Ιδέες
ΛΕΝΙΝ - Οι επιλογές της νίκης: Αριστερισμός, μια “παιδική αρρώστια” και πώς θεραπεύεται

Παραμονές του Δεύτερου Συνεδρίου της τον Ιούλη του 1920, η Κομιντέρν, η Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνής που είχαν δημιουργήσει οι Μπολσεβίκοι ένα χρόνο νωρίτερα, μετέφρασε και μοίρασε σε όλους τους αντιπροσώπους τη μπροσούρα του Λένιν “Αριστερισμός – παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού”. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Για τα κομμουνιστικά κόμματα που είχαν αρχίσει να ιδρύονται από το 1918 και να συσπειρώνονται στις γραμμές της, το κείμενο αυτό αποτελούσε σχολείο τακτικής και στρατηγικής για να καταφέρουν να κερδίσουν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς είχαν προδώσει τις επαναστατικές διακηρύξεις τους ήδη από το 1914 με τη στήριξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Το μεγαλύτερο από αυτά, το γερμανικό SPD, είχε δολοφονήσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1919. Παρά τις προδοσίες και τους συμβιβασμούς τους, όμως, τα κόμματα αυτά εξακολουθούσαν να έχουν μαζική επιρροή μέσα στην οργανωμένη εργατική τάξη. Είχαν την ηγεσία στα συνδικάτα, μεγάλα κομμάτια της τάξης τα ψήφιζαν ή ήταν οργανωμένα στις γραμμές τους. Πώς μπορούσαν οι επαναστάτες να αντιμετωπίσουν αυτή την αντίφαση; Ποια έπρεπε να είναι η στρατηγική και η τακτική τους απέναντί τους;

Για μεγάλα κομμάτια επαναστατών της περιόδου η απάντηση βρισκόταν στην απόλυτη καθαρότητα. Έχοντας ως κεντρικό σύνθημα “κανένας συμβιβασμός από θέση αρχής”, υποστήριζαν ότι τα παλιά συνδικάτα ήταν “αντιδραστικά”, ο κοινοβουλευτισμός “ιστορικά ξεπερασμένος”. Οι κομμουνιστές έπρεπε να απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμαχία ή συνεργασία με τους ρεφορμιστές, να απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες, να μη συμμετέχουν στα συνδικάτα.

Εμπειρία

Οδηγός του Λένιν για να αποδείξει πόσο λάθος ήταν αυτές οι θέσεις ήταν η εμπειρία των μπολσεβίκων από το 1903 μέχρι το 1918. Εξηγούσε ότι αυτό που είναι ξεπερασμένο για τους επαναστάτες δε σημαίνει ότι είναι ξεπερασμένο για τις μάζες των εργατών. Οι επαναστάτες πρέπει να βρίσκονται και να παλεύουν εκεί που βρίσκονται οι μάζες όπως στα συνδικάτα που μαζικοποιούνταν σε όλο τον κόσμο.

Το αντίθετο, το να φοβάσαι τη δουλειά στα συνδικάτα, να την αποφεύγεις ή να προσπαθείς να την υπερπηδήσεις ήταν για το Λένιν “η πιο μεγάλη ανοησία, γιατί σημαίνει πώς φοβάσαι το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, που συνίσταται στην εκπαίδευση, στη διαφώτιση, στη διαπαιδαγώγηση και στο τράβηγμα στην καινούργια ζωή των πιο καθυστερημένων στρωμάτων και μαζών της εργατικής τάξης και της αγροτιάς”. Όπως εξηγούσε, η άρνηση παρέμβασης και συστηματικής δουλειάς στα συνδικάτα πρόσφερε την καλύτερη εξυπηρέτηση στις ηγεσίες τους. “Να μη δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών”.

Ήταν τόσο έντονη η αντίθεσή του με αυτές τις απόψεις των αριστερών κομμουνιστών που έγραφε ότι, απέναντι στις προσπάθειες των ηγεσιών των συνδικάτων να καταδιώξουν και να πετάξουν τους κομμουνιστές έξω από τα συνδικάτα, οι τελευταίοι “Πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιταχτούμε και να δεχτούμε όλες και τις κάθε λογής θυσίες κι ακόμη –σε περίπτωση ανάγκης- να χρησιμοποιήσουμε κάθε λογής τεχνάσματα, κάθε πονηριά, κάθε παράνομο τρόπο δουλειάς, να παρασιωπούμε ή να κρύβουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπούμε μέσα στα συνδικάτα, να μείνουμε σ’ αυτά, να κάνουμε μέσα σ’ αυτά με κάθε θυσία κομμουνιστική δουλειά”.

Το ίδιο υποστήριζε για τη συμμετοχή στις εκλογές και τα αστικά κοινοβούλια. Για τους επαναστάτες, έγραφε, “η δράση των μαζών -λόγου χάρη μια μεγάλη απεργία- είναι πάντοτε σπουδαιότερη από την κοινοβουλετική δράση”. Αυτό όμως καθόλου δεν απαλλάσσει τους επαναστάτες από το να χρησιμοποιούν τις εκλογές και το βήμα του αστικού κοινοβουλίου για να επικοινωνήσουν με τους εργάτες και τους καταπιεσμένους που “είναι διαποτισμένες από αστικοδημοκρατικές και κοινοβουλευτικές προκαταλήψεις”.“Οταν δεν έχεις τη δύναμη να καταργήσεις τα αστικά κοινοβούλια και κάθε άλλο τύπο αντιδραστικού θεσμού, πρέπει να δουλέψεις μέσα σε αυτά”, επεσήμανε.

Στο ερώτημα αν είναι θεμιτές συμμαχίες με άλλα κόμματα και τάσεις μέσα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, ο Λένιν εξηγούσε ότι όλη η πορεία των μπολσεβίκων ήταν γεμάτη από “περιπτώσεις ελιγμών, συμβιβασμών και συμμαχιών με άλλα κόμματα”. Η απαραίτητη πολιτική ανεξαρτησία των επαναστατών από τους ρεφορμιστές δεν πρέπει να γίνεται εμπόδιο στην κοινή δράση και τις αναγκαίες συνεργασίες. Το μοναδικό κριτήριό του κι αυτό υποστήριζε ότι πρέπει να είναι για όλους τους επαναστάτες είναι πώς αυτές οι κινήσεις “θα ανεβάζουν το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη”.

Συνολικά για τον Λένιν το βασικό ζήτημα ήταν πώς τα επαναστατικά κόμματα θα βοηθούσαν τα πλατιά κομμάτια της τάξης και των καταπιεσμένων να στραφούν στην επαναστατική προοπτική μέσα από τη δική τους πολιτική πείρα. Αυτό ήταν απαραίτητο γιατί, όπως έλεγε, την επανάσταση δεν την κάνει η πρωτοπορία της εργατικής τάξης που είναι οργανωμένη στο επαναστατικό κόμμα, αλλά η πλειοψηφία των εργατών και των καταπιεσμένων. “Η προπαγάνδα και η ζύμωση από μόνες τους δεν αρκούν για μια ολόκληρη τάξη, για τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου λαού, αυτά που τα καταπιέζει το κεφάλαιο, για να πάρουν μια σωστή θέση. Για να γίνει αυτό πρέπει οι μάζες να έχουν τη δική τους πρακτική πολιτική εμπειρία”, έγραφε.

Αντίκτυπος

Η σημασία της μπροσούρας αποτυπώθηκε στον αντίκτυπό της. “Σπάνια το διεθνές εργατικό κίνημα επηρεάστηκε τόσο πολύ από ένα τόσο σύντομο κείμενο”, γράφει ο Τόνι Κλιφ στον τρίτο τόμο της βιογραφίας του για το Λένιν, “Η επιρροή του Αριστερισμού μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτήν του Κομμουνιστικού Μανιφέστου”.

Μόνο έτσι το νεαρό γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα κατάφερε να γίνει ένα μαζικό κόμμα κερδίζοντας την αριστερή πτέρυγα του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που είχε σπάσει από το SPD στη διάρκεια του Α'ΠΠ. Ενώ ο Λένιν είχε βάλει τις βάσεις για να μπορέσουν κι άλλοι επαναστάτες να δώσουν αντίστοιχες μάχες τα επόμενα χρόνια. Ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ένας από αυτούς που λίγα χρόνια αργότερα θα κέρδιζε με τις “Θέσεις της Λυών” το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα σε αυτό τον προσανατολισμό ενάντια στη “φράξια της αποχής” (από την απόρριψη της συμμετοχής στις εκλογές) με επικεφαλής τον Αμαντέο Μπορντίγκα.

Αυτές οι επιλογές φτάνουν μέχρι σήμερα. Η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πικρή εμπειρία συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Ποια πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της επαναστατικής αριστεράς για να κερδίσει στην επαναστατική θεωρία και δράση τα κομμάτια της εργατικής τάξης που απογοητεύονται, σπάνε από το ρεφορμισμό και ψάχνουν εναλλακτική; Το τί κάνεις, αν χρειάζεται η κοινή δράση ή αρκεί η καταγγελία, αν χρειάζεται η οργανωμένη παρέμβαση μέσα στα συνδικάτα, όλα αυτά παίζουν τεράστιο ρόλο και οι απαντήσεις του Λένιν διατηρούν όλη την επικαιρότητά τους.