Ζούμε σε έναν κόσμο που καθημερινά εμφανίζονται νέες «εστίες έντασης», κρατικοί ανταγωνισμοί και πόλεμοι. Αυτή η πραγματικότητα διαψεύδει τις προβλέψεις των προηγούμενων δεκαετιών ότι όλα αυτά έχουν γίνει παρελθόν στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Αν υπάρχουν, λέγανε και λένε αυτές οι απόψεις, αυτό οφείλεται σε παράγοντες εξωγενείς ως προς τη λογική του συστήματος: την αναβίωση της θρησκείας, την επιβίωση του εθνικισμού, τις μηχανορραφίες πολιτικών ή τις συνωμοσίες επιχειρηματιών.
Ο Λένιν βρέθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπίσει παρόμοιες αντιλήψεις στην αριστερά της εποχής του. Εκατό χρόνια πριν, το 1916, έγραφε το βιβλίο Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διένυε τη δεύτερη χρονιά του και ήδη είχε κοστίσει εκατομμύρια νεκρούς και απίστευτες στερήσεις.
Πώς έγινε δυνατή μια τέτοια καταστροφή; Φταίγανε οι δυναστικές φιλοδοξίες και οι λάθος υπολογισμοί αυτών που πήραν τις αποφάσεις; Ο Λένιν στο βιβλίο του και σε όλα τα κείμενά του εκείνης της περιόδου επιμένει ότι τον πόλεμο τον γέννησε ο ίδιος ο καπιταλισμός, και όχι κάποιοι παράγοντες έξω από αυτόν.
Ο πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί χρόνια, με κούρσες εξοπλισμών, γιγάντωση των στρατών, όξυνση των ανταγωνισμών για αποικίες και «σφαίρες επιρροής». Αυτή η νέα περίοδος, ο ιμπεριαλισμός όπως επικράτησε τότε να ονομάζεται, είχε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με τους κρατικούς ανταγωνισμούς του παρελθόντος. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε διαμορφωθεί ένα σύστημα «αυτοκρατοριών» σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία. Το σύστημα καθορίζεται από «τον ανταγωνισμό μερικών ιμπεριαλισμών».
Το υπόβαθρο αυτής της αλλαγής ήταν το πέρασμα του συστήματος σε μια νέα φάση: από τον καπιταλισμό του «ελεύθερου ανταγωνισμού» στον καπιταλισμό των μονοπωλίων. Πλέον οι «εθνικές» οικονομίες κυριαρχούνται από γιγάντιες επιχειρήσεις, που αναζητούν κέρδη στις διεθνείς αγορές, πότε με συνεργασίες πότε με σκληρές κόντρες.
Οι απολογητές του καπιταλισμού πάντοτε υποστήριζαν ότι ο ανταγωνισμός διεξάγεται με «καθαρά οικονομικά» μέσα. Ο πιο «καινοτόμος» ή «καπάτσος» μπορεί να ρίξει τις τιμές και η «αγορά» θα ανταποκριθεί αυτόματα στο σύστημα Στην πραγματικότητα όλες οι μέθοδοι χρησιμοποιούνται σε αυτή την ανταγωνιστική κούρσα. Καμιά μεγάλη πολυεθνική δεν βασίζεται απλά στην ικανότητα να παράγει φτηνά προϊόντα.
Οι τρικλοποδιές «οικονομικές» και «εξωοικονομικές» δεν έχουν τελειωμό. Ο Λένιν απαριθμεί κάποιες από αυτές: «Στέρηση πρώτων υλών, στέρηση εφοδιασμού, αποκλεισμός από την αγορά κατανάλωσης, συμφωνία με τον αγοραστή να έχει εμπορικές σχέσεις αποκλειστικά με τα καρτέλ, σχεδιασμένη μείωση των τιμών για την καταστροφή των ‘εξωκαρτελικών’, στέρηση της πίστωσης, κήρυξη μποϊκοτάζ».
“Δεσμοί”
Ο Λένιν θα μπορούσε να προσθέσει και τη διαφήμιση -μια σπατάλη που στις μέρες μας ξοδεύονται δισεκατομμύρια- και που είχε αρχίσει να γιγαντώνεται ακριβώς εκείνη την περίοδο. Και σε ένα άλλο σημείο επισημαίνει: «Τα μονοπώλια φέρνουν μαζί τους τις μονοπωλιακές αρχές: η εκμετάλλευση των ‘δεσμών’ για μια επικερδή συμφωνία παίρνει τη θέση του συναγωνισμού στην ανοιχτή αγορά».
Ο πιο βασικός «δεσμός» είναι με το αστικό κράτος. Οι οικονομικοί ανταγωνισμοί παίρνουν τη μορφή των κρατικών αναπόφευκτα. Κανένα κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις τη «θέση στον ήλιο» που διεκδικεί στις διεθνείς σχέσεις χωρίς την οικονομική ισχύ αυτών των μεγάλων επιχειρήσεων που του εξασφαλίζουν πόρους πχ για τις ένοπλες δυνάμεις του. Και καμιά πολυεθνική όσο ισχυρή και αν είναι δεν έχει τη δυνατότητα να διατηρεί πχ το δικό της στόλο υπερσύγχρονων αεροπλανοφόρων για να εξασφαλίζουν τα συμφέροντά της σε παγκόσμια κλίμακα.
Ένα ολόκληρο ρεύμα στην Αριστερά της εποχής που το εκπροσωπούσε ο Κ. Κάουτσκι, ο σημαντικότερος θεωρητικός της προπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας, εκτιμούσε ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να ρίξει το βάρος του στις συμμαχίες με τα ειρηνόφιλα κομμάτια του κεφαλαίου, ενάντια στους πολεμοκάπηλους. «Το σύνθημα κάθε διορατικού καπιταλιστή πρέπει να είναι: Καπιταλιστές όλων των χωρών ενωθείτε!» υποστήριζε σε ένα άρθρο που έγραψε λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου.
Αυτή ήταν η περίφημη πρόβλεψη για την έλευση του «υπεριμπεριαλισμού»· μιας διεθνούς συνεργασίας των ανεπτυγμένων καπιταλισμών για την λεηλασία της αγροτικής τους περιφέρειας. Ο Λένιν επιχειρηματολογούσε ότι η κινητήριος δύναμη του ιμπεριαλισμού δεν είναι απλά η λεηλασία της μιας ή της άλλης φτωχής χώρας, αλλά η ίδια η λογική του ανταγωνισμού στην «καρδιά» του συστήματος.
Τα πολιτικά του συμπεράσματα ήταν επίσης πολύ διαφορετικά. Καμιά εμπιστοσύνη στις «ειρηνευτικές λύσεις» και τα παζάρια της «διεθνούς κοινότητας». Η απάντηση στους ανταγωνισμούς και του πολέμου είναι οι αγώνες της εργατικής τάξης, η στήριξη στους αγώνες όσων ξεσηκώνονται ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση, η επανάσταση και ο σοσιαλισμός.
Η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό είναι ζωντανή γιατί μας δίνει τα εργαλεία να ερμηνεύσουμε σωστά την σχέση ανάμεσα στην οικονομία και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Για παράδειγμα η προσπάθεια των ΗΠΑ να ελέγξουν τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής με τον πόλεμο και την κατοχή του Ιράκ το 2003 δεν είχε να κάνει με τα «στενά» συμφέροντα των αμερικάνικων πολυεθνικών του πετρελαίου. Η αμερικάνικη οικονομία δεν εξαρτιόταν άμεσα από το πετρέλαιο της Μ. Ανατολής. Όμως, η ευρωπαϊκή, η ιαπωνική και η κινέζικη εξαρτιούνται.
Ο έλεγχος της «κάνουλας» θα έδινε τη δυνατότητα στον αμερικάνικο καπιταλισμό να επιβάλλει τους όρους του π.χ στις διαπραγματεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και γενικότερα στις σχέσεις με τα άλλα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα. Σήμερα θέλει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της στρατιωτικής του ισχύος στον Ειρηνικό, ως «επιχείρημα» απέναντι στις οικονομικές και πολιτικές φιλοδοξίες της κινέζικης άρχουσας τάξης παρά την στενή σχέση ανάμεσα στις δυο οικονομίες.
Η επιμονή του Λένιν ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιμπεριαλισμοί, ότι η εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να διαλέξει πλευρά στους ανταγωνισμούς τους, είναι εξαιρετικά πολύτιμη σήμερα για να μπορεί να παίρνει τη σωστή στάση σε συγκρούσεις από την Ουκρανία μέχρι τη Μ. Ανατολή.