Πολιτισμός
Προτάσεις για κινηματογράφο

Οι μισητοί οκτώ

Η τελευταία ταινία του Ταραντίνο μοιάζει με κλειστοφοβικό θεατρικό έργο και εκτυλίσσεται σε ένα σταθμό για άμαξες στο ορεινό Γουαϊόμινγκ λίγο μετά το τέλος του Αμερικανικού εμφυλίου. 
 
Εκεί καταλύουν οκτώ (τουλάχιστον) «μπουμπούκια» της εποχής: Τυχοδιώκτες, κυνηγοί κεφαλών, σερίφηδες, ληστές, επικηρυγμένοι, στρατιωτικοί και ό,τι κακό μπορεί κανείς να φανταστεί, μια μικρογραφία της Αμερικανικής κοινωνίας και είναι δεδομένο με μαθηματική ακρίβεια ότι σύντομα θα αλληλοεξοντωθούν. Απλά ο Ταραντίνο έχει την ικανότητα να μετατρέπει ένα ποταπό συμβάν σε τρίωρο έπος μεταμοντέρνας αφήγησης, εξαντλητικού διαλόγου και τελικά αποδόμησης της αμερικάνικης ψυχής, αποτίοντας φόρο τιμής στην τέχνη του σινεμά, από τα σπαγγέτι γουέστερν μέχρι τον μεγάλο Έννιο Μορικόνε που υπογράφει τη μουσική.
 

Το μεγάλο σορτάρισμα

Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, μεταφορά στο σινεμά του ομώνυμου best-seller του Μάικλ Λιούις, το οποίο επιχειρεί να ερμηνεύσει με όρους χρηματοπιστωτικού συστήματος το πώς φτάσαμε στην οικονομική κατάρρευση του 2008.  Μια ταινία που δεν στρογγυλεύει τις λέξεις της ούτε ωραιοποιεί καταστάσεις, αντίθετα εκθέτει τον κυνισμό και την αστάθεια που χαρακτηρίζουν τα χρηματιστήρια και τις τράπεζες. Το μεγάλο σορτάρισμα δεν εστιάζει στους μεγιστάνες της Γουόλ Στριτ, αλλά σε «μικρά ψάρια», outsiders που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων με στόχο το κέρδος.
 
Κεντρική φιγούρα ο Μάικλ Μπάρι, ιδιόρρυθμος ιδιοφυής μάνατζερ μιας επενδυτικής που διαπίστωσε πρώτος γύρω στο 2005 ότι τα τότε ακμάζοντα στεγαστικά προγράμματα δεν ήταν βιώσιμα. Έτσι αποφάσισε να «σορτάρει», δηλαδή να στοιχηματίσει τις οικονομίες των πελατών του σε ένα τραπεζικό στοίχημα δομημένο πάνω στην κατάρρευσή τους. Τραπεζίτες και οίκοι αξιολόγησης, σίγουροι για τη σταθερότητα του συστήματος μπήκαν στον χορό των δισεκατομμυρίων που αποδείχτηκε μια μαύρη τρύπα με τελική κατάληξη την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς το φθινόπωρο του 2008 και τη γενική ομολογία ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Εν τω μεταξύ, οι «παίχτες» θησαύρισαν για την επιτυχία τους, απλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές και τα σπίτια τους και το σύστημα που περιέθαλψε όλη την κομπίνα συνεχίζει ατιμώρητο την πορεία του. Ο σκηνοθέτης κωμωδιών Άνταμ Μακέι έφτιαξε μια ταινία όλο νεύρο, δύναμη και σαρκασμό, που επιχειρεί να εκλαϊκεύσει τους στρυφνούς όρους, να ερευνήσει πίσω από τα τραπεζικά καταστήματα και να ερμηνεύσει τον παραλογισμό του καπιταλισμού. Και το πετυχαίνει.
 

Νοτιάς

Όσοι συγκινήθηκαν από την προηγούμενη ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, «Πολίτικη κουζίνα», δεν θα απογοητευτούν από τον «Νοτιά». Η καινούργια του ταινία είναι και αυτή φτιαγμένη με νοσταλγική διάθεση, ευαισθησία και με την πολιτική πανταχού παρούσα. Αυτή τη φορά ο Μπουλμέτης επέλεξε να αφηγηθεί την περίοδο της μεταπολίτευσης και τον προπομπό της, τη χούντα. Αυτό είναι το «μεγάλο» κάδρο, μέσα στο οποίο εξελίσσεται η «μικρή» ιστορία, η ενηλικίωση του ήρωά του, του Σταύρου. 
 
Οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες στον δεκάχρονο Σταύρο εμφανίζονται απροειδοποίητα με αφορμή τη θέα της Άννας-Μαρίας Γλύξμπουργκ στα επίκαιρα της δικτατορίας. Για να τις καταστείλει, φτιάχνει στο μυαλό του ιστορίες και αναπλάθει την ιστορία που μαθαίνει στο σχολείο με την ανατρεπτική φαντασία του. Έτσι το φινάλε του Τρωικού πολέμου μετατρέπεται στο «Τα γομάρια του ελληνικού στρατού τα νίκησαν οι Τούρκοι», προκαλώντας την οργή του διευθυντή του σχολείου αλλά και την ανησυχία των μικρομεσαίων γονιών του. Όπως αποδεικνύεται αργότερα και οι γονείς του είχαν τα δικά τους μυστικά και ψέμματα για να επιβιώσουν, ενώ πιο πολύ από όλους φαίνεται να τον καταλαβαίνει μια καφετζού, η οποία βρίσκει τη λύση στο «σκοτεινό δωμάτιο».
 
Είναι το φωτογραφικό εργαστήρι του οικογενειακού φίλου, που θα γίνει το πρώτο του καταφύγιο.
Μεγαλώνοντας, έρχεται η μεταπολίτευση κι ο Σταύρος, φοιτητής στο Πολυτεχνείο, περνάει ασφαλώς στην αριστερά και ρίχνεται με τα μούτρα στη συναρπαστική πολιτική ζωή εκείνης της περιόδου. Ο Μπουλμέτης επιχειρεί να αφηγηθεί την ιστορία των κομμουνιστικών νεολαιών που τότε οργάνωσαν στις τάξεις τους τα καλύτερα κομμάτια των νέων που αγωνίζονταν. Όχημά του η κινηματογραφική λέσχη του Πανεπιστημιου, η αξέχαστη Ίριδα, που φιλοξένησε τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις χιλιάδων φοιτητών, μεταφέροντας μαζί και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μέσα στην οργανωμένη αριστερά. Η ταινία εστιάζει σε ορισμένα στοιχεία αυτής της αντιπαλότητας, άλλοτε εύστοχα (η αντίθεση ευρυγώνιου φακού – τηλεφακού) κι άλλοτε σχηματικά (εμμονή σε ψηφοφορίες πάνω σε κάθε ζήτημα). Εκεί που τα καταφέρνει άψογα είναι στην ανάπλαση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας αυτών των χρόνων, της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης, των αναζητήσεων και των προσδοκιών, της ανελέητης αποδόμησης των εθνικιστικών μύθων. Ο κύκλος του «Νοτιά» κλείνει το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, όμως οι προσδοκίες αυτής της γενιάς παραμένουν ανεκπλήρωτες.
Δήμητρα Κυρίλλου