Το παρακάτω κείμενο περιλαμβάνει βασικά σημεία της εισήγησης του πανεπιστημιακού και οικονομολόγου Νίκου Στραβελάκη, στην παρουσίαση και συζήτηση που έγινε στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου για το βιβλίο «Κρίση στην ΕΕ και αντικαπιαλιστική εναλλακτική». Στο επόμενο φύλλο θα παρουσιαστούν τα βασικά σημεία της εισήγησης της, υπεύθυνης του περιοδικού Σοσιαλισμού από τα Κάτω και μιας εκ των συγγραφέων του βιβλίου, Μαρίας Στύλλου.
Mιλάω γι’ αυτό το βιβλίο τρίτη φορά, η πρώτη φορά ήταν στη Νομική, μόλις είχε βγει ο Τραμπ. Στάθηκα στο πρώτο άρθρο αυτού του βιβλίου, που μιλάει για την ΕΕ, γραμμένο από τη Μαρία Στύλλου το 1988. Μεταξύ άλλων προσπαθεί αυτό το άρθρο να καταρρίψει ένα βασικό στοιχείο της ΕΕ. Την προσπάθεια να εμφανιστεί σαν εναλλακτική, σαν ένας τρίτος ιμπεριαλιστικός πόλος, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την τότε ΕΣΣΔ και έγινε πολύ εντονότερο όταν η τελευταία κατέρρευσε.
Έχει τεράστια σημασία να δούμε ότι από τότε, για ένα κόσμο που ανήκε στην μαρξιστική, στην επαναστατική, στην αντικαπιταλιστική αριστερά, ήταν εντελώς ξεκάθαρο ότι αυτό ήταν ένα παραμύθι. Θα μου πείτε, έχει αυτό τόσο μεγάλη σημασία σήμερα, να πούμε ότι το 1988 ήταν ένα παραμύθι; Ναι έχει. Γιατί παρέμεινε παραμύθι και μετά το 1988. Όταν μέχρι πρότινος μας έλεγε ο Βαρουφάκης, ο Τσακαλώτος, ορισμένοι άλλοι, ότι το πρόβλημά μας είναι η αρχιτεκτονική της ΕΕ. Αν είχε καλή αρχιτεκτονική, τότε όλα θα ήταν μέλι-γάλα.
Και μάλιστα προβάλλουν σαν εναλλακτική τις ΗΠΑ. «Βλέπετε στις ΗΠΑ;» λένε. Αυτοί έχουν την κεντρική τους τράπεζα, έριξε λεφτά στην πιάτσα, καλύφθηκαν οι ζημιές των καπιταλιστών, και η κρίση εκεί τελειώνει, ενώ εδώ εξακολουθεί γιατί δεν υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να υποδεχθεί την κρίση. Μάλιστα, ο Βαρουφάκης έχει φτιάξει και ένα σχετικό κόμμα που έχει αυτό το σκοπό. Και βλέπουμε πώς κατέρρευσε όλο αυτό το πολιτικό σύστημα και η γραφειοκρατία στις ΗΠΑ κάτω από το βάρος μιας ακροδεξιάς καρικατούρας. Χωρίς να μπορεί βέβαια αυτό να το προβλέπει, το συγκεκριμένο άρθρο αυτό το διαβλέπει.
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε είναι σε σχέση με τον χαρακτήρα αυτών των ενώσεων. Γιατί αυτό το άρθρο μπορεί να διαβλέπει εξελίξεις που γίνονται 20-25 χρόνια μετά; Τι ιδιαίτερο έχει; Έχει ότι βλέπει τις υπερεθνικές ενώσεις στη βάση των σχέσεων παραγωγής που επικρατούν κάτω από αυτές.
Και αυτό ακριβώς ήταν η αντιπαράθεση του Λένιν με τον Κάουτσκι την δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, πενήντα χρόνια πριν γίνει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όταν ο Κάουτσκι μίλαγε για τις ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης. Και ο Λένιν μίλαγε για τις σοσιαλιστικές ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης, απαντώντας του ότι αυτές τις υπερεθνικές ενώσεις, αυτό που τις κρατάει μαζί, είναι: Η επίθεση στην εργατική τάξη, κάτι που το ξέρουμε με βάση τα μνημόνια. Και αυτό που τις διασπάει είναι οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες οξύνονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κρίσεων. Είναι ένα προφητικό άρθρο του Λένιν. Η Μαρία μνημονεύει και τον υπεριμπεριαλισμό του Κάουτσκι και το άρθρο του Λένιν που απαντάει στον υπεριμπεριαλισμό. Είναι μια σημαντική συνεισφορά να το δούμε και στην ιστορικότητά του αυτό το δεδομένο, αλλά νομίζω ότι είναι και ένα βασικό στοιχείο της αναλυτικής μας σκέψης.
Το δεύτερο άρθρο του βιβλίου που είναι πάλι της Μαρίας κάνει κάτι το οποίο για τους ορθόδοξους οικονομολόγους είναι απαράδεκτο, αλλά για τον πολύ τον κόσμο είναι προφανές. Ποιο είναι αυτό; Πιάνοντας το στοιχείο των ενδοαστικών αντιθέσεων, έρχεται το 1990-92 και λέει, παιδιά εδώ δεν υπάρχει ολοκλήρωση. Εδώ υπάρχουν πολύ έντονες ενδοαστικές αντιθέσεις. Λέει, δηλαδή ότι στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Θα μου πείτε, ρε φίλε χρειάζεται να πληρώσουμε για να μάθουμε ότι στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό υπάρχουν νικητές και ηττημένοι;
Ανταγωνισμός
Κι όμως για τα «ορθόδοξα» οικονομικά θεωρείται λάθος! Λένε δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι στον ανταγωνισμό και μάλιστα στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε χώρες, από την εποχή του Ρικάρντο από τον 19ο αιώνα, ένα ιδεολόγημα που έχει επιβιώσει πάνω από 200 χρόνια. Ότι στην ουσία ο διεθνικός ανταγωνισμός στα πλαίσια του δειθνούς εμπορίου καθιστά όλες τις χώρες εξίσου ανταγωνιστικές. Είναι η περιβόητη θεωρία του συγκριτικού κόστους και του συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Το δεύτερο άρθρο λοιπόν του βιβλίου πιάνει ξεκάθαρα το στοιχείο των ενδοαστικών αντιθέσεων από το 1990, ως διαλυτικό παράγοντα μιας υπερεθνικής καπιταλιστικής ένωσης όπως η ΕΕ. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι διαισθητικά, με την πολιτική ματιά, αυτό το πράγμα αναδεικνύεται. Κάτι το οποίο στο μυαλό αυτών που έφτιαξαν την ΕΕ ή αυτών που στη συνέχεια πήγαν να τη συντηρήσουν ή αυτών που έρχονται σήμερα να εφαρμόσουν αυτές τις πολιτικές, αυτό δεν υπήρχε καν! Και βλέπετε πώς εκδηλώνεται σήμερα με το brexit, με την Ιταλία, πώς θα εκδηλωθεί αύριο και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Το τρίτο άρθρο του Πάνου Γκαργκάνα, έχει ένα πάρα πολύ καλό στοιχείο, το οποίο θέλω να υπογραμμίσω, που αφορά περισσότερο την συζήτηση σε σχέση με το ευρώ, όπως και το άρθρο του Σωτήρη Κοντογιάννη, και έχει να κάνει με αυτό που έλεγα πριν για το συγκριτικό πλεονέκτημα και τον ανταγωνισμό.
Υπάρχει μια άποψη και στη ΛΑΕ και σε δύναμεις της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς, η οποία λέει παδιά να βγούμε από το ευρώ. Γιατί να βγούμε από το ευρώ; Γιατί, αντί να «σκοτώσουμε τους μισθούς» (όπως κάποτε είχε πει χαρακτηριστικά ο Στρος Καν στον Γιώργο Παπανδρέου, του είχε πει δηλαδή δεν μπορείς να κάνεις υποτίμηση εξωτερική του νομίσματός σου, άρα πρέπει να κάνεις εσωτερική υποτίμηση, να σφάξεις δηλαδή μισθούς και συντάξεις - αυτό που και τελικά έκανε) εμείς θα κάνουμε υποτίμηση του νομίσματος και με αυτόν τον τρόπο θα αναπύξουμε στον καπιταλιστικό κόσμο την ανταγωνιστικότητά μας.
Βεβαίως να βγούμε από το ευρώ λέμε κι εμείς. Όμως δεν το λέμε με αυτήν τη λογική. Το λέμε σαν μια από τις προϋποθέσεις μιας άλλης πολιτικής, ενός μεταβατικού προγράμματος ρήξης. Δεν το λέμε στο πλαίσιο της ανάκτησης της ανταγωνιστικής θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας δια μέσου της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Γιατί;
Για ένα απλούστατο λόγο. Γιατί δεν πρόκειται να συμβεί. Τα εθνικά νομίσματα δεν ακολουθούν τη θεωρία του συγκριτικού κόστους ή στη νομισματική της εκδοχή τη θεωρία του Κασέλ του 1919, τη θεωρία του αγοραστικού ισοδύναμου. Δηλαδή δεν εξισώνεται η αγοραστική δύναμη δια μέσω της ισοτιμίας.
Οι πρώτοι που το κατάλαβαν αυτό ήταν οι μπολσεβίκοι, τη δεκαετία του ’20 μάλιστα το κατάλαβε ο Τρότσκι. Όταν μετά την εφαρμογή του διπλού νομίσματος ανάμεσα στο 1924 και το 1926 φτιάχτηκε μια επιτροπή (μπορεί και η μοναδική που ήταν μαζί ο Τρότσκι και ο Στάλιν- και ο Ρίκοφ που ήταν τότε πρωθυπουγός) που στην ουσία αναζητούσε πώς είναι δυνατόν να είμαστε πιο ακριβοί σε όρους χρυσού από όλες τις υπόλοιπες χώρες; Πρέπει να φταίει σε αυτό ότι κρατάμε τα συναλλαγματικά διαθέσιμα υπό έλεγχο και με αυτόν τον τρόπο κρατάμε το νόμισμα ψηλά, αυτή ήταν η άποψη του Ρίκοφ, της δεξιάς πτέρυγας. Ο Στάλιν ως συνήθως δεν έλεγε τίποτα. Και ο Τρότσκι, η αριστερή πτέρυγα έλεγε μην περιμένετε ότι με νομισματικούς όρους θα έρθετε σε όρους ανταγωνιστικότητας με τον καπιταλιστικό κόσμο. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχετε, είναι με μια μεγάλη εκβιομηχάνιση. Αυτή βέβαια έγινε αργότερα με τραγικούς όρους μετά από τρία χρόνια. Αυτό το στοιχείο το άρθρο του Πάνου το πιάνει πάρα πολύ καλά.
Θέλω να έρθω και στο άρθρο του Θανάση Καμπαγιάννη, το οποίο κάνει κάτι που έχει τεράστια σημασία. Έρχεται να απαντήσει σε ένα πράγμα που πολλοί αριστεροί είχαν στο μυαλό τους. Έλεγαν δηλαδή: Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε. Ωραία η σοσιαλιστική προοπτική, μαζί είμαστε, αλλά δεν το βλέπουμε. Μέχρι να τη δούμε ας κάτσουμε στην ΕΕ, η οποία ρατσιστική δεν είναι, ομοφοβική δεν είναι, ελεύθερη διακίνηση των ανθρώπων πρεσβεύει, κάποια στοιχειώδη προστασία στις εργασιακές συνθήες και συνθήκες ζωής θα προσφέρει. Και άμα ξαναωριμάσουν οι συνθήκες, βλέπουμε.
Ο Θανάσης πιάνει τη μεταστροφή της ΕΕ σε σχέση με την Ευρώπη-Φρούριο, μόλις βγαίνει στην επιφάνεια η καπιταλιστική κρίση. Είναι τρομακτικό πως ένα στοιχείο του καπιταλισμού, δηλαδή η ελεύθερη διακίνηση της εργατικής δύναμης –αυτό ήθελε να κάνει η ΕΕ- έρχεται και το καταστρατηγεί με τη μία και το σφάζει μόλις ξεκινάει η καπιταλιστική κρίση.
Γι’ αυτο ακριβώς όταν μιλάμε για μεταναστευτικό, για αλληλεγγύη, για ανοιχτά σύνορα, για ευπρόσδεκτους πρόσφυγες, στην ουσία αντιστρατευόμαστε και απαντάμε στην κρίση της ΕΕ αυτής καθεαυτής. Είναι σημαντικό ότι αυτό το άρθρο βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο, όχι απλά για ιδεολογικούς λόγους, γιατί απαντάει στα ιδεολογήματα, αλλά κυρίως γιατί αναδεικνύει το ζήτημα του προσφυγικού και της Ευρώπης στο πλαίσο της καπιταλιστικής κρίσης γενικά και της κρίσης της ΕΕ, ειδικότερα.