Η Αριστερά
Μετά το “σεισμό” της 8Μ: Να απαλλαγούμε από τα λάθη της θεωρίας των “αρνητικών συσχετισμών”

2/3, Συλλαλητήριο για το έγκλημα στα Τέμπη. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

Η συγκλονιστική Πανεργατική Απεργία και τα συλλαλητήρια της 8 Μάρτη έδωσαν κι ένα συντριπτικό πλήγμα στις αναλύσεις των «αρνητικών συσχετισμών» που καλλιεργούνταν από διάφορες κατευθύνσεις τα προηγούμενα χρόνια. Η άποψη ότι ο «κόσμος είναι δυστυχώς στο καναπέ του» έρχεται πλέον σε κραυγαλέα αντίθεση με την άμεση, απτή εμπειρία πολλών εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και νέων ανθρώπων. 

Όπως συμβαίνει κατά κανόνα με απόψεις που θεωρούνται «κοινή λογική», αυτές οι αναλύσεις προέρχονταν από το στρατόπεδο της άρχουσας τάξης. Δεν είναι καινούργιες, αλλά απέκτησαν ιδιαίτερη έκταση και ένταση μετά την εκλογική επικράτηση της ΝΔ τον Ιούλη του 2019. Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη αυτοπαρουσιαζόταν ως η κυρίαρχη των εξελίξεων που θα βγάλει τη χώρα από το σκοτάδι της «αριστερής παρένθεσης», θα τη βάλει στη φωτεινή λεωφόρο της ανάπτυξης και θα εξασφαλίσει ότι, για να θυμηθούμε τον Βορίδη του 2018,«η Αριστερά δεν θα ξανακυβερνήσει ποτέ γιατί έχει ελαττωματικές ιδέες». 

Αυτό ήταν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι απόψεις που υποτιμούσαν τις δυνατότητες της εργατικής τάξης και του κινήματος να αντισταθεί στις επιθέσεις της ΝΔ και της άρχουσας τάξης. Απόψεις που υποστήριζαν ότι «η πολιτική σκηνή και το εκλογικό σώμα έχουν μετατοπιστεί στα δεξιά», ο «λαός της Αριστεράς αποδιαρθρώθηκε, ηττήθηκε, έγινε σκόνη». 

Σύντομα, με την πανδημία και την καραντίνα έγιναν της μόδας οι αναλύσεις που έβλεπαν τον κόσμο παθητικό, να τρώει το σανό που σέρβιραν τα «Πετσωμένα ΜΜΕ» για τον Μητσοτάκη-Μωυσή. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, η «πολυκρίση» του συστήματος, οικονομική, περιβαλλοντική, γεωπολιτική, δεν είναι κρίση για την άρχουσα τάξη, τις ιδέες και τους θεσμούς της αλλά μόνο βάσανα και απόγνωση για τους «από κάτω».

Ψεύτικος ρεαλισμός

Αυτές οι αναλύσεις βόλευαν όλες τις ηγεσίες της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Η υποτίμηση της δυναμικής της εργατικής τάξης είναι ιστορικά το σήμα κατατεθέν της Αριστεράς του κοινοβουλευτικού δρόμου. Είναι δικαιολογία για το ψεύτικο ρεαλισμό και τους συμβιβασμούς που φέρνει αυτή η στρατηγική. 

Για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι προφανές. Το 2015 δικαιολόγησε την προδοσία του ΟΧΙ προβάλλοντας τους διεθνείς και εσωτερικούς «αρνητικούς συσχετισμούς» που δεν άφηναν περιθώρια στην κυβέρνησή του να κάνει κάτι περισσότερο από το να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο με «ταξική μεροληψία». Το 2019 εκτιμούσε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι «οδοστρωτήρας». 

Κι αυτός ο «οδοστρωτήρας» δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τα «παλιά εργαλεία» των απεργιών και του «πεζοδρομίου». Γιατί, σύμφωνα με μια ολόκληρη ομοβροντία αναλύσεων από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, ο νεοφιλελευθερισμός έχει διαλύσει τη συλλογική δύναμη της εργατικής τάξης και στη θέση της έχει προβάλει ο «δικτυωμένος ατομιστής» που συμμετέχει σε διάφορες «ταυτοτικές ομάδες» με φυσική παρουσία ή στο διαδίκτυο. 

Για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα κρίνονται στον «μεσαίο χώρο». Χάσαμε τη μεσαία τάξη, ήταν η ουσία του απολογισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και για να την κερδίσουμε ξανά, θα χρειαστεί να πάμε πιο δεξιά και «ρεαλιστικά» από το 2015. 

Οι αναφορές στην εργατική τάξη, αντίθετα, περισσεύουν από την ηγεσία του ΚΚΕ. Όμως, και εδώ η υποτίμηση βγάζει μάτια. Στα κείμενα για το 21ο συνέδριο του κόμματος το 2021, η Κ.Ε εκτιμούσε ότι «συνεχίζεται η μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος –και του κομμουνιστικού– η οποία κατά διαστήματα παρουσιάζει εξάρσεις μαζικότερων αντιδράσεων, αρκετές φορές µε αποπροσανατολιστικά ή αντιδραστικά αιτήματα». Για το ΚΚΕ η εργατική τάξη μπορεί να μην είναι διαλυμένη, είναι όμως στρατηγικά ηττημένη παρά τις «εξάρσεις». 

Τέτοιες αναλύσεις είχαν και συνεχίζουν να έχουν δυο μεγάλα μειονεκτήματα. Καταρχήν, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Σήμερα μια σειρά ηγεσίες και αναλυτές από το φάσμα της Αριστεράς εξυμνούν τα οργισμένα ποτάμια που τρέχουν στους δρόμους. Θυμίζουν τους στίχους που τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης «ξύπνησα νύχτα και μες στη σκέψη μου άστραψαν φώτα». 

Η εργατική τάξη δεν βγήκε από την εμπειρία της «πρώτης φορά Αριστερά» στρατηγικά ηττημένη, αλλά οργισμένη και πιο έμπειρη από τις μάχες της. Οι διαψεύσεις των θεωριών των «αρνητικών συσχετισμών» ήρθαν η μια μετά την άλλη με το «καλημέρα» της κυβέρνησης της ΝΔ. 

Από τους αγώνες της νεολαίας στα πανεπιστήμια μέχρι τις νικηφόρες εργατικές μάχες της efood και της Cosco. Από το ξεσηκωμό των εργατών/τριών της Τέχνης μέχρι τις απεργίες των εργαζόμενων στα νοσοκομεία που σπάσανε την καραντίνα και συγκρούστηκαν με τους Πλεύρηδες. Από το συγκλονιστικό συλλαλητήριο της 7 Οκτώβρη του 2020 με την καταδίκη της ναζιστικής συμμορίας που επισφράγισε την ήττα της μέχρι τους αγώνες ενάντια στις σεξιστικές επιθέσεις και τις απεργιακές 8 Μάρτη των προηγούμενων χρόνων. 

Η Πανεργατική Απεργία της 9 Νοέμβρη του 2022 αναγνωρίστηκε από παντού ως σταθμός. Όμως, πίσω της είχε την Πανεργατική της 6 Απρίλη του 2022. Εκείνη η απεργία είχε δώσει μια σκληρή απάντηση στην κυβέρνηση που κοκορευόταν ότι είναι με «τη σωστή πλευρά της ιστορίας» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία. Και το προμήνυμα είχε έρθει από τη μαζική συμμετοχή στην πανεργατική ενάντια στο νόμο Χατζηδάκη το 2021. 

Προβληματικές αναλύσεις

Το δεύτερο πρόβλημα με αυτές τις αναλύσεις ήταν ότι παρείχαν το θεωρητικό κάλυμμα για την στρατηγική που βλέπει την εργατική τάξη σαν δεξαμενή ψήφων όχι σαν δρών υποκείμενο της ιστορίας. 

Τον Ιούνη του 2021 η Αυγή δημοσίευε το εξής σχόλιο: «το εργασιακό νομοσχέδιο του Χατζηδάκη μαθηματικά θα ψηφιστεί, όσο μαζική και αν είναι η απεργία. Οι εργαζόμενοι πρέπει να στηρίξουν τις πολιτικές δυνάμεις που όχι μόνο θα αντιπαλέψουν αλλά και που μπορούν να αλλάξουν αυτούς τους αντεργατικούς νόμους ως κυβερνητική πλειοψηφία». Σήμερα είναι κάπως δύσκολο για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσουν τόσο κυνικά, όμως, η αντιμετώπιση είναι στην ουσία της η ίδια. 

Και παρά τις διαφορές στη φρασεολογία, το ΚΚΕ μοιράζεται αυτή την αντιμετώπιση. Το κέντρο της ηγεσίας του είναι η κάλπη. Δεν θέλει η κρίση και ο πανικός της κυβέρνησης να γίνει κατάρρευση από μια απεργιακή επίθεση, γιατί ο ορίζοντάς της δεν πάει πιο πέρα από το ποιος θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση.

Η οργή που βγαίνει σήμερα στους δρόμους δεν είναι ένα παροδικό ξέσπασμα απελπισίας για την «κακιά τη (χ)ώρα». Έχει μέσα της όλες τις πολιτικές εμπειρίες και την αλλαγή στις ιδέες των προηγούμενων χρόνων. Ο κόσμος που βούλιαξε το κέντρο της Αθήνας και όλες τις πόλεις στις 8 Μάρτη δεν ήταν άθροισμα «αγανακτισμένων». Ήταν εργαζόμενες/οι που οργάνωσαν την απεργία στο χώρο τους, ανακάλυψαν ότι δεν είναι «μόνοι» σε αυτή την προσπάθεια. 

Ο ρόλος που θα διαδραματίσει η αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική Αριστερά για να προχωρήσει αυτή η δυναμική είναι κρίσιμος και αποφασιστικός. Για να πάμε μετά τις Πανεργατικές σε απεργιακή κλιμάκωση σε κάθε χώρο και σε κάθε κλάδο με όλα τα αιτήματα που έχει βάλει το κίνημα στην σύγκρουσή του με τις επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης και την κυβέρνηση της ΝΔ. 

Την προηγούμενη φορά το κίνημα γκρέμισε μνημονιακές κυβερνήσεις με τις «πλατείες» και τις διαδηλώσεις. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ προβαλλόταν σαν η ρεαλιστική επιλογή που θα δικαιώσει τις προσδοκίες αυτού του κινήματος από τις υπουργικές καρέκλες. Τώρα το «έργο» μπορεί να είναι διαφορετικό. 

Από το «πεζοδρόμιο» στην απεργία αντί για την αναμονή για την κάλπη. Από το γκρέμισμα της κυβέρνησης των δολοφόνων στην οργανωμένη δύναμη της εργατικής τάξης, της τάξης που χωρίς εκείνη «γρανάζι δεν γυρνά» και γι’ αυτό μπορεί να επιβάλλει την ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων, τις κρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση για τα αρπακτικά της «ελεύθερης» αγοράς και το δικό της έλεγχο στην οικονομία και στην πολιτική, να χτίσει μια κοινωνία όπου οι ζωές μας θα είναι πάνω από τα κέρδη.