεωργίου, η οδός Ανθέων, το Πάρκο των Αγγέλων, να μπορούσαν να είναι ψηφίδες οποιουδήποτε αστικού τοπίου της χώρας.
 
Σε μια περίοδο που η ελληνική λογοτεχνική πεζογραφία περνάει ίσως τη μεγαλύτερη κρίση της από τον μεσοπόλεμο, έχοντας ενσωματωθεί σε ένα συστημικό εκδοτικό περιβάλλον και εστιάζοντας στην ηγετική ηρωικότητα μορφών μιας άλλης εποχής, δουλειές όπως του Δρουγάλα που εστιάζουν στην σκληρή καθημερινότητα και στους αφανείς ήρωες της κρίσης αποτελούν ελπιδοφόρα σκαλοπάτια για την επανεξέτασή της κοινωνικής σημασίας της πεζογραφίας, της λογοτεχνίας, της τέχνης συνολικά.