Ιστορία
40 xρόνια από την εξέγερση του Σοβέτο

Το Σοβέτο είναι μια τεράστια παραγκούπολη στα νοτιοδυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ στην Νότιο Αφρική, με έκταση σήμερα περίπου 200 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 1,2 εκατομμύρια κατοίκους. Δημιουργήθηκε σταδιακά από τις ρατσιστικές πολιτικές του νοτιοαφρικάνικου κράτους που απαγόρευε στους μαύρους να μένουν σε ολόκληρες περιοχές. Για να πάνε στη δουλειά στο Γιοχάνεσμπουργκ, περίπου 20 χιλιόμετρα, χρειάζονταν ιδιαίτερα «εσωτερικά διαβατήρια». 
 
Ακόμα και το όνομά του είναι κληρονομιά του απαρτχάιντ –του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων. Προέρχεται από τις πρώτες συλλαβές των λέξεων South Western Townships και καθιερώθηκε επίσημα το 1963. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το 86% των νοικοκυριών δεν διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα και το 96% τουαλέτα. Η ανεργία έφτανε στο 54%.
 
Τον Ιούνη του 1976 το Σοβέτο εξερράγη. Η αφορμή ήταν η απόφαση του ρατσιστικού κράτους να επιβάλλει τη διδασκαλία των αφρικάανς, τη γλώσσα των λευκών εποίκων (με ολλανδικές ρίζες) στα σχολεία των μαύρων. Οι περισσότεροι μαύροι δάσκαλοι έτσι κι αλλιώς δεν γνώριζαν αυτή την γλώσσα. Αλλά αυτό μικρή σημασία είχε μιας κι η απόφαση δεν είχε καμιά σχέση με την εκπαίδευση. 
 
Το ρατσιστικό καθεστώς του απαρτχάιντ δεν ενδιαφερόταν για τέτοια πράγματα. Όπως είχε δηλώσει ένας πρώην πρωθυπουργός ο Βερβόερντ: «στην κοινότητα των Ευρωπαίων δεν υπάρχει θέση για τους μαύρους για εργασία πάνω από ένα επίπεδο. Ποιος ο λόγος να διδάξεις μαθηματικά σε ένα παιδί Μπαντού [Αφρικανό] όταν δεν θα τα χρειαστεί ποτέ;» Σκοπός της απόφασης ήταν να «ενσταλάξει την πειθαρχία» στους «απείθαρχους ιθαγενείς».
 
Ο νόμος για τη διδασκαλία των αφρικάανς είχε δημοσιευτεί το 1975. Τον Απρίλη του 1976 οι μαθητές/τριες του Σοβέτο άρχισαν μια αποχή διαρκείας από τα μαθήματά τους. Στις 13 του Ιούνη οργάνωσαν το συντονιστικό της, το Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο Μαθητών του Σοβέτο. Στις 16 Ιούνη ξεχύθηκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν ενάντια σ’ αυτή την προκλητική απόφαση. 
 
Σφαγή 
Οι περίπου 20 χιλιάδες μαθητές βρέθηκαν μπροστά στην πάνοπλη αστυνομία που άνοιξε πυρ χωρίς καμιά προειδοποίηση, με πραγματικές σφαίρες. Το πρώτο θύμα, ο 13χρονος Εκτορ Πιέτερσον έγινε το σύμβολο της εξέγερσης. Συνολικά εκείνη τη μέρα η αστυνομία δολοφόνησε 21 παιδιά. 
 
Όμως, η νεολαία του Σοβέτο δεν το έβαλε κάτω. Οι διαδηλωτές απάντησαν με πέτρες, μπουκάλια, μολότοφ ακόμα και σχολικές τσάντες εκτοξεύονταν ενάντια στους δολοφόνους. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν όλο το βράδυ. Και την επόμενη μέρα 1.500 πάνοπλοι αστυνομικοί οπλισμένοι με αυτόματα και συνοδευόμενοι από τεθωρακισμένα και ελικόπτερα ανέλαβαν να αποκαταστήσουν την «τάξη». Ο στρατός πήρε θέσεις για παν ενδεχόμενο. 
 
Ο συνολικός αριθμός των δολοφονημένων είναι ακόμα ανεπιβεβαίωτος. Ένα αριθμός που έχει γίνει αποδεκτός είναι 176 νεκροί. Οι τραυματίες από σφαίρες πρέπει να έφτασαν τους χίλιους. 
 
Κύμα 
Η σφαγή πυροδότησε ένα κύμα εξεγέρσεων που απλώθηκε σε όλες τις μαύρες παραγκουπόλεις και κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Ηγεσία αυτών των εξεγέρσεων στο Σοβέτο και στο Κέιπ Τάουν ήταν η μαύρη νεολαία. Οργανώσεις της κάλεσαν και οργάνωσαν δυο μεγάλες απεργίες αλληλεγγύης τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη. Διαδηλώσεις, μποϋκοτάζ, συγκρούσεις με την αστυνομία ήταν καθημερινότητα. 
 
Στο Κέιπ Τάουν ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η «έγχρωμη» νεολαία, δηλαδή μικτής καταγωγής. Στην βρομερή ρατσιστική ιεραρχία του απαρτχάιντ αυτοί οι άνθρωποι στέκονταν λίγο ψηλότερα από τους μαύρους και τους Ινδούς. Όμως και αυτοί χρειάζονταν εσωτερικά διαβατήρια για να μετακινηθούν και να δουλέψουν και ήταν θύματα ενός σωρού ταπεινωτικών μέτρων. 
 
Ο άλλος στόχος του κινήματος ήταν οι συνεργάτες του απαρτχάιντ, ευκατάστατοι μαύροι που στελέχωναν τοπικές διοικήσεις και «κοινοβούλια» που μόνη λειτουργία είχαν να επιβάλουν τις απαγορεύσεις του καθεστώτος. Τον Ιούνη του 1977 για παράδειγμα, το κίνημα της νεολαίας ανέτρεψε το συμβούλιο των δοτών που διοικούσε το Σοβέτο.
 
Όμως, το καθεστώς επιστράτευσε όλο το οπλοστάσιο της καταστολής. Μέσα σε ένα χρόνο οι δολοφονημένοι είχαν φτάσει τους 700 και το κίνημα μπήκε σε φάση υποχώρησης. Ένα από τα πιο γνωστά θύματα της καταστολής ήταν ο Στιβ Μπίκο, ένας από τους ηγέτες του κινήματος της «Μαύρης Συνείδησης» που οι οργανώσεις του είχαν παίξει κεντρικό ρόλο στον αγώνα του Σοβέτο. 
 
Αυτοπεποίθηση 
Οι συνθήκες στο Σοβέτο ήταν άθλιες. Όμως, η εξέγερση δεν ήταν προϊόν απελπισίας. Ήταν γέννημα της αυτοπεποίθησης που είχε αρχίσει να μεγαλώνει στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70. Στις 21 Μάρτη του 1960 η αστυνομία είχε δολοφονήσει 69 διαδηλωτές σε μια άλλη παραγκούπολη, τη Σάρπβιλ. Διαμαρτύρονταν για την επέκταση των ρατσιστικών «νόμων μετακίνησης» και στις γυναίκες. Η σφαγή συγκλόνισε τη διεθνή κοινή γνώμη. Όμως, ταυτόχρονα η καταστολή που την ακολούθησε τσάκισε το κίνημα των μαύρων για περισσότερο από μια δεκαετία. Η σφαγή του Σοβέτο είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. 
 
Η μια πηγή αυτής της αυτοπεποίθησης ερχόταν από τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Το 1976 ο νοτιοφρικάνικος στρατός εισέβαλε στην γειτονική Ανγκόλα. Ήταν μια πρώην πορτογαλική αποικία, που το απελευθερωτικό της κίνημα είχε συμβάλει στην έκρηξη της Επανάστασης των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία το 1974. Δυο χρόνια μετά το MPLA (Κίνημα Λαϊκής Απελευθέρωσης Ανγκόλας), το βασικό απελευθερωτικό κίνημα, ήταν στα πρόθυρα της επικράτησης. Και το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής δεν ήθελε τέτοια ενοχλητικά παραδείγματα στην «αυλή» του. 
 
Όμως, η εισβολή (θα συνεχιζόταν μέχρι το 1980) δεν πήγε καλά. Οι μαύροι της Ν. Αφρικής μπορούσαν να δουν στις –λιγοστές τηλεοράσεις που είχαν πρόσβαση- «ανώτερους» λευκούς στρατιώτες αιχμάλωτους μαύρων ανταρτών. Αντίστοιχες εξελίξεις εκτυλίσσονταν και στην Μοζαμβίκη, μια άλλη πρώην πορτογαλική αποικία που συνορεύει με τη Ν. Αφρική. 
 
Η δεύτερη πηγή της αυτοπεποίθησης ήταν η ανάδυση του κινήματος της μαύρης εργατικής τάξης. Ο νοτιοφρικάνικος καπιταλισμός είχε βασιστεί από την γέννησή του στο ρατσισμό. Όμως καθώς ζούσε το δικό του «οικονομικό θαύμα» στις μεταπολεμικές δεκαετίες, ανέπτυσσε και τον ιστορικό του νεκροθάφτη, την μαύρη εργατική τάξη. Η ίδια η επιβολή του «απαρτχάιντ» το 1948 είχε στόχο την πειθάρχηση αυτής της τάξης που είχε δείξει δείγματα μαχητικότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. 
 
Απεργίες
Τον Γενάρη του 1973 ένα κύμα απεργιών αγκάλιασε το Ντέρμπαν, τη δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανική περιφέρεια της Ν. Αφρικής μετά το Γιοχάνεσμπουργκ. Εκείνο το μήνα περίπου 100 χιλιάδες μαύροι εργάτες σε διάφορα εργοστάσια και επιχειρήσεις κατέβηκαν σε απεργίες. Η βασική διεκδίκηση ήταν για αυξήσεις, οι μισθοί πείνας που έπαιρναν εξαφανίζονταν από τον πληθωρισμό. Το απεργιακό κύμα έφτασε στο Γιοχάνεσμπουργκ και σε άλλες περιοχές. 
 
Συνολικά το 1973 έγιναν 246 απεργίες σε διάφορους κλάδους. Τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς η αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια στους απεργούς μεταλλωρύχους του χρυσωρυχείου Western Deep Levels Mine (δυτικά του Γιοχάνεσμπουργκ). Απεργούσαν ενάντια στους μισθούς πείνας, και εισέπραξαν σφαίρες: 12 νεκροί και 38 τραυματίες ήταν ο απολογισμός. 
 
Ο συνδικαλισμός ήταν απαγορευμένος για τους μαύρους εργάτες στη Ν. Αφρική. Οι απεργίες του 1973 έσπασαν αυτή την απαγόρευση. Τα συνδικάτα των μαύρων εργατών δεν έγιναν αμέσως νόμιμα βέβαια, αλλά πλέον οι εργοδότες άρχισαν να διαπραγματεύονται μαζί τους. Δεν ήταν εύκολο όπως παλιά να ξεφορτώνονται τους ανειδίκευτους εσωτερικούς μετανάστες μαύρους -δούλευαν πια στην καρδιά του καπιταλισμού. Και οι εργάτες άρχισαν να σημειώνουν νίκες -μικρές αλλά σημαντικές. 
 
Γι’ αυτό το λόγο παρόλη την καταστολή το κίνημα δεν έσβησε μετά το Σοβέτο. Στα επόμενα χρόνια η μαύρη εργατική τάξη θα έφτιαχνε μεγάλες μαζικές οργανώσεις που οι αγώνες τους θα συγκλόνιζαν από τα θεμέλιά του το ρατσιστικό καθεστώς. Το 1984-86 οι παραγκουπόλεις θα ξεσηκώνονταν ξανά, με την πρωτοβουλία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) που είχε αποκτήσει την ηγεμονία στο κίνημα. Το τέλος του απαρτχάιντ πλησίαζε.