Αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα
Το αντιρατσιστικό κίνημα στη δεκαετία του 1990: Πώς νικήσαμε την προηγούμενη φορά

Η αφίσα που καλούσε στην πρώτη αντιρατσιστική διαδήλωση τον Ιούνη του ‘91

Η πρωτοχρονιά του 2017 πλησιάζει και χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να έχει εξασφαλίσει τα στοιχειώδη μέτρα αξιοπρεπούς διαβίωσής τους. Χιλιάδες άνθρωποι που επιβίωσαν από τους πολέμους στις χώρες καταγωγής τους και κατάφεραν να πατήσουν ζωντανοί το πόδι τους στα ελληνικά νησιά του βορειανατολικού Αιγαίου, είναι αναγκασμένοι να ζουν μέσα στις σκηνές και να στερούνται τα στοιχειώδη δικαιώματα της στέγης, της περίθαλψης, της εκπαίδευσης, της εργασίας. Την ίδια στιγμή κυβέρνηση και ΕΕ σπαταλούν  εκατομμύρια σε ανθρωποφύλακες, στρατό και αστυνομία, για να τους κρατούν φυλακισμένους. 

Και όμως δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα δέχτηκε απότομα νέους πληθυσμούς μεταναστών και προσφύγων. Λίγα χρόνια πριν, τη δεκαετία του '90, σχεδόν δεκαπλάσιος αριθμός μεταναστών από το σημερινό αριθμό, κυρίως Αλβανών, έφτασαν στην Ελλάδα. Κατάφεραν να σπάσουν τους ρατσιστικούς νόμους και την προπαγάνδα τόσο της  κυβέρνησης ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ και με σύμμαχο τα συνδικάτα, τη νεολαία και συνολικά το αντιρατσιστικό κίνημα της δεκαετίας του '90 κέρδισαν δικαιώματα, αποδεικνύοντας τη δύναμη της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, όταν παλεύει ενιαία, να πετυχαίνει νίκες.

 

 

Στην Ελλάδα η ρατσιστική πολιτική των κυβερνήσεων μπήκε σε πλήρη εφαρμογή τη δεκαετία του '90 από την κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μπαμπά του Κυριάκου. Από το Δεκέμβρη του 1990 οι πρώτοι Αλβανοί πρόσφυγες και μετανάστες που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα άρχισαν να κατεβαίνουν σιγά-σιγά τις πόλεις με στόχο οι περισσότεροι την Αθήνα. 

Η Ομόνοια και το κέντρο άρχισαν να γεμίζουν από πλήθος κόσμου που δεν είχε τίποτε άλλο από ένα πανωφόρι. “Στοιβάχτηκαν σε στρατόπεδα, κοιμόντουσταν ακόμα και σε κερκίδες γηπέδων στη Βόρεια Ελλάδα μέσα στην παγωνιά. Όσοι “τυχεροί” έφταναν στην Αθήνα διέμεναν μέσα σε γιαπιά πολυκατοικιών! Πληροφορίες εφημερίδων ανέφεραν ότι Έλληνες φρουροί στα σύνορα πυροβολούσαν στον αέρα για να εμποδίσουν  πρόσφυγες να περάσουν τα σύνορα” έγραφε το ρεπορτάζ της Εργατικής Αλληλεγγύης το Φλεβάρη του 1991.    

Την ίδια περίοδο που σε όλη την Ελλάδα εξελίσσονταν ένα τεράστιο κύμα μαθητικών καταλήψεων, απεργιών κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις και ένα  αντιπολεμικό κίνημα κόντρα στη συμμετοχή της κυβέρνησης της ΝΔ στον πόλεμο του Κόλπου, η κυβέρνηση προσπάθησε να παίξει το χαρτί του ρατσισμού προκειμένου να αποπροσανατολίσει τη οργή του κόσμου. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έβαλε σε εφαρμογή τις ρατσιστικές “σκούπες” της αστυνομίας, τα πογκρόμ και το άγριο ξύλο, ενώ με το ρατσιστικό  νόμο 1975/1991, νομοθετούνται οι βίαιες απελάσεις και εισάγεται στο λεξιλόγιο για πρώτη φορά ο όρος “λαθρομετανάστης”.  

Τον Μάη του 1991 γίνεται η πρώτη αυθόρμητη πορεία Αλβανών στην Αθήνα με σύνθημα “Ζήτω η Ελλάδα-Ζήτω η Αλβανία-Είμαστε αδέρφια”. Ένα μήνα μετά, τον Ιούνη του '91, γίνεται η πρώτη οργανωμένη διαδήλωση ενάντια στα πογκρόμ και τις απελάσεις  με συνθήματα “Έλληνες και ξένοι εργάτες ενωμένοι”, “όχι στις συλλήψεις και απελάσεις μεταναστών”, “όχι στο ρατσιστικό νομοσχέδιο”, που καλείται από ελάχιστες οργανώσεις, την ΟΣΕ, την Κίνηση για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, την ΟΚΔΕ Σπάρτακος. Παρόλο που τα συνδικάτα τάσσονταν κατά του νομοσχεδίου, δεν πήραν τότε κάποια πρωτοβουλία δράσης ακόμα και όταν ψηφίστηκε τον Οκτώβρη του '91. Έξω από τη Βουλή οργανώθηκε μια πικετοφορία ξανά από την ΟΣΕ. 

“Λαθρομετανάστες”

Πρακτικά αυτός ο νόμος δεν αναγνώριζε σε κανέναν το δικαίωμα να γίνει νόμιμος. Αυτό συνέβαινε γιατί οι κατατρεγμένοι άνθρωποι που έρχονταν κατά χιλιάδες να περάσουν τα σύνορα τα έβρισκαν κλειστά. Έτσι περνούσαν παράνομα μέσα από τα βουνά, χάνοντας πολλές φορές της ζωή τους από το κρύο. 

Αμέσως τότε χαρακτηρίζονταν παράνομοι, “λαθρομετανάστες” δεν μπορούσαν να έχουν άδεια εργασίας, δεν μπορούσαν να φέρουν τα παιδιά τους και γενικότερα να έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα. Φτιάχτηκαν ειδικά σώματα συνόρων ώστε μαζί με το στρατό να τους εμποδίζουν, συχνά πυροβολώντας και αρκετές φορές δολοφονώντας τους μετανάστες.

Η ΕΛ.ΑΣ συγκέντρωσε όλο της το δυναμικό για να κάνει σκούπες σε πόλεις και χωριά, να συλλαμβάνει κατά χιλιάδες και να τους ξαποστέλνει πίσω στις χώρες καταγωγής με τις διοικητικές απελάσεις. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι εργάζονταν μαύρα μεροκάματα μένοντας σε τρώγλες ή στην ύπαιθρο μέχρι να τους συλλάβει σε κάποια σκούπα η αστυνομία και να τους απελάσει πίσω στην Αλβανία ή τη Βουλγαρία, απ' όπου μετά από λίγο ξαναγυρνούσαν. 

Αρκετές φορές ήταν οι ίδιοι οι εργολάβοι που τους προσλαμβάνανε, που όταν τελείωνε η δουλειά φώναζαν τους μπάτσους να τους συλλάβουν και τότε έφευγαν απλήρωτοι για απέλαση. Μέχρι τον Ιούνη του 1992 σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Δημόσιας τάξης είχαν απελαθεί 167.204 Αλβανοί μετανάστες. Χιλιάδες προς απέλαση κρατούνταν στην πρώην αμερικάνικη βάση του Ελληνικού, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο ή στα αστυνομικά τμήματα. Πέντε χρόνια αργότερα είχαν καταγραφεί πάνω από ένα εκατομμύριο απελάσεις και δεκάδες δολοφονίες στα σύνορα. 

Αρχικά υπήρχαν μπερδέματα και από τη μεριά των συνδικάτων. Η ΓΣΕΕ τάσσονταν κατά των απελάσεων, ζητούσε ωστόσο άδειες εργασίας “ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας”. Μπορεί για παράδειγμα το συνδικάτο οικοδόμων να είχε καταγγείλει τις σκούπες και τα πογκρόμ της αστυνομίας στα γιαπιά της Ομόνοιας αλλά ταυτόχρονα υιοθετούσε το αίτημα να “μπει έλεγχος στους ξένους εργάτες”.

Ωστόσο το χαρτί του ρατσισμού δεν έσωσε την κυβέρνηση της ΝΔ που κατέρρευσε κάτω από τη εργατική αντίσταση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρά τις αντιρατσιστικές τις υποσχέσεις συνέχισε να εφαρμόζει το ρατσιστικό νόμο της ΝΔ. Όμως το ζήτημα της νομιμοποίησης των μεταναστών και των προσφύγων είχε αρχίσει πλέον να γίνεται υπόθεση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων. 

Το 1993 τα συνδικάτα αρχίζουν να μπαίνουν πιο θαρρετά σε αυτή τη μάχη. Οι μαθητές ξεσηκώνονται όταν φασίστες της Χρυσής Αυγής χαράσσουν αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο μαθήτριας του Πολυκλαδικό Αμπελοκήπων το Νοέμβρη του 1993. Οι φασίστες βλέποντας ότι το χαρτί του εθνικισμού για το Μακεδονικό έχει χρεοκοπήσει ξεκινάνε να παίζουν το χαρτί του ρατσισμού. Υποβοηθούνται από τα ΜΜΕ που κυριολεκτικά καθημερινά λυσσάνε για τους “Αλβανούς εγκληματίες” ενώ, σαν ειρωνεία, τότε οι Πακιστανοί εργάτες θεωρούνται από το ρατσιστικό εσμό ευγενικοί και φιλήσυχοι. 

Η ΟΛΜΕ είναι από τα πρώτα σωματεία που αρχίζουν να παίρνουν πρωτοβουλίες ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό  οργανώνοντας αντιρατσιστικές εκδηλώσεις στα σχολεία την ημέρα του Μετανάστη. Ταυτόχρονα ξεκινούν οι μάχες σε κάθε σχολείο για να μπορέσουν να γραφτούν τα παιδιά των μεταναστών χωρίς προϋποθέσεις νομιμότητας των γονιών τους. Τον Ιούνη του 1995 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάζεται να στείλει εγκύκλιο στα σχολεία σύμφωνα με την οποία "όλα τα παιδιά των μεταναστών μπορούν χωρίς προϋποθέσεις νομιμότητας των γονιών τους να εγγραφούν το νέο σχολικό έτος σε οποιοδήποτε ελληνικό σχολείο".  Το 1999 καθιερώνονται και οι τάξεις υποδοχής. Μέσα από αυτές τις μάχες ο αριθμός των μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού αυξήθηκε από 1,62% το 1991 σε περίπου 7% το 2001 και περίπου 9% το 2011.

Την ίδια περίπου περίοδο οι μετανάστες αρχίζουν και εντάσσονται στα σωματεία, παλεύοντας για τα δικαιώματά τους και αναγκάζοντας τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να παλέψουν το ρατσισμό και τις διακρίσεις.  Στο εργοστάσιο ιματισμού Αλεξάντερ Φάσιον στην Κω, εκλέγονται 4 μετανάστες από τις Φιλιππίνες στο ΔΣ του σωματείου. Ξεκινούν αγώνα ενάντια στις απολύσεις με τη συμπαράσταση του τοπικού Εργατικού Κέντρου. Τον Ιούλη του '95 θα βρεθούν έξω από το υπουργείο Εργασίας πλάι πλάι με τους εργάτες του εργοστασίου της Σεξαπίλ ενάντια στις απολύσεις.  

Το σωματείο του νοσοκομείου στο Διδυμότειχο έβγαλε απόφαση που καλούσε τη ΓΣΕΕ και άλλα συνδικάτα να συγκεντρώσουν χρήματα για να αγοράσουν τεχνητά μέλη σε μετανάστες που τραυματίζονταν στα ναρκοπέδια του Έβρου. Και ενώ οι δολοφονίες στα σύνορα συνεχίζονταν, ο Παπαθεμελής, υπουργός δημόσιας τάξης του ΠΑΣΟΚ, φρόντισε να αναβαθμίσει τη φύλαξη των συνόρων με νέο νόμο που δημιουργεί “Σώμα Συνορικών Φυλάκων” λέγοντας “δεν είναι ντροπή να δολοφονούμε μερικούς στα σύνορα”. Όμως η διαφορά με το '90-'91 είναι ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είχαν αρχίσει να εντάσσονται μέσα στην κοινωνία και τα αιτήματά τους αρχίζουν να γίνονται αιτήματα που υπερασπίζεται η πλειοψηφία του κόσμου. 

Νομιμοποίηση

Τον Γενάρη του '95 η Διοίκηση της ΓΣΕΕ στις προτάσεις που ανακοίνωσε για τους ξένους εργάτες στην Ελλάδα εντάσσει για πρώτη φορά στα αιτήματά της το αίτημα της νομιμοποίησης των “παράνομων” μεταναστών.  Η κόντρα με το ρατσισμό γενικά γίνεται υπόθεση των συνδικάτων. Το Μάρτη του 1996 η ΓΣΕΕ, η ΟΤΟΕ, η ΕΙΝΑΠ και το Εργατικό Κέντρο Πειραιά οργανώνουν συναυλία διαμαρτυρίας  στα Άνω Λιόσια ενάντια στις επιθέσεις της αστυνομίας στους καταυλισμούς των τσιγγάνων. Στις 8 Μάρτη της ίδιας χρονιάς μετανάστριες από τις Φιλιππίνες γιορτάζουν αγωνιστικά την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας σε διαδήλωση που κάλεσε η ΓΣΕΕ. 

Μετά από ένα τεράστιο κίνημα αντιρατσιστικών αγώνων, όπου τα συνδικάτα βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, η κυβέρνηση αναγκάζεται  διαδοχικά να περάσει προεδρικά διατάγματα, να ψηφίσει νομοσχέδιο και τελικά το Γενάρη του 1998 να ξεκινήσει τη διαδικασία νομιμοποίησης με τη χορήγηση πράσινης κάρτας. Από την άλλη, η κυβέρνηση Σημίτη προσαρμόζεται πλήρως στη ρατσιστική πολιτική της Ευρώπης φρούριο. Η Συμφωνία Σένγκεν επικυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο το 1997. Πρόκειται για τη συνθήκη που δημιούργησε την πολιτική των κλειστών συνόρων, αποκλείοντας τα εκατομμύρια των ανθρώπων από την Ανατολική Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Αυτή η πολιτική συνοδεύτηκε με μία σειρά  ρατσιστικά επιχειρήματα για τον κινδύνους που διατρέχει η πολιτισμένη Ευρώπη από τους λαούς της Ασίας και της Αφρικής. 

 
 
 

Δύναμή μας η ενότητα

Το 1998, μαζί με την έναρξη της διαδικασίας νομιμοποίησης ξεκινά και η διαδικασία υπονόμευσής της αφού χιλιάδες μετανάστες αναγκάζονται να στήνονται στις ουρές στον ΟΑΕΔ, στα νοσοκομεία, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης για να μαζέψουν τα χαρτιά και να αντεπεξέλθουν στις προϋποθέσεις και τις προθεσμίες του νόμου. Ένα τεράστιο κομμάτι μεταναστών δεν μπορεί καν να ενταχθεί στο νόμο αφού δεν μπορεί να καλύψει τις προϋποθέσεις των ενσήμων. 

Τα συνδικάτα οργανώνουν εκείνη τη χρονιά κινητοποιήσεις ενάντια στις προϋποθέσεις που λειτουργούν ως εμπόδιο στη νομιμοποίηση. Την Πρωτομαγιά του 1998 η συγκέντρωση της ΓΣΕΕ είναι αφιερωμένη στους μετανάστες, ενώ μετανάστες από την Αλβανία και τη Νιγηρία μιλάνε από το μικρόφωνο της συγκέντρωσης ζητώντας νομιμοποίηση. Μέσα σε αυτό το κλίμα η πρόκληση της Χρυσής Αυγής να κάνει το απόγευμα της πρωτομαγιάς συγκέντρωση στο Άγαλμα Κολοκοτρώνη με Σύνθημα “έξω οι ξένοι” πέφτει στο κενό αφού ακυρώνεται από από χιλιάδες αντιφασίστες που συγκεντρώνονται στο ίδιο σημείο. 

Λίγες μέρες αργότερα στις 19 Μάη, χιλιάδες ντόπιοι και μετανάστες διαδηλώνουν στο κέντρο της Αθήνας διεκδικώντας νομιμοποίηση μετά από κάλεσμα των ΓΣΕΕ-ΕΚΑ-ΟΛΜΕ. Είχε προηγηθεί μία οργισμένη διαδήλωση 1000 περίπου Νιγηριανών από την Ομόνοια μέχρι το Περιστέρι όπου είχε δολοφονηθεί ο μικροπωλητής Ούτσε Ογκμπουέφι. Το Γενάρη του 1999 γιορτάστηκε η αντιρατσιστική παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην πλατεία Κουμουνδούρου μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί εκεί. 

Η κυβέρνηση Σημίτη μετά την υποτίμηση της δραχμής προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι οι μετανάστες και ιδιαίτερα οι Αλβανοί φταίνε για την εγκληματικότητα και την ανεργία. Οι απελάσεις όσων δεν έχουν κάνει αίτηση ή δεν εξασφαλίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις κλιμακώνονται. Σε διάφορα χωριά η ΕΛΑΣ προσπαθεί να επιβάλει ακόμα και απαγορεύσεις στην κυκλοφορία μεταναστών. Με την ανάληψη του υπουργείου Δημόσιας Τάξης από τον Χρυσοχοϊδη αναβαθμίζεται η αστυνομία και ανακοινώνονται χιλιάδες προσλήψεις αστυνομικών “Συνοριακού Σώματος”.

Αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές το καλοκαίρι του 1999 η κυβέρνηση κάνει μία ακόμα δεξιά στροφή προχωρώντας ακόμα και σε ανοιχτό πογκρόμ μεταναστών, φτάνοντας σε πρακτικές που θυμίζουν πρακτικές της Δεξιάς στον Εμφύλιο. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Χρυσοχοϊδης είναι ο πρώτος που υιοθέτησε τη “μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση” , εξήγγειλε το πρόγραμμα «Ασφαλείς πόλεις» με σκοπό την “πάταξη της μικροεγκληματικότητας”. Στην πράξη αυτό σήμαινε αθρόες προσαγωγές όποιων θεωρούνταν «ύποπτοι». Χιλιάδες μπάτσοι και άντρες των ΜΑΤ συλλαμβάνουν μετανάστες -την ώρα που πήγαιναν στη δουλειά τους- και τους συγκεντρώνουν σε γήπεδα μέσα στην Αθήνα. Μία σειρά αστυνομικοί δολοφόνησαν μετανάστες γιατί δήθεν βρέθηκαν σε άμυνα ή λόγω “τυχαίας εκπυρσοκρότησης”. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής ήταν η δολοφονία στη Θεσσαλονίκη ενός σέρβου μαθητή από αστυνομικό. 

Αποθρασυμένος από αυτή την πολιτική της κυβέρνησης ο φασίστας Καζάκος δολοφόνησε εν ψυχρώ τρεις μετανάστες και τραυμάτισε άλλους οκτώ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ρατσιστικό έγκλημα εκείνης της δεκαετίας. Στις 26 Οκτώβρη του 1999 χιλιάδες άνθρωποι έκφρασαν την οργή τους.

Νοσοκομεία

Τη δεκαετία του 2000 οι μετανάστες αποτελούν το κυρίως εργατικό δυναμικό για τα έργα και την “ανάπτυξη” ενόψει της Ολυμπιάδας του 2004. Όμως συνεχίζουν να είναι τα θύματα της ρατσιστικής προπαγάνδας που τους θεωρεί υπεύθυνους για την εγκληματικότητα και την ανεργία. 

Ο υπουργός Υγείας Α. Παπαδόπουλος στέλνει το καλοκαίρι εγκύκλιο προς τα δημόσια νοσοκομεία και το ΕΚΑΒ, που αναφέρει ότι οι μετανάστες οι οποίοι βρίσκονται “παράνομα στην Ελλάδα περιθάλπονται δωρεάν στα δημόσια νοσοκομεία μόνο σε περιπτώσεις «επείγοντος περιστατικού», ενώ το νοσοκομείο υποχρεούται να ειδοποιεί άμεσα τις κατά τόπους υπεύθυνες αστυνομικές υπηρεσίες για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες”. Οι γιατροί αρνούνται να εφαρμόσουν την εγκύκλιο ενώ τα συνδικάτα στο χώρο της υγείας απαντούν με κινητοποιήσεις διεκδικώντας αύξηση της χρηματοδότησης για το ΕΣΥ και “δωρεάν Υγεία για όλο το λαό για κάθε μετανάστη και ανασφάλιστο”. 

Παρά την προπαγάνδα της κυβέρνησης ότι οι μετανάστες φέρνουν εγκληματικότητα και επιβαρύνουν την οικονομία, η ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ το έτος 2000 για την οικονομία συμπέραινε: “Κατά την τελευταία δεκαετία, η μετανάστευση συνέβαλε κατά ένα ποσοστό που μπορεί να φτάνει το 35-40% στην αύξηση του δυναμικού των μισθωτών στην Ελλάδα, επηρεάζοντας προφανώς με θετικό τρόπο τις γενικότερες μικροοικονομικές εξελίξεις. Οι μετανάστες αυξάνουν την απασχόληση και τα εισοδήματα. Η εργασία των μεταναστών δημιουργεί θέσεις εργασίας για Έλληνες οι οποίες είναι περισσότερες από αυτές που μετατοπίζει. Καμιά μελέτη δεν έχει αποδείξει ότι η εργασία των μεταναστών, ευθύνεται έστω και εν μέρει για την ανεργία στην Ελλάδα”. 

Η απογραφή του πληθυσμού το 2001 απέδειξε στη πράξη ότι το κίνημα που όλη της δεκαετία του '90 υποστήριζε ότι χωράνε όλοι είχε απόλυτο δίκιο. Για πρώτη φορά καταγράφηκε ότι αν δεν υπήρχε η ροή των μεταναστών στην Ελλάδα, θα υπήρχε μείωση του ντόπιου πληθυσμού αφού οι θάνατοι ξεπερνούσαν τις γεννήσεις. Η μεγάλη μάχη του ασφαλιστικού την Άνοιξη του 2001, άνοιξε πλατιά τη συζήτηση και από τη πλευρά των συνδικάτων για το ρόλο των μεταναστών στη διάσωση των ασφαλιστικών ταμείων. 

Το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες που ξεκίνησε την Άνοιξη του 2015 και συνεχίζεται, έχει τις ρίζες του στις μάχες για τη νομιμοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων της δεκαετίας του '90. Αυτός ο κόσμος μπόρεσε να κερδίσει κάποια βασικά δικαιώματά και να ενταχθεί στις κοινωνίες χάρη στην αυθόρμητη αλλά και οργανωμένη αλληλεγγύη που έδειξε η ντόπια εργατική τάξη από τα κάτω. Η μάχη για να συνδεθούν οι μετανάστες με την εργατική τάξη και να γίνει το αίτημα “χωράνε όλοι” πράξη έπαιξαν τον κομβικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. 

Και εξακολουθεί να παίζει καθώς παραμένουν τα αιτήματα για το δικαίωμα των μεταναστών δεύτερης γενιάς στην Ιθαγένεια, το δικαίωμα ψήφου, αλλά και το δικαίωμα κάποιος νεοεισερχόμενος μετανάστης να πάρει πράσινη κάρτα -κάτι που έχει καταργηθεί από το 2004.

Σήμερα οι μετανάστες της δεκαετίας του '90 είναι κομμάτι των συνδικάτων και της εργατικής τάξης, που συνεχίζει να παλεύει ενάντια στα νέα και τα παλιά μνημόνια. Είναι αυτή η δύναμη που μπόρεσε να παλέψει τις ρατσιστικές επιθέσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων. Σήμερα χρειάζεται να θυμηθούμε αυτή την πολύτιμη κληρονομιά για να συνεχίσουμε τις μάχες μέχρι να ανοίξουμε τις πόλεις, τα σχολεία, τα νοσοκομεία στους πρόσφυγες και να τσακίσουμε το ρατσισμό και τους φασίστες που προσπαθούν να σηκώσουν ξανά κεφάλι.