Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Ταξί στην Τεχεράνη

Ο Τζαφάρ Παναχί είναι ένας σπουδαίος Ιρανός δημιουργός. Μαθητής του Αμπάς Κιαροστάμι, βασικός εκπρόσωπος του Ιρανικού «Νέου Κύματος» στον κινηματογράφο, έχει γυρίσει ταινίες που αναδεικνύουν τις κοινωνικές, εθνοτικές και έμφυλες αντιθέσεις της Ιρανικής κοινωνίας, με τις γυναίκες συνήθως σε πρώτο πλάνο. «Το Λευκό μπαλόνι», «Οφ σάιντ», «Ο κύκλος» είναι έργα που διακρίθηκαν σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ προβάλλοντας αθέατες όψεις και αντιφάσεις της Ιρανικής κοινωνίας, πολύ διαφορετικές από τα στερεότυπα που καλλιεργούνται για τη χώρα του. 
 
Δυστυχώς (ή ακριβώς γι’αυτό το λόγο), το καθεστώς των μουλάδων που κυβερνά το Ιράν τον τιμώρησε με διώξεις και τελικά του απαγόρευσε να γυρίσει οποιαδήποτε ταινία για 20 χρόνια! Όμως δεν το έβαλε κάτω. Από το 2010 που του απαγορεύτηκε η έξοδος από το Ιράν, γύρισε παράνομα τρία έργα: «Αυτό δεν είναι ταινία» (η ιστορία της δίωξής του), «Το κλειστό παραπέτασμα» και το «Ταξί», που καταχειροκροτήθηκε πέρσι στη Μπερλινάλε, χαρίζοντάς του το πρώτο βραβείο.
 
Και οι τρεις είναι γυρισμένες με στοιχειώδη μέσα και ταξίδεψαν παράνομα στο εξωτερικό σε στικάκια κρυμμένα με τους πιο απίθανους τρόπους. Στην τελευταία εμφανίζεται και ο ίδιος, σαν ένας παράνομος ταρίφας, από τις χιλιάδες που κυκλοφορούν καθημερινά στο χάος της Τεχεράνης, τονίζοντας έτσι τον «ανεπίσημο τομέα» της Ιρανικής κοινωνίας. Μέσα στο όχημα έχει κρύψει τρεις μίνι κάμερες και καταγράφει τις ιστορίες που του αφηγούνται οι επιβάτες του: Ένας νταής ξεσπαθώνει υπέρ της θανατικής ποινής (που εφαρμόζεται κατά κόρον στο Ιράν) και παίρνει αποστομωτικές απαντήσεις από μια γυναίκα, που τελικά μαθαίνουμε ότι είναι η δικηγόρος Νασρίν Σοτουντέχ, γνωστή για τη συμμετοχή της στους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα. Όταν τον προκαλεί να αποκαλύψει τι δουλειά κάνει, ομολογεί ότι είναι κλέφτης, αλλά δεν ληστεύει ποτέ φτωχούς, «θάπρεπε να κρεμάνε όσους ληστεύουν τους φτωχούς...». Ένας πωλητής παράνομων dvd, πολύ περήφανος για το επιμορφωτικό του έργο, καθώς κάνει τον Γούντι Άλεν, αλλά και τον απαγορευμένο Παναχί προσιτό σε ολόκληρη την κοινωνία του Ιράν! Ένας τραυματισμένος άντρας μεταφέρεται στο νοσοκομείο αιμόφυρτος και ζητά από τον ταξιτζή να βοηθήσει τη γυναίκα του σε περίπτωση που πεθάνει, να δικαιούται κληρονομιά. Τελευταία παρουσία, η ανηψιά του, η δωδεκάχρονη Χάνα, επίδοξη κινηματογραφίστρια, με την οποία συζητά για την ελευθερία της έκφρασης στο σημερινό Ιράν. 
 
Πιστός στην ουμανιστική παράδοση του Νέου Κύματος (η ταινία μας θυμίζει το «Δέκα» που είχε γυρίσει το 2002 ο Κιαροστάμι), δεν βγάζει κανένα αφορισμό, καταγγελία, ούτε διαπνέεται από διδακτισμό. Περιβάλλει με συμπάθεια και χιούμορ τους επιβάτες και τις ιστορίες τους και αφήνει μια νότα αισιοδοξίας, όταν η Σοτουντέχ προσφέρει ένα από τα τριαντάφυλλα που κρατά στην κάμερα.
 

Μικρή Άρκτος

Η ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου πρακολουθεί την περίεργη σχέση της Όλγας και του Δημήτρη μέσα από τη ματιά του Δημήτρη. Αυτός ταυτίζεται με την κάμερα και ο θεατής δεν τον βλέπει ποτέ.
 
 Δυο άνθρωποι μοναχικοί και δυσλειτουργικοί κάνουν συνεχείς προσπάθειες να συνδεθούν ουσιαστικά και να αντιμετωπίσουν τα τραύματα που τους κυνηγάνε, όμως οι προθέσεις δεν φτάνουν. Με το άνοιγμα της ταινίας γνωρίζουμε ότι ο Δημήτρης έχει χτυπήσει άσκημα την Όλγα μέσα σε ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής. Η ταινία ακολουθεί το πώς έφτασε να ασκήσει τέτοια βία. 
Μέσα σε μια βρώμικη και μελαγχολική Αθήνα, η «Μικρή άρκτος» αναζητά τα μυστικά και τα ψέματα του «άλλου εαυτού» με αμεσότητα και ευαισθησία που αναπληρώνουν τα κενά στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων. 
 

Καύση

Παρά τον επίκαιρο τίτλο, η ταινία του Στράτου Τζίτζη απογοητεύει όσους ενθουσιαστήκαμε με την προηγούμενή του «45 τετραγωνικά». 
 
Ένας ροκ καλλιτέχνης πεθαίνει και οι πέντε κοντυνότεροί του άνθρωποι προσπαθούν να αποφασίσουν την τύχη του πτώματος, σε μια Αθήνα που καίγεται από επεισόδια. Ενδιαφέρον θέμα που «καίγεται» δείχνοντας ανθρώπους – καρικατούρες, μέσα στη ρηχότητα, τη ματαιοδοξία και το φτηνό χιούμορ. Μια αντίληψη που υποτιμά και προσβάλλει τον κόσμο που υποτίθεται ότι θέλει να παρουσιάσει. Όχι τυχαία, τελικά το αδιέξοδο «καθαρίζουν» οι χρυσαυγίτες της οικογένειας. Ντροπή και κρίμα!