Όταν στις 6 Μαρτίου του 2023, μια βδομάδα μετά το έγκλημα στα Τέμπη, ο Μητσοτάκης ανακοίνωνε δημόσια ότι ζήτησε εγγράφως από τον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΑΠ), Ντογιάκο, του οποίου ο γιος υπηρετούσε στο γραφείο του Κώστα Καραμανλή, να οριστεί Εφέτης Ανακριτής στην υπόθεση, να πεταχτεί δηλαδή εκτός έρευνας η έως τότε αρμόδια Ανακρίτρια, και ο Ντογιάκος συναίνεσε, ήταν φανερό ότι και η κυβέρνηση θα επέμβαινε στο έργο της «ανεξάρτητης Δικαιοσύνης» και η ηγεσία της «ανεξάρτητης Δικαιοσύνης» θα υπηρετούσε την κυβερνητική προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος. Και το έκανε, όλα αυτά τα δύο χρόνια, με τρόπο προκλητικό και εξοργιστικό, τόσο απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων, όσο και απέναντι σε όλη την κοινωνία.
Δυο χρόνια μετά, δεν έχουν αποδοθεί κατηγορίες σε βασικούς υπεύθυνους, απουσιάζουν από τη δικογραφία χιλιάδες αρχεία και ντοκουμέντα. Γι' αυτό, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, οι τρεις στους τέσσερις δηλώνουν ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη.
Κάθε φορά που αμφισβητείται η Δικαιοσύνη, αρχίζουν οι κυβερνητικές δηλώσεις-νουθετήσεις περί σεβασμού στη Δικαιοσύνη και περί της ανεξαρτησίας της. «Αφήστε την δικαιοσύνη να κάνει την δουλειά της» λέει ο Μητσοτάκης, «αν πληγεί και καταλυθεί και το τελευταίο καταφύγιο της Δικαιοσύνης, τότε πλέον η έννοια της Δικαιοσύνης πάει στους δρόμους, στις πλατείες, στα λαϊκά δικαστήρια και σε έναν υφέρποντα εμφύλιο» δήλωνε ο υπουργός Δικαιοσύνης Φλωρίδης. Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Κλάπα, κατηγόρησε τους συγγενείς των θυμάτων, που απαιτούν εξηγήσεις, ότι «δεν σέβονται το θεσμό της Δικαιοσύνης».
Η συζήτηση για την Δικαιοσύνη έχει ανοίξει για τα καλά. Όπως σημειώνει ο Κώστας Παπαδάκης, σε πρόσφατο άρθρο του, που αναπαράχθηκε σε πολλές ιστοσελίδες, «δεν πρόκειται για “Δικαιοσύνη”, αλλά για “Δικαστική εξουσία”. Αυτήν τη “δικαιοσύνη” δεν την εμπιστεύονται ούτε καν αυτοί που μας καλούν να την εμπιστευτούμε… Το άρθρο 86 του Συντάγματος είναι εκείνο το οποίο απαγορεύει στους Εισαγγελείς της χώρας την άσκηση οποιασδήποτε ποινικής δίωξης εναντίον όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Απαγορεύεται όχι μόνο δίωξη, αλλά ακόμα και προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων αυτών χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής. Όταν λοιπόν η κυβερνητική εξουσία… δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στην Δικαιοσύνη, τότε ποια εμπιστοσύνη να έχει ο κόσμος;… Στην περίπτωση του ναυαγίου της Πύλου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος “στόλισε” ανάλογα τον «Συνήγορο του Πολίτη» επειδή πρόσφατα με πόρισμά του ανέδειξε τις έως τώρα ανεπάρκειες της προκαταρκτικής εξέτασης. Ήταν ένα σπουδαίο δείγμα... σεβασμού των συνταγματικά θεσπισμένων Ανεξάρτητων Αρχών. Ίδια αντιμετώπιση είχε και η Α.Δ.Α.Ε. στο σκάνδαλο των υποκλοπών… η Δικαστική Εξουσία λειτουργεί χωρίς δημοκρατική λογοδοσία, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών, επιβάλλει και εφαρμόζει νόμους που ωφελούν την αστική τάξη και το κράτος, νομιμοποιεί τις κρατικές και αστυνομικές αυθαιρεσίες, είναι αργή και δαπανηρή για τον απλό κόσμο».
Οι απεργίες βγαίνουν παράνομες σε χρόνο ρεκόρ, στήνεται «βιομηχανία διώξεων» σε βάρος συνδικαλιστών και αγωνιστών, αρνούνται τα αναδρομικά που δικαιούνται δεκάδες χιλιάδες συνταξιούχοι, συγκαλύπτουν σκάνδαλα, στήνουν Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μέσα σε δύο μήνες (!) για να εκδοθεί απόφαση υπέρ των funds. Την ίδια στιγμή, «η συμμετοχή του λαού στην απονομή της Δικαιοσύνης περιορίζεται όλο και περισσότερο. Είναι ζήτημα αν τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια απασχολούν το 10% των κακουργημάτων». Η ίδια η ηγεσία της Δικαστικής Εξουσίας διορίζεται από την κυβέρνηση και με καταστρατήγηση ακόμα και αυτής της επετηρίδας. Η «εκλεκτή» της κυβέρνηση της ΝΔ για Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ήταν 17η στην επετηρίδα.
Όλες οι σχολές της αστικής νομικής σκέψης διδάσκουν ότι το κράτος και το δίκαιο διασφαλίζουν κοινωνική συμβίωση και διακηρύσσουν ότι οι νόμοι, που εφαρμόζουν οι δικαστές, ψηφίζονται από τα αντιπροσωπευτικά σώματα, τα κοινοβούλια, τα οποία έχουν εκλεγεί από το εκλογικό σώμα των «νομικά ισότιμων» πολιτών και εκφράζουν τη γενική βούληση της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αν είναι έτσι, γιατί, τότε, υπάρχει τέτοια αναντιστοιχία ανάμεσα στο «δίκαιο» και τη «γενική βούληση» της πλειοψηφία της κοινωνίας;
Ο μαρξισμός μας βοηθάει να το καταλάβουμε. Στο βιβλίο «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», ο Μαρξ μιλάει για το δίκαιο κάθε κοινωνίας χρησιμοποιώντας τον όρο «εποικοδόμημα»: «Κατά τη διαδικασία της παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, της ανταλλαγής και της διανομής των υλικών αγαθών ανάμεσα στους ανθρώπους αναπτύσσονται υλικές αντικειμενικές σχέσεις, σχέσεις παραγωγής, σχέσεις κοινωνικές αντικειμενικές, ανεξάρτητες από τη συνείδηση. Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σε αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι μορφές κοινωνικής συνείδησης». Ξεκαθαρίζει, δηλαδή, ότι είναι οι σχέσεις παραγωγής αυτές που αποτελούν τη βάση, το πλαίσιο που καθορίζει το δίκαιο. Οι νομικές σχέσεις ανήκουν στο εποικοδόμημα. Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι Μαρξ και Ένγκελς, απευθυνόμενοι στην αστική τάξη, διακήρυτταν ότι «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που το περιεχόμενό της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας».
Κυριαρχία
Το ίδιο το κράτος «είναι προϊόν εκδήλωσης του ασυμβίβαστου των ταξικών αντιθέσεων», γράφει ο Ένγκελς, «δημιουργήθηκε μέσα στην πάλη αυτών των τάξεων». Αποτελεί την πολιτική οργάνωση της οικονομικά κυρίαρχης τάξης που αποσκοπεί στην υπεράσπιση της υπάρχουσας κατάστασης και την κάμψη της αντίστασης άλλων τάξεων. Έτσι, το δίκαιο έπρεπε να εξασφαλίζει την κυριαρχία της εκμεταλλεύτριας τάξης και να παρουσιάζει αυτή την κυριαρχία ως μία ισχύ καθολική που προάγει τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της.
Όμως, αυτό δεν συνεπάγεται μία μηχανιστική έκφραση του ταξικού χαρακτήρα του δικαίου. Η διαμόρφωση και ο τρόπος εφαρμογής του δικαίου, σε κάθε ιστορική στιγμή, αντανακλά το επίπεδο της έκβασης της ταξικής πάλης. Τα υπάρχοντα συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες δεν είναι ούτε «προαιώνια», ούτε αποτελούν «παραχωρήσεις» της αστικής τάξεις αλλά κατακτήσεις των αγώνων της εργατικής τάξης και απαιτείται διαρκή πάλη για να τα υπερασπιστούμε και να τα διευρύνουμε. Όταν η κυβέρνηση λέει «αφήστε ήσυχη τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της» πρέπει να θυμόμαστε ότι ήταν οι αγώνες στο δρόμο του αντιφασιστικού και εργατικού κινήματος που την ανάγκασαν να στείλει τη ηγεσία της ναζιστικής Χρυσής Αυγής στη φυλακή. Μόνο ο μαζικός απεργιακός ξεσηκωμός μπορεί, και τώρα, να «σπάσει» τη συγκάλυψη και να αναγκάσει τη Δικαιοσύνη να στείλει στη φυλακή όλους τους υπεύθυνους για όλα τα εγκλήματα από τα Τέμπη μέχρι τη Πύλο.
Είναι η πάλη για να ανατρέψουμε αυτό το σύστημα που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για μία κοινωνία που η εργατική τάξη θα έχει την πολιτική και οικονομική εξουσία ώστε η διαμόρφωση και η άσκηση της Δικαιοσύνης να είναι πραγματική υπόθεση όλης της κοινωνίας. Τέτοια παραδείγματα τα είδαμε στα «λαϊκά δικαστήρια» από την Ρώσικη Επανάσταση του 1917 μέχρι την «Ελεύθερη Ελλάδα» στη περίοδο της Αντίστασης.
Το 1917, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων αποφασίζει να καταργηθούν όλοι οι υφιστάμενοι νομικοί θεσμοί και να αντικατασταθούν με λαϊκά δικαστήρια που έχουν συσταθεί με δημοκρατικές εκλογές, αιρετά και ανακλητά. Ενώ οι παλιοί νόμοι έχασαν την ισχύ τους και οι καινούριοι δεν είχαν ακόμα γραφτεί, διαμόρφωναν και τη νομοθεσία. Οι ποινές που επιβάλλονταν για εγκλήματα μη αντεπαναστατικού χαρακτήρα, ήταν με αναστολή και με στόχο να αποτραπεί η επανάληψη της πράξης. Η φυλάκιση αντικαταστάθηκε από τη δημόσια εργασία. Οι ανήλικοι δε δικαζόταν, αλλά περνούσαν από μια ειδική επιτροπή που απαρτιζόταν από δασκάλους. Η θανατική ποινή καταργήθηκε. Για τις δίκες κατά της κερδοσκοπίας, της δολιοφθοράς, της αντεπανάστασης, ιδρύονται επαναστατικά δικαστήρια που αποτελούνται από έξι δικαστές από μέλη των Σοβιέτ.
Στην «Ελεύθερη Ελλάδα», το δημοφιλές σύνθημα ήταν ότι η λαϊκή δικαιοσύνη θα αποδείξει την επιτυχία της από τον αριθμό των διακανονισμών εκτός δικαστηρίων. Σε όλα τα λαϊκά δικαστήρια οι διαδικασίες ήταν ανοιχτές στο ακροατήριο και χωρίς νομικά έξοδα και βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στο εθιμικό δίκαιο, ειδικά στην αρχή της συμφιλίωσης.
Η μαρτυρία του Δημήτρη Μανιώτη είναι ενδεικτική: «Το πρώτο πράγμα που συνέβη στο χωριό μας όταν η εξουσία του ΕΑΜ αυξήθηκε ήταν να δικάσουμε τον τσιφλικά. Υπήρχε απόφαση του ΕΑΜ για Λαϊκή Δημοκρατία και μείς είχαμε στην περιοχή μας Λαϊκή Δημοκρατία… πράγμα που σημαίνει ότι ο τσιφλικάς δεν μπορεί να είχε ανθρώπους να καλλιεργούν τα χωράφια του και μετά να παίρνει το μισό της παραγωγής τους. Τότε ο τσιφλικάς έκανε έκκληση στο ανώτερο δικαστήριο και λέει ότι πρόκειται να καλλιεργήσει αυτά τα εδάφη μόνος του. Τότε ο πρόεδρος του χωριού λέει στους δικαστές. Αν καλλιεργήσει όλα τα χωράφια μόνος του θα έχει όλη την παραγωγή για τον εαυτό του και κανένας άλλος δεν θα πάρει τίποτε. Έτσι οι δικαστές αποφάσισαν ότι ο πρόεδρος είχε δίκιο και τα χωράφια διαμοιράστηκαν στον πληθυσμό σύμφωνα με τα μέλη της οικογένειας που είχε ο καθένας. Αυτή η απόφαση ήταν σύμφωνη με τη δικαιοσύνη του ΕΑΜ και το πνεύμα της Λαϊκής Δημοκρατίας».