Το Νομοσχέδιο για την Ψυχική Υγεία και την Απεξάρτηση -που επιχειρεί να περάσει η κυβέρνηση- με σκοπό την "ολοκλήρωση" της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης χρειάζεται να προσεγγιστεί όχι μόνον ως ένα αντιδραστικό νομοσχέδιο που ουδεμία σχέση έχει με την εξέλιξη των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, αλλά και ως ένα πλάνο "ιδιωτικοποίησης" της φροντίδας της υγείας σε μια περίοδο που ο ψυχικός πόνος και η "απειλή" στην κοινωνία είναι διάχυτα. Αρχικά πρέπει να θυμηθούμε πως η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ψυχική υγεία των ανθρώπων με την τρομερή άνοδο των αυτοκτονιών, την κατάθλιψη και το άγχος συνεχώς να αυξάνονται, την ώρα που οι δείκτες του κοινωνικού προσδιορισμού της υγείας συνολικά (ανεργία, φτώχεια κ.ο.κ.) ακόμη μεγαλώνουν.
Χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω και με τη χρονιοποίηση της ψυχικής δυσφορίας και την απουσία ελπίδας μέσα στην κοινωνία, η πανδημία της COVID 19 -και η επιλογή των μέτρων αντιμετώπισής της όπως τα lockdown, η απουσία υπηρεσιών, η ατομική ευθύνη κ.ο.κ.- ήρθε να προσθέσει ακόμη περισσότερο άγχος, θλίψη και θυμό. Από την άλλη πλευρά η προσπάθεια της κυβέρνησης να προσδώσει ένα χαρακτήρα προσωρινότητας σε όλες αυτές τις κρίσεις έχει ως σκοπό στην πραγματικότητα να συσκοτίσει τις ευθύνες της. Άλλωστε όπως δείχνουν οι σχετικές μελέτες μετά την οικονομική κρίση, την υγειονομική κρίση ή την κρίση του προσφυγικού, μπροστά μας αναδύεται ίσως η μεγαλύτερη απειλή για την υγεία των ανθρώπων, αυτή της εντεινόμενης κλιματικής καταστροφής.
Η Παγκόσμια Συνδυμία "Global Syndemic", ο συνδυασμός δηλαδή του υποσιτισμού, της παχυσαρκίας και της κλιματικής αλλαγής, πρόκειται να αποτελέσει τη μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, χρόνια τώρα, το περιοδικό Lancet, τα ισχυρά πολιτικά συμφέροντα και η απουσία πολιτικής βούλησης οδηγούν τον πλανήτη στην κατάρρευση. Παράλληλα, σύμφωνα με ερευνητές στην Ουάσιγκτον, η αύξηση της θερμότητας στον πλανήτη επέφερε φέτος τους περισσότερους θανάτους, παγκοσμίως, για τα τελευταία 80 χρόνια χαρακτηρίζοντας τις θερμοκρασίες -που ήρθαν για να μείνουν αν δεν αλλάξει κάτι- ως το "σιωπηλό" δολοφόνο της εποχής. Ενώ σε έρευνα που πραγματοποίησε το Κέντρο Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Κρίσεων του τμήματος Κοινωνικής Εργασίας Αθήνας, φάνηκε πως στην πλειονότητα του κόσμου είναι διάχυτο το αίσθημα του φόβου, πως νιώθουν εντελώς απροετοίμαστοι και πως εκτιμούν πως θα υπάρξουν μεγάλα καταστροφικά γεγονότα στην Ελλάδα.
Κρίσεις
Ως εκ τούτου, είναι σαφές πως οι κρίσεις του καπιταλισμού και οι επιπτώσεις τους στην υγεία των ανθρώπων όχι μόνον δεν είναι προσωρινές, αλλά κλιμακώνονται χωρίς καμία ουσιαστική παρέμβαση για να ανακοπούν. Ποια όμως είναι η κατάσταση στις υπηρεσίες ΨΥ σήμερα; Η ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης (στην οποία επιθυμούν να προχωρήσουν με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο) δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή για δύο λόγους. Πρώτον διότι η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα ποτέ δεν έφτασε σε ένα σημείο ωρίμανσης για να μπορούμε να μιλάμε για ολοκλήρωσή της, σήμερα, και δεύτερον γιατί αυτή δεν μπορεί να προσεγγιστεί ξέχωρα από την κοινωνική πραγματικότητα που επικρατεί συνολικά στην κοινωνία.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος αρκεί να πούμε πως ενώ τα ειδικά θεραπευτήρια-ψυχιατρικά νοσοκομεία θα έπρεπε να μην υπάρχουν (μόνο εφόσον πρώτα είχε δημιουργηθεί εκείνο το κοινοτικό πλαίσιο που θα το επέτρεπε), όχι μόνον υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, αλλά σημειώνουμε ίσως και το μεγαλύτερο ποσοστό ακούσιων νοσηλειών στην Ευρώπη, της τάξεως του 70/100. Είναι τουλάχιστον υποκριτικό να μιλάμε για ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης όταν σήμερα εκατοντάδες άνθρωποι έρχονται δια της βίας στα νοσοκομεία, εξαιτίας του γεγονότος ότι ουσιαστικά είναι παρατημένοι χωρίς πλαισίωση στην κοινότητα. Δεύτερον, τα ψυχιατρικά νοσοκομεία "στενάζουν". Σε τμήματα οξέων 30 και 40 κλινών, νοσηλεύονται 50+ άτομα, με εφημερίες σχεδόν μέρα παρά μέρα και με τη δαμόκλειο σπάθη του γρήγορου εξιτηρίου, όχι για θεραπευτικούς λόγους, αλλά για να υπάρχουν διαθέσιμα κρεβάτια στην επόμενη εφημερία.
Τρίτον, αυτή την ώρα υπάρχουν κοντά στις 5.000 κλίνες σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές όπου δεν νοσηλεύουν ασθενείς με χαρακτήρα βραχείας νοσηλείας, αλλά λειτουργούν ως ιδρύματα ακριβώς γιατί στην κοινότητα δεν υπάρχει καμία λύση για αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι, οι οικογένειές τους αναγκάζονται να πληρώνουν περί τα 1.000 και 2.000 ευρώ μηνιαία και οι ασθενείς να βρίσκονται "εγκλωβισμένοι" εκεί ή οι φτωχότεροι όλων να "εγκλωβίζονται" ως χρόνιοι στα δημόσια νοσοκομεία. Αυτές τις κλινικές βέβαια, όπως και τα ιδιωτικά προγράμματα απεξάρτησης τα οποία έως σήμερα ήταν παράνομα, προσπαθεί να ενισχύσει το εν λόγω νομοσχέδιο.
Τέταρτον, η πρωτοβάθμια Ψυχική Υγεία είναι ανύπαρκτη και παραδομένη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Με πρόφαση την αποφυγή της γραφειοκρατίας του Δημοσίου, η απαρχή της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και οι χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δόθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ΜΚΟ, με αποτέλεσμα τα δημόσια νοσοκομεία σήμερα να έχουν ελάχιστες δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και τα διοικητικά συμβούλια των εκάστοτε εταιριών να διαμορφώνουν επί της ουσίας την πρωτοβάθμια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιλογής ήταν το πρόσφατο κλείσιμο γηροψυχιατρικού οικοτροφείου λόγω "κακής διαχείρισης", όταν ούτε ένα χρόνο πριν η υφυπουργός Υγείας έκοβε μαζί με τη διοίκηση την κορδέλα των εγκαινίων του. Οι ασθενείς πριν λίγες μέρες επέστρεψαν σε δημόσια ψυχιατρικά νοσοκομεία και το μέλλον τους είναι εν ολίγοις γνωστό-άγνωστο. Στην ίδια κατεύθυνση αυτό το νομοσχέδιο δεν ήρθε για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, αλλά για την ολοκλήρωση της διάλυσής της και το πέρασμά της σε ιδιώτες, στην εκκλησία και συνολικά την ανάληψη της ευθύνης της υγείας από την οικογένεια.
Ιδιώτες-Εκκλησία-Οικογένεια
Μέσα σε μόλις τρία χρόνια έχουμε δει από την πλευρά του Υπουργείου Υγείας: τον πρωτοφανή νόμο 4999/2022 περί ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, την εγκύκλιο περί ιδιωτικών ΕΚΑΒ, τα απογευματινά χειρουργεία, τη σύσταση δεκάδων Μονάδων Έγκαιρης Παρέμβασης στην Ψύχωση με ΣΔΙΤ, το άνοιγμα δεκάδων ιδιωτικών Μονάδων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης με Μ.Κ.Ο., την υπ’αριθμ. πρωτ. N/Γ.Π. οικ. 36375/5/07/2024 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας και την πρωτοφανή εμπλοκή της Εκκλησίας στη δημιουργία Δομών Ψ.Υ. -και μάλιστα ενόσω βρίσκεται σε εξέλιξη το τρομερό σκάνδαλο της Κιβωτού του Κόσμου-, το εν λόγω νομοσχέδιο για την Ψ.Υ και την Απεξάρτηση και εν συνόλω εκατομμύρια ευρώ να διακινούνται, ενώ η εικόνα από το πεδίο παραμένει ίδια και χειρότερη.
Μια εικόνα που στην πράξη οδηγεί επαγγελματίες και μη να χρησιμοποιούν την οικογένεια ως υπόχρεη να φροντίσει για την υγεία και την ψυχική υγεία των ανθρώπων που έχουν ανάγκη, ελλείψει των απαραίτητων δικτύων και ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας, που ακουμπά στις ανάγκες του κόσμου. Με λίγα λόγια η Υγεία, με ραγδαίους ρυθμούς, μετατράπηκε από δημόσιο δικαίωμα σε μια κατάσταση με "ιδιωτικά" χαρακτηριστικά, θέτοντας στο κέντρο μια απενοχοποιημένη βιομηχανία της φροντίδας που εξαιτίας της η πλειονότητα του κόσμου υποφέρει, ενώ οι λίγοι κερδοφορούν. Κλείνοντας, νομίζω πως καθίσταται σαφές ότι η επίκληση σε μια "άλλη" Ψυχική Υγεία και μεταρρύθμιση, η οποία πραγματοποιείται σήμερα από το Υπουργείο Υγείας, γίνεται με καθαρά εργαλειακό τρόπο προτάσσοντας κυρίως ένα βιολογικό πρόσημο στην Ψυχική Υγεία.
Εάν πραγματικά ήθελαν να υποστηρίξουν την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, η ενίσχυση των προγραμμάτων "Βοήθεια στο Σπίτι", η δημιουργία κοινοτικού δικτύου και Κέντρων Ψυχικής Υγείας, που θα συντόνιζαν τα Νοσοκομεία, η αντιμετώπιση της φτώχειας κ.ο.κ. θα μπορούσαν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Το γεγονός ότι δεν προχωρούν σε ένα τέτοιο σχέδιο όμως αποτελεί επιλογή. Γι' αυτό και δεν ξεχνούμε πως το όραμα για μια Δημοκρατική Ψυχιατρική πάνω στο οποίο βασίστηκε οποιαδήποτε στοιχειώδη πραγματική αλλαγή συνέβη έως σήμερα, έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του '70 και στα κοινωνικά κινήματα του Μάη του '68. Και όπως τότε έτσι και σήμερα είναι αδύνατον να φτιάξουμε μια επιστημονική ιδεολογία στον χώρο της Ψυχικής Υγείας, αν εξετάζοντας την αρρώστια συνεχίζουμε να προσκρούουμε στον ταξικό χαρακτήρα της επιστήμης που θα έπρεπε να τη μελετά και να τη θεραπεύει. Το ανίατο του αρρώστου όπως μας έλεγε ο Μπαζάλια είναι εγγενές στην ίδια τη φύση του χώρου που τον φιλοξενεί και αυτή η φύση δεν εξαρτάται άμεσα από την αρρώστια: η ανάρρωση έχει ένα κόστος, συχνά πολύ υψηλό και ως εκ τούτου είναι ένα γεγονός πιο πολύ με οικονομική και κοινωνική διάσταση, παρά με μια τεχνικό/επιστημονική λύση.
Mαρία Μπολοβίνα
μέλος ΔΣ Σωματείου, Εργαζόμενων Ψ.Ν.Α. "Δρομοκαΐτειο", υποψήφια διδακτόρισσα στην Υγεία