Πολιτισμός
Ποιητική συλλογή: “Λόγια Θανάτου και Αγάπης”

Ο έρωτας του Γιώργου Γιαννόπουλου για το γραπτό λόγο είναι γνωστός και αναμφισβήτητος. Η συνεχής έκδοση του περιοδικού “Ένεκεν” ανοίγει μέσα από τις σελίδες του ένα μεγάλο σεντούκι από πολιτικά δοκίμια και αναλύσεις, επιστημονικές μελέτες και κριτικές πάνω στη θεωρία, την ιδεολογία, την τέχνη και τη ζωή, μέχρι λογοτεχνία και παρουσίαση κάθε είδους δημιουργικής γραφής.
 
Η ματιά του είναι τόσο λεπτομερής που μετατρέπει κάθε έκδοση που πιάνει στα χέρια του σε ένα ολοκληρωμένο εικαστικό γεγονός. Ξέρεις, καταλαβαίνεις μόλις πιάσεις το τυπωμένο χαρτί στα χέρια σου, πως κάθε τι, σε όποια γωνία, σε όποια θέση και αν βρίσκεται, το στίγμα, το κόμμα, η γραμμή, η λέξη, το εικαστικό, όπου και αν τοποθετούνται, είναι εκεί και συνυπάρχουν μετά από σκέψη. Νοηματοδοτούν, κάτι θέλουν να πουν, να συμβολίσουν.
 
Αυτό συμβαίνει και στην τρίτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Γιαννόπουλου με τίτλο “Λόγια Θανάτου και Αγάπης” διάσπαρτη με ζωγραφικά σχέδια της Βίλλης Γούσιου που εκδόθηκε μέσα στο καλοκαίρι. Όταν το μικρό αυτό βιβλιαράκι φτάνει στα χέρια του αναγνώστη, γίνεται άμεσα κατανοητό πως πρόκειται για ολοκληρωμένο έργο τέχνης, μια ποιητική και ταυτόχρονα μια εικαστική εμπειρία. Και όπως σε όλα τα πραγματικά έργα τέχνης, έτσι και εδώ, υπάρχει η αίσθηση πως κρατάς στα χέρια σου το επιστέγασμα μιας ολόκληρης περιόδου. 
 
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που χτίζει από λέξη σε λέξη και από ποίημα σε ποίημα. Φαντάζει σαν τίποτα από όλα αυτά να μην μπορεί να ιδωθεί απομονωμένο. Σαν να πρέπει να ξέρεις το προηγούμενο για να καταλάβεις το επόμενο.
 
Από την αρχή ο ποιητής ξεκαθαρίζει πως “Πιάνω το μελάνι από τη ρίζα, βάφω το στόμα μου στα ρόδα”. Από το πρώτο κιόλας δίστιχο, σαν παιδί που βλέπει την ενασχόλησή του με τις μπογιές σαν αυτοσκοπό, αναδεικνύει την επιμονή του στην ποιητική πράξη όχι με τη μεταφυσική εφόρμηση ενός ρομαντικού, ούτε με τον αυθορμητισμό ενός μπίτνικ αλλά με την ενοχική στάση ενός ενήλικου παιδιού που μουτζουρώνει ένα άσπρο τραπεζομάντιλο από έκρηξη δημιουργικότητας αλλά και από εκδίκηση. 
 
Σε αυτή τη μακρόσυρτη και αργή ποιητική του δράση καταφέρνει να εξηγήσει, να περιγράψει, να αναδείξει στιγμές που αλληλοσυνδέονται. Ταξίδια, ιστορίες και τραγωδίες, διαβάσματα και εικόνες, η Ανδαλουσία και η Καισαριανή, το Εβραϊκό νεκροταφείο, οι “οδομαχίες στην οδό Ανδρομάχης” και το αίμα στους δρόμους της Βηρυτού, κάθε τι μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αντίληψης ακόμα και του πιο προσωπικού συναισθήματος. 
 
Τα “Λόγια Θανάτου και Αγάπης” δεν έχουν ποιήματα που τα μαθαίνεις απ 'έξω, αλλά θραύσματα μιας σκληρής συναισθηματικής καθημερινότητας που σε αφήνουν να σκεφτείς με μια ειλικρινή μανία και με μια υποχθόνια “αθωότητα του σκουληκιού”.