Ιστορία
Οι πρόσφυγες από την Ελλάδα στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο
Περίληψη από την ομιλία του Μάκη Καβουριάρη στην εκδήλωση για τους Έλληνες πρόσφυγες στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 17 Αυγούστου στο Πολιτιστικό Κέντρο Μάραθου Ικαρίας
Η προσφυγιά των λαών από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους και περνάνε, μέσω της Τουρκίας, στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Όπως σημαντική ήταν και η προσφυγιά των Ελλήνων στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής.
Όπως σήμερα, έτσι και τότε, ο προσφορότερος, παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους, δρόμος για τους πρόσφυγες ήταν η Τουρκία. Σήμερα περνάνε από την Τουρκία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Τότε η κατεύθυνση ήταν αντίστροφη. Από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου προσπαθούσαν να φτάσουν στα τουρκικά παράλια.
Αυτή η πολύ σημαντική περίοδος της ιστορίας μας δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Τα στοιχεία που είναι καταγεγραμμένα στο ειδικό ληξιαρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών και αφορούν τα γεγονότα που συνέβησαν στα στρατόπεδα όπου έζησαν οι πρόσφυγες δεν έχουν αξιοποιηθεί.
Οι πληροφορίες που έχουμε στο σημαντικό αυτό πρόβλημα προέρχονται από μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα σε συνεντεύξεις σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, από μονογραφίες ερευνητών πάνω στο θέμα και διηγήσεις που έχουν ως θέμα το πρόβλημα της προσφυγιάς.
Οι μελέτες στις οποίες θα αναφερθώ ιδιαίτερα είναι το «Οδοιπορικό στη Μέση Ανατολή 1941-1945» του Γιάννη Ταμβακλή, οι «Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι όλοι». Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946, του Γιάννη Μακριδάκη και οι «Αναμνήσεις, Χρονικό», του Φίλιππου Μαυρογιώργη. Στις μελέτες αυτές πέρα από το προσφυγικό παρουσιάζονται και τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν αυτή την περίοδο.
Το οδοιπορικό της προσφυγιάς
Μια συνοπτική και σχετικά πλήρης παρουσίαση του οδοιπορικού της φυγής των κατοίκων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκομε στο διαδίκτυο (βλ. www.kourounianet.gr). Με βάση αυτή την παρουσίαση και τις μελέτες στις οποίες αναφέρθηκα θα προσπαθήσω να παριγράψω το οδοιπορικό της προσφυγιάς.
Φθινόπωρο του 1942. Η Ελλάδα έχει υποδουλωθεί απ’ άκρη σ’ άκρη, η πείνα θερίζει στα μεγάλα αστικά κέντρα και στα νησιά τα πράγματα τα κάνει ακόμα χειρότερα ο ναυτικός αποκλεισμός στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο γενικότερα από το βρετανικό ναυτικό.
Η φυγή καθίσταται μονόδρομος για όσους μπορούσαν και για τους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος, Ικαρία, Χίος, Λέσβος, Λήμνος κ.ά.) ήταν πιο εύκολη, λόγω της γειτνίασης με τα παράλια της Τουρκίας. Πολλές οικογένειες αποφάσισαν να πάρουν το δρόμο προς την ελευθερία. Το μεγάλο τους πρόβλημα ήταν να μην αντιληφθούν οι κατακτητές την απόδρασή τους και να τους δεχτούν οι Τούρκοι, στην απέναντι όχθη. Οι Χιώτες είχαν προορισμό τον Τσεσμέ, οι Σαμιώτες το Κουσάντασι, οι Καριώτες όπου τους έβγαζε το μεγάλο ταξίδι και ο καιρός.
Ο Γιάννης Μακριδάκης γράφει: «Μετά την χιτλερική εισβολή στην Ελλάδα, η Χίος, όπως και τα άλλα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εντάχθηκε στη γερμανική ζώνη κατοχής, στη διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου, καθώς, λόγω γειτνίασης με την Τουρκία και της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Γερμανούς. Αντίθετα η Ικαρία και η Σάμος εντάχθηκαν στην ιταλική ζώνη κατοχής. Το χειμώνα του 1941-1942 η πείνα έπληξε αδυσώπητη και σκληρή και τη Χίο. Τα λιγοστά αποθέματα τροφίμων εξαντλήθηκαν γρήγορα, ενώ ο πληθωρισμός είχε ευτελίσει τα κατοχικά χαρτονομίσματα, που δεν είχαν καμιά αγοραστική αξία».
Στην Ικαρία (βλ.Εφημερίδα Αθέρας, τεύχος 126, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος 2016), «Η ιταλική κατοχή είχε σαν συνέπεια μεταξύ των άλλων δεινών στο νησί μας το ξέσπασμα ενός λιμού… Σημειώθηκαν πάνω από 200 θάνατοι από πείνα… Οικογένειες που λιμοκτονούσαν με πρησμένα παιδιά ήταν ένα καθημερινό θέαμα σε όλα τα χωριά».
Σύμφωνα με τον Γ. Μακριδάκη, «η μόνη επιλογή για τους κατοίκους της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, ήταν η έξοδος. Δειλά – δειλά στην αρχή και ολόκληρες ομάδες στη συνέχεια, μετέβαιναν στα απέναντι μικρασιατικά παράλια και ζητούσαν άσυλο από τις τουρκικές αρχές. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα η τουρκική κυβέρνηση ξεκαθάρισε στις βρετανικές και ελληνικές διπλωματικές αρχές ότι δεν ήταν επιθυμητή η παραμονή των Ελλήνων προσφύγων στο τουρκικό έδαφος, για πολλούς λόγους».
Για την υποδοχή των προσφύγων δημιουργήθηκαν στρατόπεδα στο Χαλέπι, το Νουσεϊράτ, στις πηγές του Μωϋσέως, στην Αιθιοπία, μετα την επιστροφή του Χαϊλέ Σελασιέ, στο τότε Βελγικό Κογκό. Ένας σημαντικός αριθμός των προσφύγων από την Ελλάδα μεταφέρθηκαν στην Κύπρο.
Δημιουργήθηκαν δίκτυα μεταφοράς των προσφύγων (βλ. τον ρόλο της Διοίκησης Αρωγής και προσφύγων Μέσης Ανατολής, MERRA) και τολμηροί ναυτικοί οδηγούσαν τους πρόσφυγες στα τουρκικά παράλια.
Αναγκαστική φυγή
Πέρα από την αναγκαστική φυγή μπροστά στα δεινά του πολέμου και της κατοχής έχουμε την εθελοντική φυγή των Ελλήνων που ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίων των κατακτητών.
Η Αντιγόνη Ρωμυλίου στο μυθιστόρημά της «Τάραμ Μπούρα» παραθέτει την έκκληση της Κυβέρνησης που είχε σχηματιστεί στην Αίγυπτο προς όλους όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλο.
«Όποιοι νέοι πατριώτες μπορούν να κρατήσουν όπλο στα χέρια τους, να περάσουν απέναντι στη Μικρά Ασία με όποιον τρόπο μπορούν. Ακόμα και κολυμπώντας. Εκεί έχουν στηθεί από τους συμμάχους στρατολογικά γραφεία και τους περιμένουν. Ο Άξονας πρέπει να χτυπηθεί σε όλα τα μέτωπα. Πρέπει να υπερισχύσουν οι δυνάμεις του καλού. Η νίκη είναι δική μας».
Ο Γιάννης Ταμβακλής, στον πανυγηρικό που εκφώνησε στο στρατόπεδο των Ελλήνων εθελοντών, την 28 Οκτωβρίου 1942, γράφει: «Κανένας δε μας έφερε εδώ παρά τη θέλησή μας και κανένας δε μας έσπρωξε για το ξεσπίτωμα. Εμείς ήρθαμε εδώ σαν ελεύθεροι άνθρωποι. Η αδούλωτη ψυχή μας, αυτή μας έσπρωξε στην προσφυγιά και στην Έρημο. Εδώ μας έφερε ο καημός να ζήσουμε λεύτεροι, να ξεφύγουμε από το ζυγό και τις αλυσίδες της σκλαβιάς , να ξαναπολεμήσουμε τους εχθρούς μας και να βοηθήσουμε, ακόμα και με το αίμα μας, το ξεσκλάβωμα της πατρίδας. Συγκεντρωμένοι εδώ στην έρημο στις νέες στρατιωτικές μας μονάδες, περιμένουμε με φλογισμένη καρδιά την ευλογημένη ώρα που θα γυρίσουμε πίσω στη Ελλάδα να συντρίψουμε και να διώξουμε τους καταχτητές».
Τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. Η ευλογημένη ώρα δεν ήρθε και οι αδούλωτες ψυχές ζήσανε την φρίκη των στρατοπέδων στο Τμίμι, το Γιαντζούρ, το Μενεστέρ, το Ντεκαμερέ, το Καμπέϊτ. Εκεί που ο Φώτης Αγγουλές αφιέρωσε στον Λόρδο Μπάιρον τους στοίχους:
Τούτο το βράδυ δεν μπορούμε
Να θυμηθούμε την μορφή σου
Γιατί στα σύρματα μπορεί
Η σκέψη μας ν’ αγκυλωθεί
Και να ματώσει η ψυχή σου
Και επειδή η ζωή αυτών των ανθρώπων, τα τραγικά εκείνα χρόνια, ήταν όπως γράφει ο Φίλιππος Μαυρογιώργης στις Αναμνήσεις του, μια πορεία πνευματική και πολιτική ενταγμένη στην πνευματική και πολιτική περιπέτεια του Ελληνισμού, «κάποιο βράδυ ατελείωτης αγρύπνιας (19 Σεπτέμβρη 1942) στα χαρακώματα του Ελ Αλαμέιν», ο Γιάννης Ταμβακλής σημείωσε στο Οδοιπορικό του: «Ακατανόητε κι αδιόρθωτε άνθρωπε, ως πότε θα ζεις μέσα στην πλάνη; Ξύπνησε κι ετοιμάσου να δημιουργήσεις νέες συνθήκες ζωής, να επιχειρήσεις σ' όλη τη γη ανατροπές και μετατροπές και σωτήριες μεταρρυθμίσεις. Οργάνωσε νέα καλούπια κοινωνικής συμβίωσης, πέταξε κάθε παλιό που εμποδίζει την πρόοδό σου, κόψε κάθε σάπιο και κάψε το και λευτέρωσε το είναι σου από τις αιώνιες αλυσίδες και πάρε το δρόμο για την καινούργια πραγματικότητα… Αντί να συντηρείς νεκροταφεία με τους «πεσόντες εν πολέμω» αδερφούς σου προσπάθησε να σταματήσεις το παράλογο άνοιγμα καινούργιων τάφων, να κυριαρχήσει στην οικουμένη η ειρήνη».