Πάνω από 350 έργα 151 εικαστικών δημιουργών που υπέστησαν πολιτικές διώξεις, εκτελέσεις, φυλακίσεις, εξορία ή προσφυγιά και δημιούργησαν, τότε ή και αργότερα, σχετικά με τα γεγονότα της περιόδου 1950-1974 παρουσιάζονται στην πινακοθήκη του Δήμου της Αθήνας (Μυλλέρου και Γερμανικού, πλατεία Αυδή, Μεταξουργείο) στην έκθεση με τίτλο «Εικαστικές Τέχνες και Αντίσταση 1950 – 1974» που οργανώνει το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας από τις 24 Γενάρη μέχρι τις 12 Μάρτη. Η έκθεση αυτή έρχεται σαν συνέχεια της προηγούμενης «Εικαστικές τέχνες και Αντίσταση 1936 – 1949», που είχε διοργανωθεί από το ΕΕΤΕ το 2014 - 2015 σε Αθήνα και Πάτρα.
Πρόκειται στο σύνολό της για μια από τις σημαντικότερες ιστορικές μελέτες πάνω στην νεότερη και μοντέρνα τέχνη της χώρας, όχι όμως από την εικαστική σκοπιά, αλλά εστιάζοντας στο κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα της δημιουργίας.
Κάτω από αυτή την οπτική είναι συγκινητικό να περιδιαβαίνει κανείς ανάμεσα σε έργα καλλιτεχνών εκείνης της περιόδου που έβρισκαν τη δύναμη να δημιουργούν ακόμα και σε συνθήκες τρομοκρατίας, διωγμού ή εγκλεισμού στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Λογοκρισία
Εκατοντάδες δημιουργοί βρίσκονταν στις εξορίες και στις φυλακές συνεχίζοντας να παράγουν έργο. Πάρα πολλοί ήταν πρόσφυγες στην Ανατολική ή και στη Δυτική Ευρώπη. Για όσους παρέμειναν στην Ελλάδα ο χαφιεδισμός και η παρακολούθηση, η λογοκρισία και η απειλή της σύλληψης ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Αργότερα, στη δεκαετία του '60 η σχολή Καλών Τεχνών γίνεται εργαστήρι αντίστασης. Με την άνοδο της Χούντας σπουδαστές μπαίνουν μπροστά, δημιουργούν αφίσες, στελεχώνουν παράνομα τυπογραφεία, φιλοτεχνούν εφημερίδες και έντυπα. Οι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται την δημιουργία τους εκτός από τρόπο έκφρασης και ως ένα σημαντικό εργαλείο διαμόρφωσης συνειδήσεων.
Η τρομοκρατία του μετεμφυλιακού κράτους, η καταστολή απέναντι στο κίνημα Ειρήνης και τα Ιουλιανά, η Χούντα και το Πολυτεχνείο εμπλέκονται με τα διεθνή γεγονότα του Ψυχρού Πολέμου, τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τον αντιπολεμικό ξεσηκωμό, τους αντιαποικιακούς αγώνες, τον Μάη του '68 και τους αγώνες ενάντια στο Απαρτχάιντ και τις φυλετικές διακρίσεις. Ένα πανόραμα των αγώνων της μεταπολεμικής Ελλάδας αλλά και όλου του κόσμου μέσα από τη χαρακτική, τη ζωγραφική, την γλυπτική, το κολάζ, τις εγκαταστάσεις και κάθε είδους εικαστική εκφραστική δυνατότητα.
Τα επιλεγμένα έργα απαρτίζουν ένα σύνολο εικαστικής δημιουργίας που αποδεικνύει στην πράξη πώς τα εργαλεία της τέχνης μπορούν να μεταδόσουν μηνύματα με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Έργα φτιαγμένα δεκαετίες πίσω που το μήνυμά τους παραμένει επίκαιρο και κατανοητό δυο και τρεις γενιές μετά.
Όμως έξω από την ιστορικότητα των ίδιων των έργων και των δημιουργών τους και περισσότερο από την προηγούμενη μεγάλη έκθεση της περιόδου '36 - '49 (μιας “πολεμικής” περιόδου που άνοιγε με τους αγώνες του 1936, την κατασταλτική μανία της δικτατορίας του Μεταξά και συνέχιζε με τον πόλεμο, την κατοχή, την απελευθέρωση και τον εμφύλιο) η νέα αυτή έκθεση έχει πολύ ουσιαστικότερο εικαστικό ενδιαφέρον.
Τα 25 αυτά χρόνια της μεταπολεμικής Ευρώπης υπήρξαν τρομερά σημαντικά για την ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης. Όπως και διεθνώς έτσι και με τους Έλληνες καλλιτέχνες η επίδραση του μοντερνισμού είχε σαν αποτέλεσμα να μπουν οι βάσεις για τη σύγχρονη δημιουργία. Ταυτόχρονα ήταν η περίοδος με πολύ σημαντικές ζυμώσεις πάνω στα ζητήματα της εμπορευματοποίησης της Τέχνης και τις προσπάθειες ενσωμάτωσής της. Η έκθεση του ΕΕΤΕ προσφέρεται ακόμα και για μια εικαστική ξενάγηση στην νεότερη ιστορία της τέχνης.
Σημαντικό στοιχείο της συνέχισης της μελέτης πάνω στη νεότερη δημιουργία είναι ότι παράλληλα με την έκθεση θα λειτουργεί στο χώρο «εργαστήριο Ιστορίας της Τέχνης», όπου σε μια βάση δεδομένων κατατίθενται στοιχεία γύρω από τους καλλιτέχνες στην περίοδο 1936-1974.
“Από την μεριά του ΕΕΤΕ δεν βάζουμε ως πρόταγμα την αισθητική αρτιότητα ή την αναγνωρισιμότητα κάποιου δημιουργού αλλά την αντιστασιακή δράση των καλλιτεχνών. Είναι μια προσπάθεια να ολοκληρώσουμε μια αρχειακή μελέτη πολλών ετών στέλνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα αντίστασης”, θα πει η πρόεδρος του ΕΕΤΕ, Εύα Μελά εξηγώντας πως στις σημερινές συνθήκες η Τέχνη δεν μπορεί να είναι θεατής.