«Απαγορεύω κάθε κίνησιν πεζών και τροχοφόρων άνευ αδείας. Οι μη συμμορφούμενοι θα φυλακίζονται αμέσως. Επιτρέπεται η κίνησις μόνο είς τους εφοδιασμένους δ’ ειδικής αδείας της αστυνομίας, θεωρημένη υπό της στρατιωτικής διοικήσεως ως και στους υπηρετούντας εις την παθητικήν αεράμυναν. Απαγορεύω πάσαν συγκέντρωσιν και απόπειρα διαδηλώσεων. Η διάλυσις θα γίνει διά των όπλων».
Αυτή την ανακοίνωση δεν την έβγαλε κάποιος ναζί διοικητής σε μια κατεχόμενη πόλη της Ευρώπης. Τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους της Αθήνας στις 12 Οκτώβρη του 1944 και είχε την υπογραφή του Π. Σπηλιωτόπουλου, που είχε ορίσει στρατιωτικό διοικητή η κυβέρνηση Παπανδρέου στα μέσα Αυγούστου.
Όπως γνωρίζουμε βέβαια σήμερα, κανείς δεν άκουσε τον «στρατιωτικό διοικητή». Οι δρόμοι της Αθήνας πλημμύρισαν από διαδηλωτές που πανηγύριζαν την αποχώρηση των ναζί και εκφράζανε την ελπίδα ότι οι αγώνες και οι θυσίες της Αντίστασης θα έφερναν μια καλύτερη, δίκαιη κοινωνία.
Αυτό το χαρακτηριστικό επεισόδιο, η ανακοίνωση Σπηλιωτόπουλου, αναφέρθηκε στην ενδιαφέρουσα εκπομπή της ΕΡΤ για τα 72 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας την Τρίτη 11 Οκτώβρη. Σε αυτήν οι ιστορικοί Γιώργος Μαργαρίτης, Προκόπης Παπαστράτης, Τάσος Κωστόπουλος και Νίκος Γιαννόπουλος συζήτησαν με τον δημοσιογράφο Π. Χαρίτο για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνες τις μέρες.
Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που γνώρισαν τη φρίκη του πολέμου και της κατοχής επίσημη γιορτή είναι η μέρα της απελευθέρωσης. Στην Ελλάδα ισχύει το περίεργο ότι επίσημη επέτειος είναι η μέρα της εισόδου στον πόλεμο, η 28η Οκτωβρίου, η «μέρα του Μεταξά» όπως είπε ο Τ. Κωστόπουλος, κι όχι η απελευθέρωση της Αθήνας.
Νίκη της Αντίστασης
Ο Γ. Μαργαρίτης εξήγησε αυτό το «παράδοξο» λιτά και αιχμηρά: «Η 12η Οκτωβρίου ήταν μια νίκη της Αντίστασης, των μετέπειτα χαμένων του εμφυλίου πολέμου. Αντίθετα, για το στρατόπεδο των νικητών του εμφυλίου δεν ήταν παρά μία ενδιάμεση φάση στη μεθόδευση του πραξικοπήματος για να επιβάλλουν την δική τους εξουσία, την εξουσία των λίγων, των επωφελημένων από την κατοχική περίοδο».
Πράγματι, στις παραμονές της Απελευθέρωσης αυτό που απασχολεί όλο το φάσμα του παλιού πολιτικού κόσμου, την άρχουσα τάξη και τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, είναι πως θα εξασφαλίσουν τον έλεγχο μιας χώρας τον οποίον είχαν χάσει.
Ο Π. Παπαστράτης θύμισε την ιδέα του Τσόρτσιλ για μαζική βρετανική απόβαση στην Ελλάδα ώστε το περίφημο «δεύτερο μέτωπο» να ανοίξει στα Βαλκάνια. Αυτό το σχέδιο ναυάγησε στη Διάσκεψη του Κεμπέκ το 1943 μετά τις αντιδράσεις των Αμερικάνων που προτιμούσαν την απόβαση στην καρδιά της Ευρώπης για τους δικούς τους λόγους.
Έτσι οι Άγγλοι -οι «εγγυητές του αστικού καθεστώτος»- επέλεξαν την «πολιτική λύση». Το στήσιμο μιας κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» όπου όμως το ΕΑΜ θα ήταν δεμένο χειροπόδαρα. Και η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ανταποκρίθηκαν, τηρώντας «με τρόπο εξωφρενικά πιστό, θα μπορούσε να πει κανείς, τις συμφωνίες» όπως είπε χαρακτηριστικά ο Γ. Μαργαρίτης, ή, όπως είπε ο Π. Παπαστράτης μένοντας «πιστοί στο Λαϊκό Μέτωπο».
Από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1944 ο ΕΛΑΣ απελευθέρωνε κομμάτι-κομμάτι τη χώρα (η αρχή έγινε από την Θράκη) και τις γειτονιές της Αθήνας. Την ίδια στιγμή εντείνονταν οι προσπάθειες να συγκροτηθεί το «αντίπαλο δέος» στο ΕΑΜ. Κεντρική θέση σε αυτές τις προσπάθειες κατείχε, όπως είναι λογικό, η Αθήνα. Συμβολίζονται στο πρόσωπο του Π. Σπηλιωτόπουλου.
Ο Τ. Κωστόπουλος παρουσίασε μερικές αποκαλυπτικές λεπτομέρειες. Τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη ο Σπηλιωτόπουλος οργάνωσε τουλάχιστον τρεις μεταφορές αγγλικών όπλων από τις ακτές της ανατολικής Αττικής (Πόρτο-Ράφτη, Αυλάκι) για τον εξοπλισμό αυτών των «εθνικών δυνάμεων» και των Ταγμάτων Ασφαλείας παρόλο που είχαν καταγγελθεί από την κυβέρνηση. «Οι Γερμανοί δεν διέθεταν επαρκή οπλισμό» εξήγησε ο Τ. Κωστόπουλος «οπότε προτίμησαν να ενισχύσουν τα επίσημα σώματα. Έδωσαν ένα θωρακισμένο και βαρύ οπλισμό στη Χωροφυλακή».
Εξουσία;
Παρόλες αυτές τις κινήσεις, που ήταν γνωστές στην ηγεσία του κινήματος, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν έκαναν κάποια κίνηση να τις αντικρούσουν. Στις 26 Σεπτέμβρη υπογράφεται η συνθήκη της Καζέρτας (στην Ιταλία) με την οποία ο ΕΛΑΣ δεσμεύεται, ανάμεσα σ’ άλλα, να μην μπει στην Αθήνα.
Τίποτα δεν εμπόδιζε τον ΕΛΑΣ της Αθήνας και το ΕΑΜ συνολικά να πάρουν την εξουσία στην πρωτεύουσα ανάμεσα στις 12 Οκτώβρη -τη μέρα που έφυγε και το τελευταίο γερμανικό απόσπασμα- και στις 18 Οκτώβρη, τη μέρα που ήρθε στην Αθήνα ο Γ. Παπανδρέου με την κυβέρνησή του. Τίποτα, πέρα από τις στρατηγικές επιλογές της.
Η ευφορία των πρώτων ημερών, όταν έμοιαζε ότι «όλοι οι Έλληνες»· καπιταλιστές και εργάτες, φτωχοί και πλούσιοι, προσφυγικοί συνοικισμοί και Κολωνάκι, καλωσόριζαν τους «γενναίους Άγγλους συμμάχους μας», έδωσε τη θέση της στην αίσθηση του «κοινωνικού διχασμού» και του «ταξικού πολέμου» εκφράσεις που είχε χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας Γ. Θεοτοκάς στα ημερολόγιά του στις μέρες της Απελευθέρωσης.
Δυο ήταν οι παράγοντες που το τροφοδοτούσαν και πυράκτωναν τις εντάσεις. Η συστηματική προσπάθεια των «από πάνω» με τη βοήθεια των Άγγλων να ρίξουν στα μαλακά τους Ταγματασφαλήτες και τους δωσιλόγους για να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια στο κίνημα. Αυτές τις προκλήσεις τις συνόδευε η συστηματική πίεση για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ με πρόσχημα την συγκρότηση του «εθνικού στρατού». Την ίδια στιγμή η εργατική τάξη έβλεπε τη θέση της να χειροτερεύει. Η εθνική απελευθέρωση είχε έρθει, αλλά δεν είχε φέρει την κοινωνική απελευθέρωση. Ίδια φτώχεια, ίδια ανεργία, ίδια αφεντικά με αυτά της Κατοχής.
Οι υπουργοί του ΕΑΜ εντωμεταξύ «εφάρμοζαν μια οικονομική πολιτική με την οποία διαφωνούσαν» όπως είπε ο Π. Παπαστράτης και «ο κόσμος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ διαδήλωνε στο δρόμο εναντίον της» όπως επισήμανε ο Γ. Μαργαρίτης.
Τα μέτρα της «σταθεροποίησης» -μια εκδοχή των σύγχρονων μνημονίων όπως επισήμανε ο Τ. Κωστόπουλος- πετσόκοψαν τους μισθούς και ενέτειναν την ανεργία. Οι Άγγλοι «απείλησαν ή υπονόησαν διακοπή της επισιτιστικής βοήθειας» για να τα επιβάλλουν. Το φάσμα της πείνας ήταν για παράδειγμα μια από τις δικαιολογίες που πρόβαλε ο Γ. Σιάντος, ένας από τους ηγέτες του ΚΚΕ, στην 11η Ολομέλεια το Μάη του 1945 για την επιλογή της ηγεσίας να μην πάρει την εξουσία στην Αθήνα.
Μπορούσε η Αριστερά να αψηφήσει αυτούς τους εκβιασμούς; Μπορούσε η Αντίσταση να πάρει την εξουσία ή κάτι τέτοιο θα ήταν τυχοδιωκτικό σε μια χώρα κατεστραμμένη από τον πόλεμο και σε μια Αθήνα που την απειλούσε η πείνα;
Δυο χρόνια πριν, στις 22 Οκτώβρη του 2014 το αμφιθέατρο του 9.84 είχε γεμίσει ασφυκτικά με κόσμο που συμμετείχε στην εκδήλωση του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω για τα 70 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας. Σε αυτή είχαν μιλήσει οι Μιχάλης Λυμπεράτος, Λέανδρος Μπόλαρης, Προκόπης Παπαστράτης και Μαρία Στύλλου.
Ήταν μια εκδήλωση που έβαλε όλα αυτά τα θέματα επί τάπητος και άνοιξε την συζήτηση που συνεχίζεται σήμερα όπως έδειξε κι η εκπομπή της ΕΡΤ. Όπως είχε επισημάνει τότε η Μ. Στύλλου:
«Υπάρχει ένα ερώτημα. Γιατί ο Α’ ΠΠ έκλεισε με επαναστάσεις που τελείωσαν τον πόλεμο, ενώ ο B' ΠΠ έκλεισε με ήττα των επαναστάσεων, με ήττα του απελευθερωτικού κινήματος; Προφανώς όταν έχεις να συγκρουστείς με τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, έχεις την προσπάθειά τους να μην αφήσουν μέχρι τελευταίας ρανίδας να γίνει η απελευθέρωση κοινωνική απελευθέρωση κι όχι απλά εθνικοαπελευθερωτική, αντιφασιστική κλπ. Μπορούσε όμως η αριστερά να αντιμετωπίσει αυτή την περίοδο με την ίδια στρατηγική που την είχε αντιμετωπίσει η επαναστατική αριστερά στον Α’ ΠΠ, η Ρόζα, ο Τρότσκι, ο Λένιν, ο Γκράμσι; Η απάντηση είναι ναι.
Πουλιόπουλος
Ο Παντελής Πουλιόπουλος έγραψε το βιβλίο του “Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα” το 1934, τότε που υπήρχε η μεγάλη στροφή των κομμουνιστικών κομμάτων από τη σοσιαλιστική προοπτική και στρατηγική στην αστικοδημοκρατική. Ο Πουλιόπουλος λέει ότι αν φας τη σοσιαλιστική προοπτική, ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία, αλλά χρειάζεται ν’ ανοίξουμε συμμαχίες με τα αστικά κόμματα, αυτό θα σε οδηγήσει σε αυτό που θυμίζει την αφίσα του Μάη του 1968 με το δάχτυλο που μπαίνει σε δύο γρανάζια και τελικά το ρουφάνε, δηλαδή το συμβιβασμό. Κοιτάξτε που οδήγησε. Χάθηκε η εξέγερση της Θεσσαλονίκης του 1936. Ήρθε ο Μεταξάς και ο φασισμός στην Ελλάδα. Και μπήκε το ΚΚ στη μάχη για την Αντίσταση απροετοίμαστο στρατηγικά απέναντι και στην αστική τάξη και στο στρατόπεδο των Αγγλοαμερικάνων».