Πολιτισμός
So long, Λέοναρντ…

Ο Λέοναρντ Κοέν τραγουδάει σε κατειλημμένη σχολή στη Ρώμη το 1974.

Ο θάνατος του Λέοναρντ Κοέν στις 11 Νοέμβρη σε ηλικία 82 ετών προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. Εκατοντάδες χιλιάδες μηνύματα, εκατομμύρια προβολές στο διαδίκτυο, αποδεικνύουν πως ο ποιητής, συγγραφέας, στιχουργός, τραγουδοποιός και τραγουδιστής Λέοναρντ Κοέν αποτελούσε μια από τις πιο αγαπητές φιγούρες δημιουργών σε όλη την υφήλιο. 

 Από την αρχή της πορείας του ανάβλυζε κάτι παλιομοδίτικο. Το σκούρο σακάκι, η ρεπούμπλικα, η αργή βαριά φωνή θύμιζαν πάντα κάτι που έρχεται από το παρελθόν. Γεννημένος στο Μόντρεαλ, μεγαλωμένος σε εύπορη εβραϊκή οικογένεια ραβίνων, το Σεπτέμβρη του 1934, τέσσερις μόλις μήνες πριν τη γέννηση του Έλβις Πρίσλει, δεν ακολούθησε την ξέφρενη πορεία της έκρηξης του ροκ εντ ρολ της εποχής του. Πάντα άφηνε στον εαυτό του ένα χώρο για μια ιδιαίτερη μεταφυσική πνευματικότητα. 

Χρειάστηκε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και για λίγα χρόνια να βρει καταφύγιο στην Ύδρα της δεκαετίας του ‘60, να παρουσιάσει τις πρώτες ποιητικές συλλογές [“Τα λουλούδια του Χίτλερ” (1964) και “το αγαπημένο παιχνίδι” (1963)] αλλά και το πεζογράφημα “Υπέροχοι άκληροι” (1966) με αυτή την πρόστυχη ασέβεια που θα χαρακτήριζε και άλλους  ποιητές τη εποχής του, ποτέ όμως δεν συνδέθηκε πραγματικά με τους μπίτνικ. Αντιθέτως η ποίηση του ειρωνική, σκοτεινή, πνευματική, μεταφυσική, θύμιζε πάντα ρομαντικούς των προηγούμενων δεκαετιών. 

Ο γυρισμός του στην Αμερική τον βρίσκει να μετακομίζει για βιοποριστικούς λόγους στην Νέα Υόρκη. Γράφει καθημερινές ιστορίες, αυτοβιογραφικές ή βιωματικές. Αργός επαναλαμβανόμενος τόνος και κατανυκτικές μελωδίες. Ο Ντύλαν του λέει ότι δεν τραγουδάει, προσεύχεται. Ξέρει και να αντιστέκεται. Το 1969 ηχογραφεί τον «Παρτιζάνο», βασισμένο σε τραγούδι της γαλλικής αντίστασης ενάντια στους ναζί:

«Το πρωί ήμασταν τρεις, Και το απόγευμα είμαι μόνος, Αλλά πρέπει να συνεχίσω, Τα σύνορα είναι η φυλακή μου, Ο άνεμος, ο άνεμος φυσάει, Μέσα από τους τάφους ο άνεμος φυσάει, Η ελευθερία σύντομα θα έρθει, Και τότε εμείς θα έρθουμε από τις σκιές».

Μετά από απουσία χρόνων ο Κοέν βγαίνει και ο ίδιος από τη σκιά το 1984  με το άλμπουμ του “Dance me to the end of love”. Το ομώνυμο τραγούδι γραμμένο για το εβραϊκό κουαρτέτο εγχόρδων που έπαιζε για να μην ακούν οι ναζί αξιωματικοί τις φωνές των χιλιάδων που δολοφονούνταν στα διπλανά κρεματόρια, γίνεται ύμνος για την αγάπη και τον έρωτα. Είναι εκείνη η περίοδος που σε ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια τουρ τραγουδάει μπροστά σε χιλιάδες Πολωνούς το “Partizan song” μετατρέποντας το στον ύμνο του αντικαθεστωτικού κινήματος “Αλληλεγγύη” (Solidarnosc).

Το 1988, στα είκοσι χρόνια από το Μάη του 1968 θα τραγουδήσει: 

«Με καταδίκασαν σε είκοσι χρόνια πλήξης,  Γιατί προσπαθούσα να αλλάξω το σύστημα από μέσα,  Έρχομαι τώρα, έρχομαι να τους ανταμείψω, Πρώτα παίρνουμε το Μανχάταν, έπειτα παίρνουμε το Βερολίνο».

Οι επόμενες δεκαετίες θα είναι δεκαετίες δημιουργικής έκρηξης και αναγνώρισης. Ακόμα και όταν διαγνώστηκε με καρκίνο αποφάσισε να εντείνει την δημιουργική του δράση για να “ξεπεράσει το φόβο”. “Ψάχνω να καταλάβω τι είναι το σημαντικό που έχω να πω. Καταλαβαίνω πως με αυτές τις καθημερινές ιστορίες της αγάπης και της φρίκης απλά μιλάω για όλους, γίνομαι η φωνή τους”, εξηγεί.

Η εικόνα ενός ευαίσθητου και ειλικρινή ποιητή που προσπαθεί να εκφράσει τους πιο βαθιούς του φόβους, μελαγχολίες και λαχτάρες. Οι ασυνείδητες και όμως πραγματικές, εσωτερικές και όμως πανανθρώπινες και σίγουρα τόσο αμφίθυμες  ενατενίσεις της ζωής και της καθημερινότητας, τον έκαναν να φαντάζει όχι σαν σταρ αλλά σαν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο άγνωστος φίλος για εκατομμύρια ακροατές και αναγνώστες σε όλο τον πλανήτη. 

Γι' αυτό και όταν την προηγούμενη Παρασκευή 11/11 σήκωσε την ρεπούμπλικα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε τραγουδώντας τους στίχους από το “Leaving the table”, το αγαπημένο του τραγούδι στο τελευταίο του δίσκο “You want it darker”, που κυκλοφόρησε λίγους μόλις μήνες πριν πεθάνει, οι θεατές σε όλο τον κόσμο τον χειροκρότησαν με δάκρυα στα μάτια, γιατί για άλλη μια φορά στους στίχους του απέδωσε με την συνηθισμένη του ηρεμία τον παλιότερο φόβο του ανθρώπου, το θάνατο. 

«Δεν χρειάζομαι κάποιο λόγο για ό, τι έγινα, Έχω δικαιολογίες, αλλά είναι κουρασμένες και κουτσές, Δεν χρειάζομαι πια καμιά χάρη, Δεν έχει μείνει κανένας για να με κατηγορήσει, Αφήνω το τραπέζι, πλέον είμαι έξω από το παιχνίδι»