Πολιτισμός
Κινηματογράφος: To ανθρωποκεντρικό σινεμά του Αμπάς Κιαροστάμι
Για τους κήρυκες της άποψης που μιλά για «σύγκρουση πολιτισμών» ανάμεσα στη φωτισμένη Δύση και την καθυστερημένη Ανατολή, ο Ιρανικός κινηματογράφος είναι μια ηχηρή διάψευση. Μια μοντέρνα σχολή που σαρώνει τα διεθνή βραβεία, ανοίγει νέους δρόμους έκφρασης και επηρεάζει ολόκληρες γενιές Δυτικών δημιουργών. Αυτό το ρεύμα έχει πατέρα τον Αμπάς Κιαροστάμι που έφυγε στις 4 Ιούλη.
Ο Κιαροστάμι έγινε πλατιά γνωστός το 1997 με την ταινία «H γεύση του κερασιού», που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Δυο χρόνια αργότερα, το «Ο άνεμος θα μας πάρει» βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Βενετίας. Οι ταινίες εμπνέονται από ποιήματα του μεγάλου Πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ και της ποιήτριας Φορούγ Φαροχζάντ. Στη «Γεύση του κερασιού», ο κύριος Μπαντί περιπλανείται με το τζιπ του σε ένα λατομείο, ψάχνοντας κάποιον να τον βοηθήσει να αυτοκτονήσει. Ο θεατής δεν μαθαίνει ποτέ τι έσπρωξε τον πρωταγωνιστή ως εδώ, η ταινία πραγματεύεται το δικαίωμά του να το κάνει με αξιοπρέπεια. Ένας κουρδικής καταγωγής φαντάρος κι ένας αφγανός μαθητευόμενος ιερέας τον απορρίπτουν. Τελικά θα δεχτεί ένας Τούρκος ταριχευτής πουλιών, αφού μάταια προσπαθήσει να τον μεταπείσει να μην αρνηθεί τη χαρά της γεύσης του κερασιού... Η ταινία ξεσήκωσε σάλο στο Ιράν, καθώς πραγματεύεται το θέμα – ταμπού της αυτοχειρίας. Με το «Ο άνεμος θα μας πάρει» επιστρέφει σε βασικά υπαρξιακά ερωτήματα του θανάτου, της φιλίας, της εθνικής ταυτότητας στην εποχή της νεωτερικότητας.
Πλούσια φιλμογραφία
«Επιστρέφει» γιατί ο Κιαροστάμι είχε ήδη στο ενεργητικό του μια πολύ πλούσια φιλμογραφία μικρού και μεγάλου μήκους.
Δεν ξεκίνησε σαν κινηματογραφιστής, δεν υπήρξε φανατικός κινηματογραφόφιλος, αλλά ένας απλός δημόσιος υπάλληλος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Τεχεράνης μια και από μικρός αγαπούσε τη ζωγραφική. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στη γραφιστική και τα καρτούν, έπιασε δουλειά στην Τροχαία σαν διοικητικός υπάλληλος. Το 1969 του πρόσφεραν μια θέση στο «Ινστιτούτο για την Πνευματική Ανάπτυξη Παίδων και Εφήβων», το Κανούν. Ο Κιαροστάμι ανέλαβε το κινηματογραφικό τμήμα του ινστιτούτου χωρίς να γνωρίζει τίποτα για το επάγγελμα του σκηνοθέτη! Με το Κανούν γύρισε δεκάδες ταινίες μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους, χωρίς το άγχος της εισπρακτικής επιτυχίας, μια και το ίδρυμα ήταν «κρατικοδίαιτο» και προστατευμένο από την πίεση της αγοράς. Η πρώτη του ταινία «Το ψωμί και το δρομάκι» δείχνει έναν πιτσιρικά που πρέπει να πάει το ψωμί στο σπίτι του, όμως στο στενό σοκάκι βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ενα σκυλί που τον γαυγίζει και τελικά τα καταφέρνει, δίνοντάς του ένα κομμάτι από το ψωμί. Αποφεύγει τα πολλά “cut” για χάρη των μεγάλων σε διάρκεια πλάνων-σεκάνς. Με τα δικά του λόγια, «...από την αναγκαιότητα να πιστέψω, πρώτα εγώ ο ίδιος, σ’αυτό που συμβαίνει μπροστά στην κινηματογραφική κάμερα». Οι επιρροές δεν προέρχονται μόνο από τον Ιταλικό νεορεαλισμό αλλά και από την πλούσια καλλιτεχνική παράδοση του Ιράν, το Ιρανικό «νέο κύμα» των πρωτοπόρων δημιουργών Νταριους Μεχρζούι και Φορούγ Φαροχζάντ.
Γυρίζει ταινίες με διδακτικά θέματα και ρεαλιστικές ταινίες όπως «Η εμπειρία», το «Κοστούμι για γάμο», ο «Ταξιδιώτης». Με στοιχειώδη τεχνικά μέσα και με ερασιτέχνες ηθοποιούς, από τους οποίους αποσπά φοβερές ερμηνείες και δίνει υπαινικτικές αλλά σαφείς εικόνες μιας κοινωνίας άνισης, καταπιεστικής, όπου η φτώχεια, ο αποκλεισμός, ο ρατσισμός κυριαρχούν πάνω στις ζωές των νεαρών ηρώων. Η «Αναφορά» (1978) είναι ένας καθρέφτης της διαφθοράς που επικρατούσε με το καθεστώς του Σάχη Παχλεβί και την οποία εξετάζει όχι τόσο σαν οικονομικό φαινόμενο, όσο σαν ηθικό και κοινωνικό ξεπεσμό ενός ολόκληρου στρώματος που βυθίζεται σταθερά στην απαξίωση.
Μετά την επανάσταση του 1979 και την επικράτηση των μουλάδων στην πολιτική σκηνή του Ιράν επιβλήθηκε αυστηρή λογοκρισία κυρίως σε ό,τι αφορούσε την απεικόνιση των γυναικών και τις σχέσεις των δύο φύλων. Ο Κιαροστάμι επέλεξε να μην εγκαταλείψει τη χώρα, αλλά να συνεχίσει να δημιουργεί, παρακάμπτοντας τη λογοκρισία με τα εργαλεία της ποιητικότητας, της εσωτερικότητας, του συμβολισμού «...αν δεν διαπιστώνεται ένα ρήγμα στη δουλειά μου πριν και μετά την επανάσταση, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα μικρά πράγματα που με ενδιέφεραν δεν άλλαξαν». Πράγματι, η φτώχεια, η αδικία, η αποξένωση, αλλά μαζί η επιμονή στις ηθικές αξίες της φιλίας, της δικαιοσύνης, η αντίσταση στον εξευτελισμό είναι τα ζητήματα που ανέδειξε με το έργο του.
Στην Ευρώπη
Με την ταινία «Πού είναι το σπίτι του Φίλου μου» ο Κιαροστάμι γίνεται γνωστός στη Δυτική Ευρώπη. Τη γύρισε το 1987 σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Κασπίας, φυσικά με ερασιτέχνες ηθοποιούς και αποτελεί ύμνο στην επιμονή, τη φιλία, το αίσθημα ευθύνης που ξεπερνά κάθε εμπόδιο. θα επιστρέψει τρία χρόνια αργότερα στο Κοκερ, όταν ένας καταστροφικός σεισμός ισοπέδωσε τα πάντα, για την ταινία «Και η ζωή συνεχίζεται» και λίγο μετά για το τρίτο μέρος της «Τριλογίας του Κοκέρ», το «Μέσα από τους ελαιώνες» (1994).
Οι ήρωές του ξεφεύγουν από τα στερεότυπα της βιομηχανίας του θεάματος, είναι 100% αληθινοί άνθρωποι που βρίσκονται αντιμέτωποι με όρια και υπερβάσεις.
Η καλύτερη κατά τη γνώμη μας (και κατά τη δική του) ταινία είναι το «Close up» (Σε κοντινό πλάνο -1990). Για άλλη μια φορά εμπνεύστηκε από την αληθινή ιστορία ενός φτωχού τυπογράφου που εξαπάτησε μια μεσοαστική οικογένεια προκειμένου να γυρίσει μια ταινία. Υπάρχουν δύο ταινίες μέσα σε μία: Το αυθεντικό δικαστήριο, σε μορφή ντοκυμαντέρ και την αφήγηση της ιστορίας σε μορφή αναπαράστασης. Όλοι όσοι εμφανίζονται υποδύονται τον εαυτό τους. Το αποτέλεσμα είναι ένας βαθύς σχολιασμός πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, τον ρόλο του σινεμά σε αυτό, την ηθική και τον ταξικό της χαρακτήρα και εν τέλει την αθώωση του κατηγορούμενου.
Και μετά τη διεθνή καταξίωση ο Κιαροστάμι δεν άφησε το Ιράν παρά μόνο περιστασιακά (γύρισε ένα ντοκιμαντέρ στην Ουγκάντα με θέμα τα θύματα Aids). Αν και ο ίδιος δεν πολιτικολογούσε ανοιχτά, τα έργα του αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα στην πατρίδα του. Ειδικά μετά το «Δέκα», ισάριθμες ιστορίες μέσα στο αυτοκίνητο μιας γυναίκας που οργώνει καθημερινά τους δρόμους της Τεχεράνης με διαφορετικούς επιβάτες που εκφράζουν την καθημερινή καταπίεση και αντίσταση με έμφαση στη γυναικεία ματιά.
Συμπαραστάθηκε ανοιχτά στον διωκόμενο στο Ιράν σκηνοθέτη και πρώην βοηθό του Τζαφάρ Παναχί. Τα τελευταία χρόνια στράφηκε και σε άλλες μορφές τέχνης: Τη φωτογραφία, εγκαταστάσεις video, την ξυλουργική, την ποίηση. Η συμβουλή του προς τους νέους δημιουργούς ήταν να ακολουθούν την αμεσότητα της κάμερας στο χέρι.
Το 2008 σκηνοθέτησε την όπερα του Μότζαρτ «Έτσι κάνουν όλοι» για το φεστιβάλ της Aix στη Γαλλία με μεγάλη επιτυχία. Όταν όμως ζητήθηκε να το ανεβάσουν στην Εθνική Όπερα του Λονδίνου, η Βρετανική πρεσβεία στην Τεχεράνη αρνήθηκε να του δώσει βίζα! Στην πραγματικότητα το ανθρωποκεντρικό σινεμά του Αμπάς Κιαροστάμι δεν χωράει στο θεοκρατικό πρότυπο του Ιράν, αλλά ούτε στα στενά πλαίσια που βάζει η κοινωνία του θεάματος στη Δύση. Εκφράζει τις αντιφάσεις όχι μόνο της Ιρανικής κοινωνίας αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου. Από αυτή την άποψη είναι «δικός μας».
Το παιχνίδι του χρήματος
Όταν το 1987 κυκλοφόρησε η ταινία «Wall Street», επικρίνοντας την απληστία και τη βρωμιά του θαυμαστού κόσμου των χρηματιστηρίων, θεωρήθηκε «ακραία», προσβολή ίσως για ένα θεσμό – θεμέλιο του καπιταλιστικού κόσμου και της ίδιας της Αμερικής. Τα τελευταία χρόνια, κάθε κινηματογραφιστής που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να γυρίσει μια ταινία που καταγγέλλει το πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί του χρηματιστικού συστήματος και το πώς διαλύουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται η πρόσφατη δουλειά της Τζόντι Φόστερ και του Τζορτζ Κλούνεϊ, μια μεγάλη παραγωγή στην οποία πρωταγωνιστεί ο ίδιος στο ρόλο του Λι Γκέιτς. Ο Λι είναι οικονομικός αναλυτής και επιτυχημένος τηλεπαρουσιαστής της εκπομπής “Money monster”, που παρουσιάζει τις τάσεις στα χρηματιστήρια και συμβουλεύει τους υποψήφιους επενδυτές.
Μετά από τη λυσσαλέα προώθηση μιας μετοχής – φούσκας που άφησε πίσω της 800 εκατομμύρια απώλειες, ένας κατεστραμμένος μικροκαταθέτης καταλαμβάνει το στούντιο στη διάρκεια ζωντανής αναμετάδοσης και απειλεί να ανατινάξει κυριολεκτικά τα πάντα με μια βόμβα. Το σασπένς και η δράση είναι αρκετά προβλέψιμα, όμως οι πολιτικές προεκτάσεις της ταινίας δίνονται πολύ πειστικά καθώς οι απατεωνιές των χρηματιστηρίων συναντούν την κοινωνία του θεάματος.