Διεθνή
Διάσκεψη για την Κύπρο στην Γενεύη: Οι "λύσεις" από τα πάνω υποθηκεύουν τις ελπίδες ειρηνικής συμβίωσης

“Ελληνοκύπριος με το πίκετ του γραμμένο στα τουρκικά και Τουρκοκύπριος με το πίκετ του γραμμένο στα ελληνικά περιφρουρούν την απεργία τους στην Πάφο το 1963. Τους ενώνουν τα κοινά προβλήματα”. Από το βιβλίο “Κοινοί εργατικοί αγώνες Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων” του Παντελή Βαρνάβα.

Γήπεδο υποκρισίας και ανταγωνισμών

Ξεκίνησαν στη Γενεύη τη Δευτέρα 9 Γενάρη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, εκ νέου, οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό με τη συνάντηση του Ελληνοκύπριου πρόεδρου Αναστασιάδη με τον Τουρκοκύπριο πρόεδρο Ακιντζί.

Η επίσημη εκκίνηση της Διεθνούς Διάσκεψης με θέμα την επανένωση της Κύπρου έχει οριστεί στις 12 Γενάρη. Θα συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, οι εγγυήτριες δυνάμεις Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και η ΕΕ με εκπρόσωπο τον Γιούνκερ. Υπάρχει επίσης ανοικτή πρόσκληση στους 15 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να παρευρεθούν. 

Όλοι οι εμπλεκόμενοι με τις δηλώσεις τους υποστηρίζουν ότι η παρουσία τους στη Διάσκεψη, και ο διπλωματικός πυρετός που τη συνοδεύει, στοχεύει σε μια «ειρηνική» και «δίκαιη» διευθέτηση του Κυπριακού. Όμως λένε όλοι τους ψέματα. Δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για τους λαούς που βίωσαν και βιώνουν τον πόλεμο και τις συνέπειές του στην Κύπρο, ούτε για την ειρηνική τους συνύπαρξη. Ο καθένας μπαίνει στο παιχνίδι με τη δική του ατζέντα συμφερόντων.

Αυτό που ενδιαφέρει τη Βρετανία καταρχήν, είναι να εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί τις στρατιωτικές βάσεις που κατέχει στην Κύπρο σε ένα πιο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον για τα αεροπλάνα της που θα συνεχίζουν να βομβαρδίζουν σε Συρία και Ιράκ. 

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι ΗΠΑ. Με την στρατιωτική επέμβαση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία να οξύνονται στη Συρία, η Κύπρος αποκτά ακόμη μεγαλύτερο γεωστρατηγικό ενδιαφέρον για τον έλεγχο της περιοχής. Φτάνει να σκεφτεί κανείς ότι οι ρωσικές στρατιωτικές και ναυτικές βάσεις στη Συρία απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Κύπρο. 

Ούτε φυσικά η παρουσία της ΕΕ και μάλιστα μέσω του προέδρου Γιούνκερ θα μπορούσε να εμπνεύσει την παραμικρή αισιοδοξία στους κατοίκους του νησιού. Οι «θεσμοί» που τσάκισαν στη λιτότητα τους Ελληνοκύπριους εργαζόμενους βάζοντάς τους να πληρώσουν τα σπασμένα της φούσκας της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, τώρα ανοίγουν μια θέση στον «παράδεισο» της ΕΕ και για τους Τουρκοκύπριους.

Άλλο τόσο υποκριτική είναι η στάση των κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας για την Κύπρο, που την αντιμετωπίζουν σαν ένα κομμάτι στο συνολικότερο ανταγωνισμό για τον έλεγχο του Αιγαίου, των ΑΟΖ της ανατολικής Μεσογείου αλλά και το ρόλο που μπορούν να διαδραματίζουν σε διαφορετικά ιμπεριαλιστικά σχέδια στη Μέση Ανατολή. 

«Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε εν τη γενέσει τους τiς απειλές κατά της χώρας μας. Η ασφάλεια της Τουρκίας ξεκινάει από το Χαλέπι… από την Κύπρο.. από τα Βαλκάνια» δήλωσε χαρακτηριστικά πρόσφατα ο Ερντογάν. Σε αντίθεση με τα σχέδια του Ερντογάν, η Τουρκία γίνεται μέρα τη μέρα η ίδια ακόμα ένας κρίκος αποσταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής. Ο τουρκικός στρατός επιχειρεί από τη Συρία και το τουρκικό Κουρδιστάν μέχρι την ίδια την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη προσπαθώντας να μείνει όρθιος πάνω σε μια ευαίσθητη ισορροπία συμμαχιών και αντεγκλήσεων με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, το Ισραήλ. Δεν μοιάζει διατεθειμένος να αποσυρθεί από την Κύπρο.

Χασάπηδες

Το ίδιο διάστημα η ελληνική κυβέρνηση τρέχει να παρουσιαστεί σαν το «καλό» παιδί των ΗΠΑ στην περιοχή σε μια εποχή που ο Ερντογάν τους κάνει νερά. Ακολουθώντας τα βήματα Σαμαρά, η κυβέρνηση Τσίπρα χτίζει τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου συνεργαζόμενη με χασάπηδες σιωνιστές και τον αιμοσταγή δικτάτορα Σίσι, απλώνοντας το τι εννοεί «εθνικό συμφέρον» σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Έναν άξονα που δεν αφορά μόνο τον ανταγωνισμό για τις ΑΟΖ, αλλά και παιχνίδια πολέμου, με τον Καμένο να πρωτοστατεί στο πολεμικό κλίμα είτε με δημόσιες δηλώσεις ότι «ο τουρκικός στρατός είναι διαλυμένος» (λόγω πραξικοπήματος) είτε παριστάνοντας αγκαλιά με τους χρυσαυγίτες τον υπερασπιστή του Καστελόριζου και της Ρω.    

Υποκρισία και ανταγωνισμός επικρατεί ανάμεσα στην Ελληνοκυπριακή και την Τουρκοκυπριακή ηγεσία, παρά την «μη απορριπτική» στα λόγια στάση των δύο ηγετών. Αποκορύφωμα πριν ακόμα καν καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, οι ερμηνείες εκ μέρους της Ελληνοκυπριακής πλευράς σχετικά με το χαρακτήρα της διάσκεψης: Ότι ενώ ο Αναστασιάδης θα παρευρεθεί στις συνομιλίες σαν εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και σαν Πρόεδρος όλης της Κύπρου (αποτελώντας το ένα συμβαλλόμενο μέρος με τις εγγυήτριες δυνάμεις να αποτελούν το άλλο) η τουρκοκυπριακή πλευρά θα είναι εκεί σαν … «ενδιαφερόμενο μέρος»! Ο Αναστασιάδης θα πάει να κάτσει στο ίδιο τραπέζι, δίχως να αναγνωρίζει σαν υπαρκτό τον συνομιλητή του.

Και μόνο αυτά να δει κανείς, καθώς και τις «κόκκινες γραμμές» που μέρα τη μέρα πυκνώνουν όσον αφορά σε όλα τα ζητήματα –εδαφικό, εγγυήσεων, ανταλλαγμάτων, κλπ- καταλαβαίνει ότι ακόμα και σε συμφωνία να κατέληγε αυτή η Διεθνής Διάσκεψη, μόνο ειλικρινής δεν θα ήταν, θα άνοιγε το δρόμο για νέα πεδία συγκρούσεων.

Πόσο διαφορετική στα αλήθεια είναι αυτή η θλιβερή εικόνα από τις εικόνες πραγματικής συμφιλίωσης και γενναιοδωρίας και συναδέλφωσης που έρχονται και από τις δύο πλευρές των συνόρων στην Κύπρο. Από απλούς ανθρώπους, που κάθονται μαζί στο ίδιο τραπέζι, που αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, που θρηνούν μαζί τους νεκρούς τους. Που συμμετέχουν μαζικά σε εκδηλώσεις επανένωσης, όπως η μεγάλη δικοινοτική εκδήλωση που έγινε στις 21 Νοέμβρη στη νεκρή ζώνη της Λευκωσίας. Στο χτίσιμο της ενότητας αυτής της εργατικής τάξης από τα κάτω βρίσκεται η ελπίδα και όχι στις «ειρηνευτικές» πρωτοβουλίες πολέμου. 


 


Οι νέες διαπραγματεύσεις που έχουν ξεκινήσει για το Κυπριακό στο πλαίσιο μιας Διεθνούς Διάσκεψης παρουσιάζονται σαν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να υπάρξει το πλαίσιο για μια ειρηνική συνύπαρξη. Όμως η ιστορία έχει δείξει ότι η παρέμβαση της «Διεθνούς Κοινότητας» -δηλαδή, και για να μιλάμε πιο συγκεκριμένα, η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων που την απαρτίζουν- σε μια σειρά από περιοχές του πλανήτη οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Το παράδειγμα είναι φυσικά η ίδια η Κύπρος. Με βάση τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που υπογράφηκαν το Φεβρουάριο του 1959 από την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Βρετανία και τους εκπροσώπους των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Υποτίθεται ότι οι «πρόνοιες» αυτών των συμφωνιών εξασφάλιζαν τη συμβίωση των δύο κοινοτήτων και μάλιστα συνοδεύονταν με ισχυρές «εγγυήσεις» για τη λειτουργία τους. Και όμως μέσα σε ένα χρόνο όλες οι συμφωνίες είχαν παραβιαστεί και στο τέλος του 1963 η Κύπρος βυθίστηκε στο λουτρό αίματος του εθνικιστικού μισους.                                                              

Το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας που επέβαλαν οι συμφωνίες θύμιζε το πλαίσιο που γίνεται και σήμερα η συζήτηση. Ο Προέδρος της Δημοκρατίας θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος. Οι δύο τους θα διέθεταν δικαίωμα αρνησικυρίας για τις αποφάσεις στα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Οι δημόσιες υπηρεσίες και η αστυνομία θα στελεχώνονταν κατά 70% από Ελληνοκύπριους και κατά 30% από Τουρκοκύπριους ενώ για το στρατό προβλεπόταν αναλογία 60%-40%. Το συνταγματικό δικαστήριο θα αποτελείτο από έναν Ελληνοκύπριο, έναν Τουρκοκυπριο και έναν τρίτο μη Κύπριο. Οι Τουρκοκύπριοι αποκτούσαν το δικαίωμα να ιδρύσουν τους δικούς τους δήμους στις γειτονιές και στα χωριά που ζούσαν πλάι πλάι με τους Ελληνοκύπριους. Στη Βουλή αποφάσεις που αφορούσαν και τις δύο κοινότητες όπως η φορολογία χρειαζόταν να υπερψηφιστεί και από τους Τουρκοκύπριους βουλευτές. Μαζί συμφωνήθηκε και μια συνθήκη «εγγύησης». Την ανεξαρτησία της Κύπρου και την τήρηση της νομιμότητας εγγυούνταν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία η οποία διατηρούσε και τις στρατιωτικές βάσεις της στο νησί.

Όμως η ανεξαρτησία του νέου κράτους είχε όριο τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των «εγγυητριών δυνάμεων». Οι πρώτοι μήνες του νέου κράτους κύλησαν με ωραία λόγια και συμβολικές κινήσεις. Η συνέχεια ήταν διαφορετική. Όπως ομολογεί ένας διπλωμάτης και δεξί χέρι του πρώτου προέδρου της Κύπρου Μακάριου, ο Ν. Κρανιδιώτης: "η πρώτη περίοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-63) χαρακτηρίζεται από μια έντονη ανταγωνιστική προσπάθεια των δύο κοινοτήτων να διασφαλίσουν και να επεκτείνουν τα πλεονεκτήματα και να ελαχιστοποιήσουν και εξουδετερώσουν τα μειονεκτήματα που περιείχε για κάθε μια από αυτές το καθεστώς της Ζυρίχης".

Η ένταση ξεκινούσε από τα μικρά και κλιμακώνονταν. Την πρωτοβουλία των επιθέσεων είχε η ελληνοκυπριακή πλευρά. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη ήταν ισχυρότερη οικονομικά και πολιτικά από την αντίπαλη της στην άλλη κοινότητα και ήταν αποφασισμένη να αξιοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα. Στο τέλος του 1960 o Μακάριος έδωσε εντολή να εφαρμοστεί νομοθεσία για τη φορολογία παρόλο που οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν να την ψηφίσουν. Άρθρα όπως αυτό για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών ή την ίδρυση των δήμων παρέμειναν ανενεργά. Μέχρι και για την κατανομή των φωτεινών σηματοδοτών στον ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας γίνονταν ατελείωτοι καυγάδες στο δημοτικό συμβούλιο.

Η αιτία για τη λυσσαλέα σύγκρουση ακόμα και σε επουσιώδη ζητήματα βρισκόταν στην ίδια τη «λογική» των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου. Βασιζόταν στην αρχή ότι στην Κύπρο οι απλοί άνθρωποι των δύο κοινοτήτων δεν μπορούν να ζήσουν μαζί και ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα περίπλοκο σύστημα ισορροπιών ανάμεσά τους. Όμως αυτή η λογική αντί να τιθασεύσει το εθνικιστικό μίσος, το ενέτεινε. Οι μεγάλες δυνάμεις δηλαδή έφτιαξαν το γήπεδο πάνω στο οποίο ξεκίνησε το «ματς» ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις, δηλητηριάζοντας με το εθνικιστικό μίσος κάθε πλευρά ακόμη και της καθημερινής ζωής.  

Στα τέλη του 1963 ήρθε η κορύφωση. Ο Μακάριος ανακοίνωσε σχέδιο για την αναθεώρηση άρθρων του συντάγματος που αφορούσαν κατάργηση δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων όπως το βέτο και οι χωριστοί δήμοι. Η κίνηση πυροδότησε την ένοπλη σύγκρουση που απλώθηκε σε όλο το νησί μέχρι το τέλος του χρόνου - την οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά προετοίμαζε με το μυστικό σχέδιο "Ακρίτας" που είχε καταστρώσει ο υπουργός Εσωτερικών Γιωρκάτζης. 

Νεκροί

Το αποτέλεσμα του σχεδίου «Ακρίτας» ήταν εκατοντάδες νεκροί, στην πλειοψηφία τους Τουρκοκύπριοι, και χιλιάδες τραυματίες και πρόσφυγες. Πριν από τις συγκρούσεις υπήρχαν στην Κύπρο 392 ελληνικά χωρια, 120 τουρκικά και περίπου αλλά τόσα μικτά. Τουρκικά και ελληνικά χωριά ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Υπήρχαν χωριά με τουρκικό πληθυσμό και χριστιανικές ονομασίες. Όλα αυτά άλλαξαν σε λίγες βδομάδες.

Οι Τουρκοκύπριοι που αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού στριμώχτηκαν με τη βία σε θύλακες που κάλυπταν το 4,86% του εδάφους και έμειναν πολιορκημενοι και αποκλεισμένοι για χρόνια. Σε αυτές τις σφαγές διακρίθηκαν χασάπηδες όπως ο μετέπειτα πραξικοπηματίας, του 1974, Σαμψών. 

Το 1974 η χούντα του Ιωαννίδη στην Ελλάδα οργάνωσε στην Κύπρο πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου για να προχωρήσει σε "Ένωση" με την Ελλάδα. Το πραξικόπημα στην Κύπρο συνάντησε τη σκληρή αντίσταση των Ελληνοκυπρίων εργαζομένων και της νεολαίας. Η γενική επιστράτευση στην Ελλάδα κατέληξε σε ένα τεράστιο φιάσκο αφού οι νέοι δεν είχαν καμία διάθεση να σκοτωθούν για το γόητρο των χασάπηδων του Πολυτεχνείου. Τον Ιούλιο του 1974 η χούντα κατέρρευσε. Όμως οι απλοί άνθρωποι και στις δύο κοινότητες του νησιού πλήρωσαν το μάρμαρο, ένα πόλεμο με χιλιάδες νεκρούς και δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Η αιτία που τίναξε τις συμφωνίες στον αέρα δεν ήταν η αδυναμία των δύο κοινοτήτων να συμβιώσουν εξαιτίας κάποιου υποτιθέμενου «προαιώνιου μίσους» ούτε απλά ο λάθος σχεδιασμός και η περιπλοκότητά τους. Ήταν τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των ίδιων των δυνάμεων που τις επεξεργάστηκαν και τις αποδέχτηκαν. 

Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και από κοντά και η Βρετανία αναζητούσε «σταθερότητα» στην Ανατολική Μεσόγειο απέναντι στην ΕΣΣΔ. Η Κύπρος αποτελούσε γι’ αυτούς –και είναι- το αβύθιστο αεροπλανοφόρο. Από κοντά, οι άρχουσες τάξεις της Ελλάδος και της Τουρκίας για ακόμη μια φορά στην ιστορία τους ανταγωνίζονταν ποιος θα πάρει την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή, ποια θα γίνει το κεφαλοχώρι των ΗΠΑ και του δυτικού μπλοκ σε οικονομικό και πολιτικό στρατιωτικό επίπεδο σε μια περιοχή που ξεκινούσε από το Αιγαίο και έφθανε μέχρι την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή. Δίπλα σε αυτούς τους μεγάλους ανταγωνισμούς υπήρχαν και τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις που είχε η άρχουσα τάξη στο ίδιο το νησί – κυρίως  η ελληνοκυπριακή που ήθελε την άνευ όρων κυριαρχία της σε ένα ανεξάρτητο κυπριακό κράτος σαν βάση για τα δικά της οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις.

Αυτοί οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε αντικρουόμενα καπιταλιστικά συμφέροντα σήμερα είναι το ίδιο έντονοι. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, τα «ειρηνευτικά» τους σχέδια δίνουν την εκκίνηση για άγριο παζάρι, οξύνοντας τους ανταγωνισμούς και προκαλώντας «θερμά επεισόδια». Η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει αυτόν τον κίνδυνο είναι η ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και στα σχέδια των αρχουσών τάξεων σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία. 

 

Αυτοί που διαμέλισαν τη Βοσνία θα “ξαναενώσουν” την Κύπρο; 

Όταν διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του 1990, οι ανταγωνισμοί κατέληξαν σε πόλεμο για το διαμελισμό της Βοσνίας. Οι «ειρηνευτικές πρωτοβουλίες» των ΗΠΑ και της ΕΟΚ, του προγόνου της ΕΕ, δεν είχαν σαν στόχο να σταματήσουν τον πόλεμο, αλλά απλά να τον θέσουν κάτω από τον δικό τους έλεγχο, παίζοντας με όλες τις πλευρές.

 Στην αρχή ο Μιλόσεβιτς, ο Σέρβος ηγέτης, ήταν το αγαπημένο παιδί τόσο της ΕΟΚ όσο και των ΗΠΑ, γιατί φαινόταν σαν η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να εμποδίσει την κλιμάκωση μιας επικίνδυνης αποσταθεροποίησης στο κέντρο της Ευρώπης, διατηρώντας την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας. Κανένας τους δεν διαμαρτυρήθηκε όταν ο Ομοσπονδιακός ακόμη στρατός μπήκε στην Πρίστινα στο Κόσοβο το 1989. Αμερικάνοι στρατιωτικοί σύμβουλοι βρίσκονταν στο Βελιγράδι μέχρι την άνοιξη του 1992.

Την ίδια ώρα, βέβαια, που σε διπλωματικό επίπεδο προσπαθούσαν τυπικά να κρατήσουν ενιαία τη Γιουγκοσλαβία, μια σειρά από χώρες, η Γερμανία αλλά και η Ιταλία και η Γαλλία φλέρταραν με τη μια ή την άλλη πλευρά προσπαθώντας να δημιουργήσουν δικά τους ερείσματα σε μια νέα κατάσταση. Στη συνέχεια, όταν η Κροατία και η Σλοβενία ανεξαρτητοποιήθηκαν αναγνώρισαν γρήγορα τα νέα κράτη. 

Εχθροπραξίες

Όμως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών μεταξύ Σερβίας-Κροατίας, η Βοσνία, η δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας με τον κατεξοχήν μικτό πληθυσμό Βόσνιων Μουσουλμάνων, Σέρβων και Κροατών, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός άγριου πολέμου από το 1992 ως το 1995. 

Το «ειρηνευτικό σχέδιο» της ΕΟΚ το 1992 και αργότερα και του ΟΗΕ, που προέβλεπε τη δημιουργία τριών καντονιών, Βοσνιακό, Σερβικό και Κροατικό στη Βοσνία ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση σε διαμελισμό της χώρας. Οι στρατοί και οι παραστρατιωτικές ομάδες όλων των πλευρών όχι μόνο δεν σταμάτησαν να πολεμάνε αλλά ενέτειναν τις συγκρούσεις ξεκινώντας εκκαθαρίσεις άμαχου πληθυσμού, προκειμένου να ελέγξουν όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές ενόψει της καντονοποίησης. 

Το 1992 στη Διάσκεψη του Λονδίνου την ίδια χρονιά έμοιαζε ότι «ο πόλεμος τελειώνει» όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Economist της εποχής. Αλλά ο πόλεμος στη Βοσνία κράτησε ακόμη τρία χρόνια. Το ΝΑΤΟ επενέβη με βομβαρδισμούς. Χιλιάδες Μουσουλμάνοι της Βοσνίας εκτελέστηκαν από το σερβικό στρατό και παραστρατιωτικές ομάδες. Ολόκληρες περιοχές ερημώθηκαν, πόλεις και χωριά καταστράφηκαν. Ακόμη και σήμερα οι χιλιάδες νάρκες εξακολουθούν να δολοφονούν.

Η Συμφωνία του Ντέιτον που έληξε τον πόλεμο το 1995 σήμανε τη δημιουργία ενός κράτους με  ξεχωριστούς τομείς, ένα σερβοβοσνιακό και ένα κροατομουσουλμανικό, που ζουν σε μια από τις πιο φτωχές χώρες της Ευρώπης, κάτω από τον έλεγχο διεθνών στρατών και με το φόβο αναζωπύρωσης των εντάσεων. Αυτή είναι η «ειρηνική συνύπαρξη» της «διεθνούς κοινότητας», είκοσι χρόνια από τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα.