Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Star Wars VII Η δύναμη ξυπνά(;)

Ας αρχίσουμε λοιπόν… Πριν πολλά-πολλά χρόνια (25 Μαΐου 1977), σε ένα μακρινό γαλαξία (στις ΗΠΑ) βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη Τζωρτζ Λούκας, Ο Πόλεμος των Άστρων: «Η νέα ελπίδα» (Η πρώτη ταινία της σειράς, τέταρτη [IV] χρονολογικά ως προς την γενικότερη υπόθεση. Σας μπέρδεψα; Δείτε τις.).
 
Η ταινία αυτή –παρόλο που σήμερα δεν είναι εύκολο να το πιστέψει κανείς- ξεκίνησε ως b-movie του κερατά. Με προϋπολογισμό 11 εκατ. δολαρίων και άπειρες καινοτομίες ως προς τα οπτικά εφέ και το μακιγιάζ, κατάφερε παρ’ όλα αυτά να καταστεί σημείο αναφοράς τόσο καλλιτεχνικά, όσο φυσικά και εμπορικά. Ακολούθησαν οι δύο συνέχειες, ώστε να συμπληρωθεί η πρώτη τριλογία.
Παιδί της πολιτικά ανήσυχης και αρκετά παραγωγικής δεκαετίας του 1960, ο Τζωρτζ Λούκας κατάφερε να εκφράσει την επιθυμία των περισσοτέρων εκείνη τη περίοδο για έναν καλύτερο κόσμο. Σίγουρα χωρίς πόλεμο, με περισσότερη δημοκρατία και λιγότερο αυταρχισμό και εννοείται χωρίς διακρίσεις.
 
Απογοητευμένος μάλλον από την προοπτική ότι κάτι τέτοιο μπορεί ποτέ να συμβεί στην πραγματική ζωή, μετέθεσε το όνειρό με κινηματογραφικό τρόπο σε μια πάλη ανάμεσα σε καλούς και κακούς σε έναν μακρινό και φανταστικό γαλαξία. Όχι σε καλή και κακή δύναμη. Γιατί αυτή στις ταινίες του εμπεριέχει και τις δύο εκφάνσεις. Αλλά σε ανθρώπους που κάνουνε την μία η την άλλη επιλογή. Ή και περισσότερες. Που ενίοτε κιόλας εναλλάσσονται κατά την διάρκεια της ζωής τους.
 
Που ως τέτοιες όμως στις ταινίες του είναι πέρα για πέρα διακριτές: Σε αυτούς που ακολουθούν τους Επαναστάτες και σε εκείνους που υπηρετούν τη Γαλαξιακή Αυτοκρατορία. Έτσι, εντάσσοντας σε ένα μυθικό πλαίσιο -άριστα ισορροπημένο- πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις (που εξακολουθούν όμως να έχουν τις ρίζες τους στην πραγματικότητα), κατάφερε να συμπαρασύρει στη νέα αυτή του αφήγηση όλους όσοι δεν θέλησαν να δεθούν προκαταβολικά στο κατάρτι.
 
Εξωγήινες πύλες
Και πράγματι η τεράστια επιτυχία της πρώτης τριλογίας, άλλαξε όπως ήταν αναμενόμενο και τους όρους του μετέπειτα παιχνιδιού. Από το ότι όλοι πλέον αναφερόντουσαν κατά το δοκούν στην νέα κουλτούρα που είχε δημιουργηθεί, μέχρι φυσικά την πρόσβαση στη νέα πηγή απίστευτου πλουτισμού που οι εξωγήινες πύλες της είχαν ανοίξει για την κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλυγουντ.
Από την ονομασία («Πόλεμος των Άστρων») του αντιβαλλιστικού προγράμματος των ΗΠΑ στην τελευταία φάση του στρατιωτικού ανταγωνισμού της με τα πυρηνικά της τότε ακόμα Σοβιετικής Ένωσης, μέχρι την ονομασία της τελευταίας (πάλι από τον Ρέιγκαν) ως «Αυτοκρατορίας του Κακού», φτάσαμε σήμερα στην εμπορική ανάγκη, ο διαστημικός αυτός μύθος να πρέπει να ανανεώσει τη σχέση του με τις νέες γενιές. Και τα ταμεία.
 
Έχοντας ακολουθήσει την πρώτη τριλογία, η επόμενη (1999-2005) πραγματοποιήθηκε κύρια πάνω στην ανάγκη να ανεβάσει ο Λούκας το κασέ της εταιρίας του και φυσικά των δικαιωμάτων του «Πολέμου των Άστρων», ενόψει της μελλοντικής τους πώλησης. Πράγμα που ήτανε παραπάνω από εμφανές, τουλάχιστον για τους μεγαλύτερους. Κι έτσι το σχίσμα αναμεταξύ των πιστών επήλθε αναπόφευκτα και σ’ αυτή την περίπτωση. Βασικό διαχωριστικό στοιχείο: Η ηλικία.
 
Υπόθεση που επιβεβαιώθηκε το 2013, όταν η Ντίσνεϊ εξαγόρασε τη Lucasfilms και μαζί φυσικά το brand name του «Star Wars», για μόλις… 4 δις δολάρια (Αυτά είναι ισοδύναμα!). Οπότε και πρέπει να τα πάρει πίσω. Γιατί η εξέλιξη του μύθου του «Πολέμου των Άστρων» δεν έχει να κάνει φυσικά με την αγωνία του κοινού για την εξέλιξη της αγαπημένης τους ιστορίας από το 1983 και μετά.
 
Μια τέτοια ταινία λοιπόν, όπως το Star Wars VII: «Η Δύναμη Ξυπνά» γυρίζεται γιατί θα φέρει τρελά κέρδη σε αυτούς που επενδύουν σε αυτή. Και αυτό κάνει.
 
Ο σκηνοθέτης Τζέφρεϊ Τζ. Άμπραμς, πατάει πάνω στην δοκιμασμένη συνταγή της πρώτης τριλογίας (και όχι της νεότερης) και κάνοντας ένα ριμέικ στην πραγματικότητα, προσπαθεί στηριζόμενος σε μια πετυχημένη συνταγή να ξαναβρεί το σημείο επαφής με την νέα γενιά. Λειαίνοντας κάποιες αιχμηρές γωνίες του παρελθόντος όπως τους «Επαναστάτες» που τους μετονομάζει σε «Αντίσταση» και την «Γαλαξιακή Αυτοκρατορία», «Νέα Τάξη» και αντισταθμίζοντας το με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους να πηγαίνουν στη ρακοσυλλέκτρια Ρέι και στον μαύρο νεαρό Φιν.
 
Για να είμαστε όμως όσο πιο «αντικειμενικοί» γίνεται, η ταινία δεν είναι κακή. Σίγουρα όμως δεν είναι και η συνέχεια που οι παλιοί fan θα θέλαμε και που περιμέναμε να δούμε τόσα χρόνια. Λες και το «Star Wars» είναι μια πραγματική ιστορία που κάποιοι από εμάς περιμέναμε έστω και σιγά-σιγά, να συνεχίσει να μας μαγεύει.
Πάνος Κατσαχνιάς