«Το ανώτατο όργανο ελέγχου στο εργοστάσιο είναι το Εργατικό Συμβούλιο που εκλέγεται δημοκρατικά από τους εργάτες. Ο διευθυντής εκλέγεται από το Εργατικό Συμβούλιο. Αυτή η εκλογή θα γίνεται μετά από μια ανοιχτή γενική συνέλευση που θα καλεί η εκτελεστική επιτροπή. Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος στο Εργατικό Συμβούλιο για κάθε ζήτημα που αφορά το εργοστάσιο».
Το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε άνετα να προέρχεται από κάποιο κείμενο απόφασης των συνδιασκέψεων που έκαναν οι εργοστασιακές επιτροπές της Πετρούπολης στην επαναστατημένη Ρωσία του 1917. Όμως, δεν γράφτηκε το 1917 αλλά το 1956 στην επαναστατημένη Ουγγαρία. Συγκεκριμένα, είναι τμήμα της διακήρυξης που έβγαλαν αντιπρόσωποι από δεκάδες εργοστάσια της Βουδαπέστης στις 31 Οκτώβρη. Εκείνη τη μέρα η Ουγγρική Επανάσταση συμπλήρωνε μια βδομάδα.
Ξεκίνησε στις 23 Οκτώβρη με μια γιγάντια διαδήλωση. Η πρωτοβουλία γι’ αυτή τη διαδήλωση είχε ξεκινήσει από τους φοιτητές και την ένωση συγγραφέων μια μόλις μέρα πριν. Θα γινόταν για συμπαράσταση στους Πολωνούς εργάτες και φοιτητές. Τις προηγούμενες μέρες ο Χρουστσόφ, ο ηγέτης της Ρωσίας, είχε απειλήσει με στρατιωτική επέμβαση το πολωνικό «κομμουνιστικό» καθεστώς.
Στο κάλεσμα των φοιτητών ανταποκρίθηκαν οι εργάτες. Ένα τεράστιο πλήθος κατευθύνθηκε στην πλατεία που δέσποζε ένας τεράστιος ανδριάντας του Στάλιν. Οι αρχικές απόπειρες να γκρεμιστεί ήταν άκαρπες μέχρι που κατέφτασε: «μια ομάδα εργατών με σκάλες, συρματόσχοινα και οξυγονοκολλήσεις και άρχισε να κόβει το άγαλμα στο ύψος των γονάτων. Τελικά έπεσε… Μέσα σε λίγες στιγμές το πλήθος άρχιζε να το κομματιάζει και να παίρνει κομμάτια σαν σουβενίρ. Μέσα σε κραυγές χαράς το κεφάλι σύρθηκε στους δρόμους μέχρι το Εθνικό Θέατρο. Τη νύχτα το μόνο που είχε απομείνει στο βάθρο ήταν οι μπρούτζινες μπότες του Στάλιν που έφταναν στο ύψος ενός ανθρώπου». (Simon Hall, 1956 The World in Revolt, σελ. 301).
Ταυτόχρονα, πλήθη πολιορκούσαν το κτίριο της ραδιοφωνίας απαιτώντας να διαβαστεί το ψήφισμα της συγκέντρωσης. Εκεί βρέθηκαν αντιμέτωπα με τους ασφαλίτες της AVH, δηλαδή του σώματος κρατικής ασφάλειας (διέθετε τις δικές της στρατιωτικές μονάδες). Μετά τα δακρυγόνα, ήρθαν οι ξιφολόγχες και οι σφαίρες. Και μέσα σε λίγες ώρες η Βουδαπέστη είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης.
Τα ρωσικά τανκς βγήκαν στους δρόμους να καταστείλουν την «αντεπανάσταση». Η επέμβαση ήταν βιαστική και κακά οργανωμένη. Όμως το σημαντικότερο ήταν ότι οι Ρώσοι διοικητές περίμεναν ότι θα αντιμετωπίσουν ένα όχλο που θα διαλυόταν με τις πρώτες ριπές και βρέθηκαν μπροστά σε ένα γενικό ξεσηκωμό.
Τμήματα του στρατού και της αστυνομίας είχαν αρνηθεί νωρίτερα να χτυπήσουν τους διαδηλωτές και τώρα άρχισαν να δίνουν τα όπλα τους στον κόσμο που ήθελε να συγκρουστεί. Οι αυτοσχέδιες ομάδες που ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν τα ρωσικά τανκς σχηματίζονταν κυρίως από νέους εργάτες και έφηβους. Το βασικό τους όπλο ήταν τα μπουκάλια γεμάτα με βενζίνη –τις γνωστές μας «μολότοφ».
Ο γραμματέας του ΚΚ της Ουγγαρίας, ο Ερνο Γκέρο είχε βγει νωρίτερα στο ραδιόφωνο να καταγγείλει την «φασιστική αντεπανάσταση» και να δηλώσει ότι το καθεστώς του θα «υπερασπίσει την εργατική τάξη». Βέβαια, η εργατική τάξη διαδήλωνε και απεργούσε ενάντια στο καθεστώς που ισχυριζόταν ότι την έκφραζε.
Η ηγεσία του ΚΚ αντικατέστησε βιαστικά τον Γκέρο με τον Ίμρε Νάγκι. Ήταν παλιό στέλεχος του ΚΚ Ουγγαρίας και είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Μόσχα όπου είχε εφαρμόσει υπάκουα όλες τις πολιτικές του Στάλιν. Όμως, το 1953 ο Στάλιν πέθανε και στην Ρωσία είχαν αρχίσει οι καυγάδες ανάμεσα στις πτέρυγες της άρχουσας τάξης.
Αυτοί οι καυγάδες επεκτείνονταν και στα καθεστώτα που είχε στήσει η Ρωσική γραφειοκρατία στην ανατολική Ευρώπη. Ο Νάγκι είχε κάνει πρωθυπουργός το 1954-55 προσπαθώντας να εφαρμόσει κάποιες ανώδυνες μεταρρυθμίσεις που θα εκτόνωναν την εργατική δυσαρέσκεια. Καθαιρέθηκε από τους «σκληρούς». Τώρα βρέθηκε ξανά στην ηγεσία και διαπραγματευόταν με τους Ρώσους. Όμως, η πραγματική εξουσία βρισκόταν αλλού: στους δρόμους και τα εργοστάσια.
Συμβούλια
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός της επανάστασης ήταν η εμφάνιση χιλιάδων επαναστατικών επιτροπών και συμβουλίων που ανέλαβαν ουσιαστικά την εξουσία σε όλες τις πόλεις και τα βιομηχανικά κέντρα της Ουγγαρίας. Για παράδειγμα, το συμβούλιο της Ούπεστ στη Βουδαπέστη, συγκροτήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Οκτώβρη όταν οι εργάτες της περιοχής κατέλαβαν το τοπικό δημαρχείο.
Συγκρότησε επιτροπές για την περιφρούρηση κρατουμένων (διευθυντών, ασφαλιτών κλπ) πολιτοφυλακή, επιτροπή για τον εφοδιασμό, μια άλλη για την έκδοση προκηρύξεων και εφημερίδων, μια επιτροπή σύνδεσης με τις εργοστασιακές επιτροπές της περιοχής και τα άλλα συμβούλια, ακόμα και μια για τον συντονισμό με το συμβούλιο που είχε αναλάβει το λιμενικό του Δούναβη.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το συμβούλιο του εργοστασίου Egyesült Izzó στην ίδια περιοχή, με δέκα χιλιάδες εργάτες. Συγκροτήθηκε κι αυτό στις 24 του μηνός, αποτελούνταν από 71 μέλη και στις 27 Οκτώβρη ανακοίνωσε ότι έχει πάρει υπό τον έλεγχό του το εργοστάσιο. Τα πρώτα μέτρα ήταν η απόλυση της διεύθυνσης, το κάψιμο των φακέλων του προσωπικού, η κατάργηση της αμοιβής με το κομμάτι και η αύξηση των μισθών. Ο Λάγιος Γκαράι, ένα από τα μέλη του συμβουλίου εξηγούσε: «Τέλειωσε πια η εποχή που τα αφεντικά αποφάσιζαν για τη δική μας μοίρα».
Ο Πίτερ Φράιερ, ήταν δημοσιογράφος της εφημερίδας Ντέιλι Γουόρκερ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βρετανίας και βρέθηκε στην Ουγγαρία στα τέλη Οκτώβρη. Στις ανταποκρίσεις του που του κόστισαν τη διαγραφή από το κόμμα του, έγραφε για αυτά τα συμβούλια:
«Λόγω της αυθόρμητης γέννησής τους, της σύνθεσής τους, της αίσθησης ευθύνης, της αποτελεσματικής οργάνωσης στον εφοδιασμό και στην τήρηση της τάξης, της σοφίας με την οποία χειρίστηκαν τα ρωσικά στρατεύματα, και πολύ περισσότερο, λόγω της εντυπωσιακής ομοιότητας με τα συμβούλια των εργατών, αγροτών και φαντάρων στην Ρωσία των επαναστάσεων του 1905 και του Φλεβάρη του 1917, αυτές οι επιτροπές, το δίκτυο των οποίων απλώθηκε σε όλη την Ουγγαρία, ήταν ιδιαιτέρως ομοιογενείς. Ήταν ταυτόχρονα όργανα της εξέγερσης - η συσπείρωση αντιπροσώπων εκλεγμένων στα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια, τα ορυχεία και τις στρατιωτικές μονάδες- και όργανα λαϊκής αυτοκυβέρνησης που εμπιστεύονταν ο ένοπλος λαός». (Π. Φράιερ, Η Ουγγρική Τραγωδία, σελ. 50-51)
Καταστολή
Στην Ουγγαρία εκείνες τις μέρες έμπαινε το ζήτημα αν τα εργατικά συμβούλια θα έπαιρναν την εξουσία, για πρώτη φορά στην Ευρώπη από το 1917. Βέβαια στις γραμμές τους και γενικότερα ανάμεσα στους επαναστατημένους υπήρχαν κάθε λογής απόψεις για την κοινωνία που έπρεπε να χτιστεί. Όμως, υπήρχαν δυο κοινές παραδοχές. Τα ρωσικά στρατεύματα έπρεπε να φύγουν από τη χώρα, κι η Ουγγαρία να σταματήσει να είναι «δορυφόρος» της Ρωσίας. Η άλλη παραδοχή ήταν ότι οι παλιοί καπιταλιστές και γαιοκτήμονες δεν είχαν θέση στη νέα Ουγγαρία.
Τα αιτήματα των εργατών και η δυναμική της οργάνωσής τους πήγαιναν πολύ παραπέρα από κει που ήθελαν να πάνε ο Νάγκι και οι «μεταρρυθμιστές» του. Στις πρώτες μέρες του Νοέμβρη η κυβέρνησή του έκανε προσπάθειες να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Όμως, για τον Χρουστσόφ και την ρωσική άρχουσα τάξη δεν υπήρχαν περιθώρια χρόνου. Η επανάσταση στην Ουγγαρία έδινε το «κακό παράδειγμα» στο εργατικό κίνημα στην Πολωνία που δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα και στους εργάτες των υπόλοιπων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Γι’ αυτό στις 4 Νοέμβρη ξεκίνησε η δεύτερη φάση της ρωσικής επέμβασης, η «επιχείρηση τυφώνας». Ο ρωσικός στρατός έφερνε μαζί του μια «εργατο-αγροτική κυβέρνηση» με επικεφαλής τον Γιάνος Κάνταρ που ήταν υπουργός του Νάγκι αλλά τα είχε βρει με τους Ρώσους. Η ένοπλη αντίσταση ήταν σκληρή σε πολλά σημεία, με εκατοντάδες νεκρούς.
Η Γενική Απεργία συνεχίστηκε μέχρι τις 15 του Νοέμβρη. Οι εργάτες στο Τσέπελ της Βουδαπέστης έβγαλαν μια αφίσα που ειρωνευόταν τη ρωσική προπαγάνδα: «Οι 40.000 αριστοκράτες και βιομήχανοι του Τσέπελ συνεχίζουν την απεργία». Ίσως δεν ήταν τυχαίο ότι από το 1919 κιόλας αυτή η συνοικία (ένα νησάκι στο Δούναβη) είχε τη φήμη του “Vörös Csepel”, «Κόκκινου Τσέπελ».
Η αντοχή της εργατικής οργάνωσης ήταν εντυπωσιακή. Εκείνες τις μέρες, στις αρχές του Νοέμβρη συγκροτήθηκε το Κεντρικό Εργατικό Συμβούλιο της Μείζονος Βουδαπέστης (ΚΜΤ). Όταν στις 21 Νοέμβρη προσπάθησε να συγκροτήσει ένα Πανεθνικό Εργατικό Συμβούλιο, τα ρωσικά τανκς περικύκλωσαν το γήπεδο που θα γινόταν η συνέλευση. Η απάντηση ήταν μια διήμερη γενική απεργία που παρέλυσε τα πάντα.
Όταν η κυβέρνηση Κάνταρ ανασυγκρότησε το κατασταλτικό μηχανισμό της, πέρασε στην επίθεση. Τον Δεκέμβρη άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις των ηγετών των εργατικών συμβουλίων. Στις 8 Δεκέμβρη μονάδες του ρωσικού στρατού και τις AVH άνοιξαν πυρ σε μια διαδήλωση ανθρακωρύχων στην πόλη Σαλγκονταριάν στα βορειοανατολικά της Βουδαπέστης. Ο απολογισμός ήταν 52 νεκροί και 150 τραυματίες.
Η γενική απεργία που κάλεσε το ΚΜΤ στις 11-12 Δεκέμβρη ήταν απόλυτα πετυχημένη, αλλά θα ήταν και η τελευταία: τα μέλη του είχαν ήδη συλληφθεί. Στις 5 Γενάρη η «εργατο-αγροτική κυβέρνηση» ανακοίνωσε ότι επιβάλλεται η ποινή θανάτου σε όποιον αρνηθεί να «επιστρέψει στη δουλειά»…
Σε Ανατολή και Δύση
Η ουγγρική επανάσταση ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός. Η ουγγρική επανάσταση όμως έδειξε τη δύναμη που έχει η εργατική τάξη να παλεύει, να αλλάζει την κοινωνία και στην πορεία τον ίδιο της τον εαυτό.
Ταυτόχρονα έδωσε ένα σκληρό χτύπημα σε δυο μύθους. Ο πρώτος ήταν αυτός που καλλιεργούσαν οι άρχουσες τάξεις της Δύσης. Ότι δηλαδή η δική τους πλευρά στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν ο «ελεύθερος κόσμος» και πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» οι «μάζες» είχαν υποστεί πλύση εγκεφάλου και ήταν ανίκανες να απελευθερώσουν τον εαυτό τους. Τον Δεκέμβρη του 1953 μια έκθεση της CIA για την Ουγγαρία ισχυριζόταν ότι «ο πληθυσμός δεν διαθέτει, ούτε θα αποκτήσει στο μέλλον, την ικανότητα ενεργητικής αντίστασης στο παρόν καθεστώς».
Όμως, η Ουγγρική Επανάσταση ήταν σκληρό πλήγμα και στον ισχυρισμό αυτών που κυβερνούσαν το ανατολικό μπλοκ ότι τάχα έχτιζαν τον σοσιαλισμό. Δεν υπάρχει σοσιαλισμός ούτε εργατικό κράτος χωρίς την εργατική τάξη να έχει την εξουσία. Αυτό που χτιζόταν στην Ρωσία από τη δεκαετία του ’30 ήταν ο κρατικός καπιταλισμός όχι ο σοσιαλισμός.
Ο Καρλ Μαρξ είχε γράψει στο Κεφάλαιο ότι ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνία που την καθαρίζει η κούρσα «της συσσώρευσης για χάρη της συσσώρευσης». Το ίδιο ίσχυε για τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού. Η πίεση αυτής της κούρσας, που στη δεκαετία του ’50 σήμαινε εντατικοποίηση, καταπίεση, και συμπίεση του βιοτικού επιπέδου ήταν οι παράγοντες που φούντωσαν την αγανάκτηση των εργατών στην Ουγγαρία.
Η κληρονομιά του 1956 είναι ζωντανή και απολύτως αναγκαία για την Αριστερά του 21ου αιώνα. Είναι το σύμβολο της επαναστατικής παράδοσης που λέει ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας.