Ιδέες
100 χρόνια από τη Ρώσικη Επανάσταση: Ποιός ήταν ο Βίκτορ Σερζ;

Η νέα χρονιά σημαδεύεται από μια μεγάλη επέτειο, τα 100 χρόνια από τη Ρώσικη Επανάσταση. Τιμώντας την, το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο ετοιμάζεται σε λίγες μέρες να εκδόσει, για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση, το βιβλίο του Βίκτορ Σερζ «Έτος Πρώτο της Ρώσικης Επανάστασης». Πρόκειται για ένα ξεχωριστό βιβλίο τόσο για το περιεχόμενό του όσο και για το συγγραφέα του.

Ο Βίκτορ Σερζ γεννήθηκε το 1890 στο Βέλγιο. Οι γονείς του, Ρώσοι πολιτικοί εξόριστοι, είχαν καταφύγει εκεί κυνηγημένοι από το τσαρικό καθιεστώς ως “τρομοκράτες” -είχαν σχέση με τους ναρόντνικους. Το οικογενειακό περιβάλλον σε συνδυασμό με την απίστευτη φτώχεια και το θάνατο του αδερφού του σε ηλικία μόλις εννέα ετών από υποσιτισμό, οδήγησε τον Σερζ στα δεκαπέντε του χρόνια να είναι ήδη μέλος της Νέας Φρουράς, της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος Βελγίου.

Σύντομα όμως, το 1908, απογοητευμένος όπως πολλοί αγωνιστές της γενιάς του από τη γραφειοκρατική ρεφορμιστική πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας, πέρασε στον αναρχισμό -την «ατομικιστική» πτέρυγά του, πρώτα στο Βέλγιο και μετά στην Γαλλία. Για τη δράση και τις ιδέες του φυλακίστηκε για πέντε χρόνια από το 1912 μέχρι το 1917. Όταν βγήκε από τη φυλακή πήγε στην Ισπανία όπου πήρε μέρος στην αποτυχημένη γενική απεργία και εξέγερση του 1917 στη Βαρκελώνη.

Γυρίζοντας στη Γαλλία πέρασε δεκαπέντε μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως «ύποπτος για μπολσεβικισμό». Το Γενάρη του 1919 έφτασε στην Πετρούπολη. Πέντε μήνες μετά έγινε μέλος του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Εντάχτηκε στο μηχανισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συμμετείχε στα τρία πρώτα συνέδριά της, υπεράσπισε με το όπλο στο χέρι την Πετρούπολη, μελέτησε ως Επίτροπος τα αρχεία της τσαρικής Οχράνα.

Φάρος

Τότε έγινε ένας από τους πιο «σκληρούς» υπερασπιστές της επανάστασης. Κι αυτό γιατί ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες και μεγάλες δυσκολίες, το εργατικό κράτος ήταν φάρος απελεύθερωσης και ελπίδας. Έγραφε στο «Έτος Πρώτο» για τις αρχές του 1919, σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις του εμφυλίου πολέμου, όταν η επανάσταση έμοιαζε να ψυχορραγεί από τις επιθέσεις των Λευκών και όλων των ιμπεριαλιστικών στρατών που είχαν επέμβει για να την καταπνίξουν:

«Παρά την απίστευτη δυστυχία, δόθηκε μια θαυμάσια ώθηση στη δημόσια εκπαίδευση. Ήταν τόση η δίψα για μάθηση σε ολόκληρη τη χώρα που φτιάχτηκαν παντού καινούργια σχολεία, μαθήματα για μεγάλους, πανεπιστήμια και τμήματα για εργάτες. Αμέτρητες πρωτοβουλίες έδωσαν τη δυνατότητα να διδαχτούν πρωτοφανέρωτοι, απολύτως ανεξερεύνητοι τομείς της γνώσης. Ιδρύθηκαν σχολεία για τα καθυστερημένα παιδιά· ιδρύθηκαν νηπιαγωγεία· τα τμήματα για εργάτες και οι εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων έδωσαν τη δυνατότητα στους εργάτες να αποκτήσουν γνώσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· και λίγο μετά ξεκίνησε η κατάκτηση των πανεπιστημίων. Επίσης, την ίδια περίοδο τα μουσεία εμπλουτίστηκαν από τις κατασχέσεις των ιδιωτικών συλλογών: εξαιρετική ακεραιότητα και επιμέλεια χαρακτήρισαν την απαλλοτρίωση των καλλιτεχνικών θησαυρών. Κανένα έργο, οποιασδήποτε αξίας δεν χάθηκε. …

Κάθε βράδυ τα θέατρα, που είχαν εθνικοποιηθεί, παρουσίαζαν το συνηθισμένο πρόγραμμά τους, όμως σε ένα διαφορετικό ακροατήριο. Τα μπαλέτα, που κάποτε έδιναν παραστάσεις για την ψυχαγωγία της αριστοκρατίας, που τώρα εξέλιπε, έδιναν παραστάσεις εν μέσω της περιόδου της τρομοκρατίας· στα θέατρα με τους χρυσούς θόλους συνωστίζονταν εργάτες και εργάτριες, νεαροί κομμουνιστές, με τα κεφάλια τους ξυρισμένα ως προστασία από τους ψύλλους –φορείς του τύφου, και Κόκκινους στρατιώτες με άδεια από το μέτωπο. Και με την ίδια αξέχαστη φωνή που ξεφώνιζε το Ο Θεός σώζοι τον Τσάρο τα παλιά χρόνια, ο Σαλιάπιν τραγουδούσε Το τραγούδι του εργάτη, στους συνδικαλιστές που ήταν ανάμεσα στο ακροατήριο».

Ήταν αυτή η δύναμη της επανάστασης που έκανε τον Σερζ να καλεί όλους τους αναρχικούς να την στηρίξουν. Έγραφε ότι ο αναρχισμός «θα έπρεπε να αγκαλιάσει την εργατική τάξη και το επαναστατικό κίνημα σαν μια πραγματικότητα κι όχι σαν ένα μύθο». Δεν σταμάτησε ποτέ να εκτιμά τους αναρχικούς για τη θεωρητική συνεισφορά τους στο κίνημα -την εχθρότητά τους προς το κράτος, τον αντιπατριωτισμό τους, την υποστήριξή τους στην ανάγκη απαλλοτρίωσης της κυρίαρχης τάξης. Αλλά για το Σερζ ήταν οι Μπολσεβίκοι που έκαναν αυτές τις ιδέες πράξη μέσα από «τη θέλησή τους να πετύχουν και να υπερασπίσουν την επανάσταση καταλαμβάνοντας την εξουσία για να τσακίσουν την άρχουσα τάξη».

Επιχειρηματολογούσε έτσι ότι οι αναρχικοί πρέπει να σταματήσουν την απέξω κριτική και να βοηθήσουν την επανάσταση να απλωθεί σε όλη την Ευρώπη. Ο Σερζ είχε πλήρη επίγνωση των κινδύνων που αντιμετώπιζε η επανάσταση σε συνθήκες μιας κοινωνίας καθυστερημένης και κατεστραμμένης από τον πόλεμο -ο μαρασμός της δημοκρατίας των συμβουλίων και η ανάπτυξη της γραφειοκρατίας ήταν οι πιο βασικοί. Η εξάντληση της εργατικής τάξης της Ρωσίας, η περικύκλωσή της από μια θάλασσα μικροϊδιοκτητών αγροτών είχαν σπρώξει τους μπολσεβίκους να κάνουν την επιλογή να κρατήσουν την εξουσία χρησιμοποιώντας τις πιο σκληρές μεθόδους και επιβάλλοντας τις πιο σκληρές θυσίες. Πίστευαν ότι η διατήρηση του καθεστώτος τους θα έδινε ώθηση και θα επιτάχυνε την επανάσταση στη Δύση. Για το στόχο αυτό ο ίδιος ο Σερζ βρέθηκε το 1923 στο Βερολίνο ως απεσταλμένος της Κομιντέρν για να συμμετέχει στην προετοιμασία της γερμανικής επανάστασης.

Αυτό το πολιτικό κριτήριο τον οδήγησε στη συνέχεια να ταχτεί, κόντρα στην ανερχόμενη σταλινική γραφειοκρατία, με την Αριστερή Αντιπολίτευση και τον Τρότσκι στην πάλη για την υπεράσπιση των ιδανικών της επανάστασης. Ήταν από τους πιο ενεργούς εκπροσώπους της στην κομματική οργάνωση του Λένινγκραντ (όπως είχε μετονομασθεί η Πετρούπολη) και διαγράφτηκε από το κόμμα μαζί με την Ενωμένη Αντιπολίτευση μετά το 15ο Συνέδριό του τον Δεκέμβρη του 1927.

Τα επόμενα χρόνια της ζωής του σημαδεύτηκαν από φυλακίσεις και εξορίες από το σταλινικό καθεστώς που παραλίγο να του κοστίζουν τη ζωή. Αυτές οι εμπειρίες τον ώθησαν να γράψει, για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη «αυτών των αξέχαστων χρόνων» όπως θα ανέφερε αργότερα στην αυτοβιογραφία του, τις Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη. Στο «Έτος Πρώτο», καλύπτοντας την περίοδο από τη νίκη της επανάστασης τον Οκτώβρη του 1917 μέχρι το Γενάρη του 1919 και τη ματοβαμμένη καταστολή της «εξέγερσης των Σπαρτακιστών» στο Βερολίνο, παρουσιάζει το πανόραμα της Ρώσικης Επανάστασης και την αγριότητα της αντεπανάστασης. Είναι μια παθιασμένη υπεράσπιση του Κόκκινου Οκτώβρη ως μιας γνήσιας εργατικής επανάστασης και του ρόλου του μπολσεβίκικου κόμματος.

Από το 1936 όταν απελαύνεται από τη Ρωσία και μέχρι το θάνατό του το 1947 δε σταμάτησε να γράφει και να υπερασπίζεται την κληρονομιά του Οκτώβρη ενάντια στο σταλινισμό. Όπως όταν έγραφε αυτές τις γραμμές στα τέλη του 1936 σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Από τον Λένιν στον Στάλιν»:

Ιεραρχία

«Όλα έχουν αλλάξει: Οι σκοποί: από τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση, στο ‘σοσιαλισμό σε μια χώρα’. Το πολιτικό σύστημα: από τον σκοπό της επανάστασης, την εργατική δημοκρατία των σοβιέτ, στη γραφειοκρατία της γενικής γραμματείας, των αξιωματούχων, της Γκε-Πε-Ου. Το κόμμα: από την οργάνωση των επαναστατών μαρξιστών, με ελεύθερη ζωή και σκέψη με συνειδητή πειθαρχία, στην ιεραρχία των γραφειοκρατών, στη παθητική υπακοή των καριεριστών… 

Η ιδεολογία: ο Λένιν είπε: ‘Θα δούμε την προοδευτική απονέκρωση του κράτους, και το σοβιετικό κράτος δεν θα είναι σαν τα άλλα κράτη, αλλά μια τεράστια εργατική κομμούνα’. Ο Στάλιν διακηρύσσει: ‘προχωράμε προς την απονέκρωση του κράτους μέσω της ενδυνάμωσης του κράτους’. Η κατάσταση των εργατών: ο εξισωτισμός  της σοβιετικής κοινωνίας δίνει τη θέση του στη διαμόρφωση μιας προνομιούχας μειοψηφίας, πιο προνομιούχα από τις μάζες των απόκληρων που τις έχουν στερήσει όλα τα δικαιώματα».

Και απαντούσε σε όσους θεωρούσαν το Στάλιν ως τη φυσική συνέχεια του Λένιν: «Υπάρχει μεγαλύτερη αδικία απέναντι στη Ρώσικη Επανάσταση από το να την βλέπουμε με μόνο κριτήριο τον σταλινισμό; Είναι αλήθεια ότι ο σταλινισμός αναδύθηκε από αυτήν μόνο και μόνο για να τη δολοφονήσει. Όμως, αυτό ήταν προϊόν δεκατριών με δεκαπέντε χρόνων αγώνων, κι ύστερα από την ήττα του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και την Ασία!».

Η αυτοβιογραφία του, η Ζωή και Θάνατος του Λέον Τρότσκι που έγραψε μαζί με τη χήρα του τελευταίου, Ναταλία Σέντοβα, καθώς και το πιο διάσημο μυθιστόρημά του, η Υπόθεση του σύντροφου Τουλάγεφ, εντάσσονται σε αυτή την περίοδο της ζωής του. Πέθανε «πάμφτωχος, με τρύπια παπούτσια» αλλά πιστός στον αγώνα για μια κοινωνία απελευθερωμένη από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Έγραφε: «Συμπάσχω με όλους όσους πάνε ενάντια στο ρεύμα -προσπαθώντας να διασώσουν τις ιδέες, τις αρχές και το πνεύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης».. Ήταν και παραμένει ο ίδιος ένας από αυτούς τους αγωνιστές.