Η Αριστερά
Με έμπνευση από τους επαναστατικούς Μάηδες της τάξης μας

Παρίσι, Μάης 1968

Ξαφνικά, ακόμα και τα πιο μεγάλα ΜΜΕ ανακαλύπτουν ότι οι εργάτες και οι εργάτριες έχουν δύναμη. «Είστε η μηχανή που κάνει τα πάντα να λειτουργούν» λένε οι στίχοι ενός τραγουδιού της Αλίσια Κιζ που έπαιζε το CNN την περασμένη βδομάδα. Στο βίντεο διαδέχονταν η μια την άλλη οι εικόνες των εργαζόμενων στις αποθήκες, στα νοσοκομεία, στα σουπερμάρκετ και τα φάστφουντ, των εκπαιδευτικών και των καθαριστριών, των εργαζόμενων στις συγκοινωνίες. Όμως, η τάξη που κάνει τα πάντα να λειτουργούν, έχει και τη δύναμη να δώσει τη δική της απάντηση στην κρίση ενός συστήματος που γεννά πανδημίες και φτώχεια. Αυτό είναι το μήνυμα της φετινής εργατικής Πρωτομαγιάς. 

Σύγκρουση

Αυτή η προοπτική περνάει από την σύγκρουση με τις κυβερνήσεις και τις άρχουσες τάξεις που υπηρετούν, την κυβέρνηση της ΝΔ εδώ. Οι επιλογές τους σήμαναν ότι εκατοντάδες εκατομμύρια «απλοί» άνθρωποι βρέθηκαν ανυπεράσπιστοι απέναντι στην πανδημία του κοροναϊού. Κι ενώ η απειλή δεν έχει εξαφανιστεί βιάζονται για «επανεκκίνηση της οικονομίας» φορτώνοντας τα βάρη της κρίσης του συστήματός τους στις δικές μας πλάτες. 

Μας λένε ότι ο Μάης είναι η αφετηρία της «εξόδου» από την κρίση. Λένε ψέματα. Η δικιά μας απάντηση είναι να κάνουμε τον Μάη αφετηρία της επίθεσης της εργατικής τάξης. Σε αυτή την αναμέτρηση μας χρειάζεται η παράδοση των «Μάηδων» της εργατικής τάξης που σημάδεψαν την ιστορία. Όχι μόνο για να εμπνευστούμε αλλά και για να δυναμώσουμε την Αριστερά του αντικαπιταλισμού και της επανάστασης που βαδίζει σε αυτό το δρόμο.


 


Θεσσαλονίκη, Μάης 1936

1936

Στις αρχές του 1936 ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ γύρισε ένα ντοκιμαντέρ που έμεινε στην ιστορία. Είχε τίτλο La vie est nous, Η Ζωή είναι δική μας. Το χρηματοδότησε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα για την προεκλογική εκστρατεία του Απρίλη εκείνης της χρονιάς. Σε μια σκηνή ένας βιομήχανος υμνεί την «αγορά», σε μια άλλη εργάτες επιτίθενται στους χρονομέτρες που τους βάζουν να δουλεύουν σαν τρελοί. 

Οι εκλογές έγιναν στα τέλη Απρίλη, το Λαϊκό Μέτωπο θριάμβευσε. Κι η εργατική τάξη αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να κάνει τη ζωή δική της, με τη συλλογική δράση της στα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς. Δεν ήταν μια ξαφνική παρόρμηση: τα χρόνια που είχαν προηγηθεί είχε δώσει μάχες ενάντια στο φασισμό που σήκωνε κεφάλι, ενάντια στις θυσίες που είχε φέρει η μεγαλύτερη κρίση του καπιταλισμού μέχρι τότε. 

Στις 11 Μάη οι εργάτες στο εργοστάσιο αεροπλάνων Μπρεγκέ στη Χάβρη έκαναν απεργία και κατάληψη που κράτησε μια νύχτα. Ανάγκασαν το αφεντικό να επαναπροσλάβει δυο συνδικαλιστές που είχε απολύσει και επίσης, κάτι ανεπανάληπτο, να πληρώσει και τα μεροκάματα της απεργίας. Στις 13 και 14 Μάη έγιναν παρόμοιες απεργίες σε εργοστάσια στην Τουλούζη και το Παρίσι.

Ρήγμα

Το αποφασιστικό ρήγμα ήρθε στις 28 Μάη, στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ρενό Μπιγιανκούρ, στο Παρίσι. Ήταν η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία έξω από τις ΗΠΑ. Εκεί δούλευαν τριάντα χιλιάδες εργάτες -κατασκεύαζαν από αυτοκίνητα μέχρι τρακτέρ και κινητήρες αεροπλάνων. 

Ήταν επίσης ένα σκληρό αντεργατικό κάστρο: τρελοί ρυθμοί δουλειάς, χαφιέδες παντού, απαγορεύσεις, «στρατιωτική πειθαρχία» που επέβαλαν οι εργοδηγοί και οι «τεχνικοί». Οι πρώτες, μικρές, μάχες, είχαν ξεσπάσει το 1935: ένα από τα «ταπεινά» αιτήματα των εργατών ήταν η κατασκευή ενός γκαράζ για τα ποδήλατά τους. 

 Η απεργία και η κατάληψη της Ρενό-Μπιγιανκούρ έσυρε τους εργοδότες της βαριάς βιομηχανίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το απεργιακό κύμα έμοιαζε να καταλαγιάζει. Οι εργοδότες δέχτηκαν αιτήματα για αυξήσεις αλλά ήταν ανένδοτοι στο ζήτημα της συλλογικής σύμβασης. Τούτο θα σήμαινε ότι αναγνωρίζουν το δικαίωμα του συνδικάτου να έχει λόγο στο «βασίλειό» τους. Οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και το απεργιακό κύμα πήρε γιγάντιες διαστάσεις. Περίπου 150 χιλιάδες μεταλεργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια που δούλευαν στην περιφέρεια του Παρισιού. 

 Ήδη από την 1 Ιούνη το κίνημα είχε αρχίσει να απλώνεται στα μικρότερα εργοστάσια. Το μεσημέρι εκείνης της μέρας 66 εργοστάσια είχαν καταληφθεί. Στο σχόλασμα της βάρδιας ο αριθμός είχε φτάσει τα 150. Στις μέρες που ακολούθησαν οι απεργίες εξαπλώθηκαν στη χημική βιομηχανία, στην υφαντουργία, στις μεταφορές, στη βιομηχανία τροφίμων, στα τυπογραφεία, στη βιομηχανία κατασκευής επίπλων, στα διυλιστήρια. 

Από το Παρίσι εξαπλώθηκε στις άλλες πόλεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αφεντικά έσπευδαν να υπογράψουν τοπικές συμφωνίες, όμως σε λίγες ώρες οι απεργίες ξανάρχιζαν. Στις 4 Ιούνη η απεργία είχε παραλύσει τη διανομή του τύπου, είχε κλείσει τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Τα κοινά χαρακτηριστικά παντού ήταν η ενεργητική συμμετοχή των ασυνδικάλιστων εργατών και εργατριών στην απεργία και την κατάληψη και η μεγάλη συμπαράσταση από τα φτωχά μικροαστικά στρώματα. Η εργατική τάξη βάδιζε μπρος και έδινε ελπίδα. 

 Στις 4 Ιούνη η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά της. Εκείνη τη μέρα 500 χιλιάδες εργάτες και εργάτριες βρίσκονταν μέσα σε κατειλημμένα εργοστάσια. Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή. Κόκκινες σημαίες κυμάτιζαν στις πύλες και τις τσιμινιέρες. Κι όχι μόνο στα εργοστάσια. Μια από τις διάσημες φωτογραφίες εκείνων των ημερών είναι οι εργαζόμενες στο πολυκατάστημα Γκαλερί Λαφαγιέτ που ξεκουράζονται στην ταράτσα του. Οι απεργοί οργάνωναν συναυλίες και χορούς, με όλη τη γειτονιά να συμμετέχει και να εξασφαλίζει την τροφοδοσία.

Οι καπιταλιστές ήταν τρομοκρατημένοι. Όταν οι αντιπρόσωποί τους πήγαν στην συνάντηση με τα συνδικάτα που κάλεσε ο πρωθυπουργός Λεόν Μπλουμ υπέγραψαν τις συμφωνίες της Ματινιόν (η πρωθυπουργική κατοικία). Για πρώτη φορά καθιερώνονταν οι συλλογικές συμβάσεις, η εβδομάδα των 40 ωρών εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών -αντίθετα έγιναν αυξήσεις. 

Κατακτήσεις

Και επίσης κάτι πρωτόγνωρο: δυο βδομάδες πληρωμένες διακοπές για όλους τους εργάτες/τριες. Το καλοκαίρι του 1936 εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες έκαναν «κοινωνικό τουρισμό». Έφτασαν μέχρι τα πολυτελή θέρετρα των πλουσίων: μια εργάτρια από το Παρίσι περιέγραφε αργότερα τη φρίκη στα πρόσωπα των πλούσιων παραθεριστών στα εστιατόρια της Κυανής Ακτής που πίστευαν ότι ο «όχλος» έτρωγε με τα χέρια. 

Καμιά από αυτές τις κατακτήσεις δεν υπήρχε σαν αίτημα στο προεκλογικό πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου. Και το εντυπωσιακό ήταν ότι η εργατική τάξη δεν γύριζε στη δουλειά επειδή οι συνδικαλιστές με τις ευλογίες των υπουργών υπέγραψαν ένα «κοινωνικό συμβόλαιο». Οι καταλήψεις και οι απεργίες συνεχίστηκαν. Ένα σύνθημα που άρχιζε να διαδίδεται ήταν το «Όλα είναι δυνατά!»

Χρειάστηκε η παρέμβαση του ΚΚΓ, που είχε το μεγαλύτερο κύρος από τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου, για να σταματήσει το κύμα. Ο Τορέζ, ο γραμματέας του, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο δήλωνε ότι «πρέπει να ξέρουμε πότε να σταματάμε μια απεργία». Λίγες μέρες μετά, βρέθηκε στην Μασσαλία να τραβάει το αυτί στους «τυχοδιώκτες» που συνέχιζαν τις καταλήψεις, μέχρι και το διάσημο καζίνο της ήταν υπό κατάληψη. 

Η Αριστερά του κοινοβουλευτικού δρόμου έλεγε εκείνο τον Μάη και Ιούνη ότι όχι, δεν «είναι όλα δυνατά». Δεν έλεγε αλήθεια κι όχι μόνο για την Γαλλία. Ο Μάης του ’36 ήταν η άνοιξη των εργατών και αλλού. 

Στην Ελλάδα ήταν ο μήνας της Γενικής Απεργίας στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη βόρειο Ελλάδα. Οι «μέρες Μαγιού» ξεκίνησαν με την απεργία των καπνεργατών για την συλλογική τους σύμβαση και μετά την σφαγή των διαδηλωτών από την αστυνομία μετατράπηκε σε μια μετωπική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση του Μεταξά που λίγους μήνες μετά θα επέβαλε τη δικτατορία του Παλατιού και του στρατού. Για δυο μέρες η Θεσσαλονίκη βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής. Η εξάπλωση της απεργίας μπορούσε να φέρει την πτώση της κυβέρνησης και να φράξει το δρόμο στα δικτατορικά σχέδια. Όμως, η ευκαιρία χάθηκε, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ κυνηγούσε τη συνεργασία με το αστικό κόμμα των Φιλελευθέρων και δεν ήθελε «τυχοδιωκτισμούς». 

Οι εφημερίδες που κάλυπταν τα «γεγονότα» έγραφαν για «την όψιν της ισπανοποιηθείσας Θεσσαλονίκης». Πράγματι, εκείνο τον Μάη η εργατική τάξη στην Ισπανία βρισκόταν στη κορύφωση ενός τεράστιου κύματος πολιτικών και οικονομικών απεργιών και ριζοσπαστικοποίησης. Τον Ιούλη το πραξικόπημα του στρατηγού Φράνκο θα άνοιγε την αυλαία στην Ισπανική Επανάσταση.


1968

Στις 29 Μάη του 1968 οι ειδήσεις ανέφεραν την εξαφάνιση του πανίσχυρου προέδρου της Γαλλίας, του Σαρλ Ντε Γκολ. Αποδείχτηκε ότι είχε πάει στο αρχηγείο των γαλλικών στρατευμάτων στη Δυτική Γερμανία για να συναντήσει τον διοικητή τους, έναν παλιό γνώριμο. Όταν τον είδε του είπε «Μασού, έχουν γαμηθεί τα πάντα». Μια μαζική απεργία είχε παραλύσει τα πάντα στη Γαλλία για δυο βδομάδες. Οι «κορυφές του κράτους» είχαν παραλύσει. Αργότερα ο Εντουάρντ Μπαλαντίρ, σύμβουλος του πρωθυπουργού Πομπιντού, θα έγραφε ότι «η κυβέρνηση είχε πάψει να είναι όργανο σχεδιασμού κι αποφάσεων. Θύμιζε μια ασυνάρτητη ομάδα κουτσομπόληδων».

Ένα μήνα πριν τίποτα από αυτά δεν υπήρχε στον ορίζοντα των σχολιαστών του κατεστημένου. H Λε Νοντ διαπίστωνε στις αρχές του Απρίλη σε κύριο άρθρο της ότι «Η Γαλλία βαριέται». Ακόμα και στην πλειοψηφία της ριζοσπαστικής Αριστεράς η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι αμφισβήτηση του συστήματος δεν μπορεί να έρθει από μια εργατική τάξη «βολεμένη». 

Στην πραγματικότητα, τα μεταπολεμικά χρόνια της ξέφρενης ανάπτυξης του καπιταλισμού είχαν δημιουργήσει μια νέα εργατική τάξη κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της δεκαετίας του ’30: κόσμος που ήρθε από τα χωριά στις πόλεις στη διάρκεια της οικονομικής άνθησης των προηγούμενων χρόνων, γυναίκες που έμπαιναν μαζικά στην «αγορά εργασίας». Σε συνδυασμό με τις παραδόσεις της «παλιάς» εργατικης τάξης και τις συνθήκες της εντατικοποίησης και των χαμηλών μισθών γεννούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα. 

Σπίθα

Η σπίθα που έβαλε τη φωτιά ωστόσο ήρθε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Οι κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια είχαν κλιμακωθεί στην περίφημη «νύχτα των οδοφραγμάτων» στις 10-11 Μάη. Χιλιάδες φοιτητές αντιμετώπισαν τις λυσσασμένες εφόδους των ΜΑΤ της εποχής στο Καρτιέ Λατέν. Οι πιο έμπειροι παρατηρητές διέκριναν την συμμετοχή πολλών νέων εργατών από τις συνοικίες στις συγκρούσεις. Και την επόμενη μέρα ακόμα και η κυβέρνηση διαπίστωνε ότι οι απόπειρες να απομονώσει τους «ταραχοποιούς» έπεφταν στο κενό. 

Η εργατική τάξη συμπαθούσε τα «παιδιά». Οι απεργίες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ταχύτητα. Αυτή η πίεση αναγκάζει τα συνδικάτα να καλέσουν την πανεργατική απεργία στις 13 Μάη, προκειμένου να εκτονώσουν την οργή. Η διαδήλωση στο Παρίσι ήταν η μεγαλύτερη που είχε δει η γαλλική πρωτεύουσα από την Απελευθέρωση το 1944. 

Να πώς περιγράφει την κατάσταση ένας αυτόπτης μάρτυρας: «Ολόκληρα κομμάτια εργαζόμενων στα νοσοκομεία βάδιζαν με τις άσπρες ποδιές τους… Κάθε εργοστάσιο, κάθε μεγάλος χώρος δουλειάς αντιπροσωπευόταν με τα πανό των συνδικάτων. Πολυάριθμες ομάδες σιδηροδρομικών, ταχυδρομικών, τυπογράφων, εργαζόμενων στο μετρό, μεταλλεργατών, εργαζόμενων στο αεροδρόμιο, εμποροϋπαλλήλων, ηλεκτρολόγων, δικηγόρων, εργατών ιματισμού, τραπεζοϋπάλληλων, οικοδόμων, εργαζόμενων στις βιομηχανίες γυαλιού και χημικών, σερβιτόροι, δημοτικοί υπάλληλοι, ζωγράφοι και ντεκορατέρ, εργάτες φωταερίου, οδοκαθαριστές, οδηγοί λεωφορείων, εκπαιδευτικοί, η μια σειρά μετά την άλλη, η σάρκα και το αίμα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, μια ατέλειωτη μάζα, μια δύναμη που μπορούσε να παρασύρει τα πάντα μπροστά της, αν αποφάσιζε να το κάνει».

Όπως έλεγε ένα σύνθημα που αποθανατίστηκε σε ντοκιμαντέρ και φωτογραφίες, ο αγώνας είχε περάσει από τα «αδύναμα χέρια των φοιτητών στα δυνατά χέρια των εργατών». Μια βδομάδα ακριβώς μετά τη "νύχτα των οδοφραγμάτων", οι σιδηροδρομικοί άρχισαν να καταλαμβάνουν τους σταθμούς και τα αμαξοστάσια. 

Την Δευτέρα 20/5, οι απεργίες απλώθηκαν στις ασφαλιστικές εταιρείες, στα πολυκαταστήματα, στις τράπεζες και στα τυπογραφεία. Πλέον, περίπου δέκα εκατομμύρια εργάτες βρίσκονταν σε απεργία. Ένας άγγλος δημοσιογράφος έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στην εφημερίδα του: «Την Τετάρτη οι νεκροθάφτες κατέβηκαν σε απεργία. Δεν είναι καιρός, ούτε να πεθαίνει κανείς τέτοιες ώρες». Τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς και οι ηγεσίες των συνδικάτων αναγκάζονται να στηρίξουν τις καταλήψεις, που ξεσπάνε από τα κάτω.

Παράδοση

Και μαζί με τις απεργίες ερχόταν πάλι η παράδοση του ’36, οι καταλήψεις. Οι διευθυντές αποτέλεσαν τον αγαπημένο στόχο των εργατών. Συνήθως κατέληγαν κλειδωμένοι στα γραφεία τους παρά τις εκκλήσεις των συνδικαλιστών για την «απελευθέρωσή» τους. Μάλιστα σε περιπτώσεις όπως της Sud Aviation, τους έβαζαν να ακούν σε μεγάφωνα τη Διεθνή. Οι καταλήψεις των εργοστασίων και οι «ομηρίες» των διευθυντών αμφισβητούσαν το «ιερό δικαίωμα» της ιδιοκτησίας και διευθυντικής εξουσίας. Όταν ο Ντε Γκολ αποφάσισε να κάνει διάγγελμα στις 29 Μάη μόνο το ραδιόφωνο ήταν διαθέσιμο. Οι εγκαταστάσεις της κρατικής τηλεόρασης ήταν υπό κατάληψη. 

Η κυβέρνηση στράφηκε στις συνδικαλιστικές ηγεσίες για συμβιβασμό. Ανταποκρίθηκαν με τις «συμφωνίες της Γκρενέλ» που πρόβλεπαν 35% αύξηση στο κατώτατο μισθό ανάμεσα στα άλλα. Όμως, όταν οι συνδικαλιστές πήγαν να τις περάσουν από τη συνέλευση της Ρενό Μπιγιανκούρ οι συγκεντρωμένοι εργάτες τους άκουσαν υπομονετικά και σιωπηλοί και μετά τις καταψήφισαν. 

Ποια θα ήταν η συνέχεια; Η κλιμάκωση μέχρι να φύγει ο Ντε Γκολ και το «όλα είναι δυνατά» ή η «επιστροφή στην κανονικότητα»; Ο Ντε Γκολ δήλωσε ότι την απάντηση θα δώσουν οι κάλπες. Η ηγεσία του Γαλλικού ΚΚ υπέκυψε στο δίλημμα που είχε βάλει ο Ντε Γκολ, όπως έκανε άλλωστε συνεχώς από τη δεκαετία του ’40. Στις 29 Μάη οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές/τριες φώναζαν «Αντίο Ντε Γκολ». Όμως, για την ηγεσία του ΓΚΚ αυτή η προοπτική, η παραίτηση του Προέδρου από την πίεση της γενικής απεργίας, ήταν «τυχοδιωκτισμός». Τη λύση θα έδιναν οι κάλπες, σε συνθήκες ηρεμίας, όχι απεργιών. Οι απεργίες σταμάτησαν, η ώρα της κάλπης ήρθε κι ο Ντε Γκολ νίκησε. Μια επαναστατική ευκαιρία είχε χαθεί.

Όμως, αυτό δεν ήταν το «τέλος». Ο Μάης του ’68 στην Γαλλία ήταν η αρχή μιας παγκόσμιας έκρηξης που έφερε την εργατική τάξη και τη νεολαία να εξεγείρονται από τα εργοστάσια της Ιταλίας μέχρι τα εργοστάσια του Ντιτρόιτ, από τους δρόμους και τα πανεπιστήμια της Πόλης του Μεξικό μέχρι το Πολυτεχνείο και την Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία.