Όταν η Αμερικανοεβραία καθηγήτρια ιστορίας Ντέμπορα Λίπστατ έκδοσε το βιβλίο της «Άρνηση του Ολοκαυτώματος - η μεγαλύτερη επίθεση στην αλήθεια και τη μνήμη», δεν περίμενε ότι θα της έκανε μήνυση για δυσφήμηση ο γνωστότερος αρνητής του, ο συγγραφέας Ντέιβιντ Ίρβιγκ. Βασισμένη στα γεγονότα της δίκης, η ταινία «Άρνηση» περιγράφει τη μεγάλη πολιτική μάχη που δόθηκε μέσα κι έξω στο δικαστήριο και αφορούσε όχι μόνο την τύχη της Λίπστατ, αλλά μιας ολόκληρης «σχολής». Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος επιχειρούσαν να ξαναγράψουν την ιστορία εξωραϊζοντας τον Χίτλερ και μαζί μ’αυτόν ναζιστικά πολιτικά μορφώματα, όπως το βρετανικό ΒΝΡ που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’90. Οι θεωρίες τους ήταν κομμάτι της πολιτικής ατζέντας των νεοναζί.
Η ταινία παρακολουθεί την στρατηγική της υπεράσπισης που επικέντρωσε στην επιστημονική ανατροπή των ισχυρισμών του Ίρβιγκ και των ομοιών του και στην απόδειξη ότι είχαν καταφύγει συνειδητά σε χοντροκομμένα ψέματα για να δώσουν κύρος στον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τον ναζισμό. Αρνήθηκε να μπει σε πολιτική συζήτηση μέσω της κλήσης επιζώντων σαν μαρτύρων, γιατί πολύ απλά με τους ναζί δεν κάνεις πολιτική συζήτηση. Ο λόγος του Ίρβιγκ ήταν τόσο χυδαίος, που χλεύαζε τους επιζώντες και τα στρατόπεδα εξόντωσης με δηλώσεις του επιπέδου «περισσότερες γυναίκες πέθαναν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του γερουσιαστή Κένεντι παρά στο Άουσβιτς»...
Με τα φώτα των ΜΜΕ και του κόσμου στραμμένα στο αποτέλεσμα, η αθώωση της Λίπστατ ήταν κομβική νίκη στο να μπει φρένο στον Ίρβιγκ και τους τραμπούκους του ΒΝΡ. Έξω από το δικαστήριο διακρίνονται και στην ταινία οι στρογγυλές κίτρινες πικέτες του Αντιναζιστικού Συνδέσμου, της οργάνωσης που έδινε την ίδια μάχη μέσα στο κίνημα και την κοινωνία. Με αφορμή την παγκόσμια μέρα Ολοκαυτώματος στις 27 Γενάρη, είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε τους αγώνες που κερδίσαμε στο παρελθόν.