Ιστορία
Ο Λένιν και η Αυτοδιάθεση

Από τη Θρυλική τοιχογραφία του Ντιέγκο Ριβέρα

Με ποια κριτήρια, ποια μέθοδο πρέπει η Αριστερά και ιδιαίτερα η επαναστατική να αντιμετωπίζει το ζήτημα της «αυτοδιάθεσης των εθνών», της πολιτικής ανεξαρτησίας τους, και τα κινήματα που τη διεκδικούν; Το θέμα επανέρχεται και μάλιστα πιεστικά, από το Κουρδιστάν μέχρι την Καταλονία. Ο Λένιν γίνεται και σε αυτό το ζήτημα ξανά επίκαιρος. Γιατί είχε να αντιμετωπίσει παρόμοια ερωτήματα και καταστάσεις. 

Το 1903 το Ρώσικο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΣΔΕΚΡ) έκανε το 2ο, ουσιαστικά το ιδρυτικό του, συνέδριο. Στο πρόγραμμα που υιοθέτησε ομόφωνα, υπήρχε ένα τμήμα, η παράγραφος 9, που δήλωνε ότι το κόμμα υποστηρίζει το «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση». Αυτή η θέση αμφισβητήθηκε από διάφορες πλευρές τα επόμενα χρόνια και ο Λένιν την υπεράσπισε. 

Δυο θέσεις διαπερνάνε τις πολεμικές του Λένιν σε όλη αυτή την περίοδο. Η ασυμβίβαστη ταξική και διεθνιστική οπτική του ήταν η μια. Επέμενε ότι η εργατική τάξη έχει κοινά συμφέροντα και ιστορική αποστολή πέρα από σύνορα και θρησκείες. Γι’ αυτό το λόγο, το επαναστατικό κόμμα, τα συνδικάτα, όλες οι εργατικές οργανώσεις πρέπει να είναι ενιαία, όποια εθνική καταγωγή κι αν έχουν οι εργάτριες και οι εργάτες που τα αποτελούν. Η άλλη είναι η υποχρέωση των επαναστατών να διαπαιδαγωγούν τους πιο πρωτοπόρους και μαχητικούς εργάτες με το πνεύμα της πάλης ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση, και της εθνικής, να παλεύουν για κάθε δημοκρατικό δικαίωμα ακόμα και αν σημαίνει απόσχιση ενός λαού από το κράτος «τους». 

Κι οι δυο θέσεις δέχτηκαν κριτικές. Εβραίοι και ουκρανοί σοσιαλιστές για παράδειγμα κατηγόρησαν τον Λένιν ότι ήταν αδιάφορος απέναντι στον «εθνικό πολιτισμό», τις «εθνικές συνθήκες» όταν επέμενε για κοινή οργάνωση «μεγαλορώσων», εβραίων και ουκρανών εργατών. Ο Λένιν απαντούσε ότι οι αναφορές στον «εθνικό πολιτισμό» είναι υποχώρηση στην πίεση του εθνικισμού της κάθε αστικής τάξης. «Σε κάθε έθνος υπάρχουν δυο έθνη.. σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν δυο πολιτισμοί» έγραφε το 1913. 

Όμως η ένωση, η «συγχώνευση» δεν μπορεί να γίνεται με το ζόρι. Αν οι σοσιαλδημοκράτες (έτσι ονομάζονταν τότε οι μαρξιστές) αποφάσιζαν να απορρίψουν το δικαίωμα των καταπιεσμένων εθνών στον κρατικό αποχωρισμό στο όνομα της ενότητας των εργατών, τότε απλά «θα ‘έχυναν νερό’ στο μύλο του πιο ακραιφνούς μεγαλορωσικού εθνικισμού». 

Ο Λένιν πρόβαλλε επανειλημμένα την στάση που κράτησε η σουηδική σοσιαλδημοκρατία απέναντι στον αποχωρισμό της Νορβηγίας από την Σουηδία το 1905 ως παράδειγμα διεθνιστικής στάσης. Οι σουηδοί σοσιαλδημοκράτες αντιτάχτηκαν στους εκβιασμούς της σουηδικής μοναρχίας και άρχουσας τάξης απέναντι στη Νορβηγία και στήριξαν την ανεξαρτητοποίησή της.

Παράδειγμα 

Αυτό το παράδειγμα έχει έντονους παραλληλισμούς με το σήμερα. Η Νορβηγία απολάμβανε ευρεία αυτονομία όντας κομμάτι της Σουηδίας, είχε τη δική της βουλή, η γλώσσα ήταν αναγνωρισμένη, δεν υπήρχε καμιά εκστρατεία «εκσουηδισμού». Επίσης, δεν ήταν μια φτωχή χώρα. Ακόμα χειρότερα, θα έγραφε μερικά χρόνια αργότερα ο Πιατάκοφ, ένας μπολσεβίκος που κι αυτός διαφωνούσε με τον Λένιν, οι ιμπεριαλιστές ήταν αναμιγμένοι στην υπόθεση. Στη Νορβηγία «δούλευε» το αγγλικό κεφάλαιο, στη Σουηδία «δούλευε» το γερμανικό. 

Αυτά ίσχυαν, έλεγε ο Λένιν, όμως δεν απάλλασσαν τους «συνειδητούς εργάτες της Σουηδίας» να πάρουν μια πολιτική θέση, που δεν θα πρόδιδε τις διεθνιστικές αρχές και δεν θα τους συνέδεε με την άρχουσα τάξη «τους». Έγραφε: «H στενή συμμαχία των νορβηγών και των σουηδών εργατών, ή πλήρης συντροφική ταξική τους αλληλεγγύη κέρδισε από το γεγονός ότι οι σουηδοί εργάτες αναγνώρισαν το δικαίωμα αποχωρισμού των νορβηγών. Γιατί οι νορβηγοί εργάτες πείστηκαν ότι οι σουηδοί έργάτες δεν έχουν μολυνθεί από το σουηδικό εθνικισμό, ότι βάζουν πιο ψηλά από τα προνόμια της σουηδικής αστικής τάξης και αριστοκρατίας την αδελφοσύνη με τούς νορβηγούς προλετάριους». 

Η πιο γνωστή αντιπαράθεση για το ζήτημα της «αυτοδιάθεσης» έγινε ανάμεσα στον Λένιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η μεγάλη επαναστάτρια απέρριπτε το σύνθημα της «αυτοδιάθεσης» και για την Πολωνία, που τότε ήταν μοιρασμένη ανάμεσα σε τρεις Αυτοκρατορίες, και γενικότερα. Όχι γιατί παραγνώριζε την πραγματικότητα της εθνικής καταπίεσης ή την ανάγκη της πάλης ενάντιά της. Όμως, υποστήριζε ότι καμιά από τις βασικές κοινωνικές τάξεις δεν είχε στο «πρόγραμμά» της τον αποχωρισμό. 

Οι αστοί κι οι γαιοκτήμονες ήταν «δεμένοι με χρυσές αλυσίδες» με τον τσαρικό κράτος. Οι εργάτες απ’ την άλλη πάλευαν μαζί με τα ταξικά τους αδέλφια στη Ρωσία. Το 1905 οι εργατικοί αγώνες ένωναν τη Βαρσοβία και το Λοτζ με την Πετρούπολη και τη Μόσχα. Το αίτημα της πολωνικής ανεξαρτησίας το πρόβαλαν μόνο μικρές ομάδες, κυρίως μικροαστών διανοούμενων γύρω από το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PPS) του Πιλσούδσκι. Ήταν εθνικιστές, με μια επίστρωση σοσιαλιστικής φρασεολογίας, που έφταναν στο σημείο να συνεργάζονται με την Γερμανία και την Αυστροουγγαρία ενάντια στην Ρωσία. Η Λούξεμπουργκ και το κόμμα της έκαναν μια σκληρή πάλη ενάντιά τους. 

Για τον Λένιν η διεθνιστική στάση της Λούξεμπουργκ και των συντρόφων της ήταν αξιέπαινη, αλλά έπασχε από μια βασική αδυναμία. Χρησιμοποίησε την παροιμία «για το ποντίκι δεν υπάρχει φοβερότερο θεριό από τη γάτα». Η Λούξεμπουργκ αφηνόταν να καθοριστεί από την πάλη της ενάντια στην «πατριωτική αριστερά» για να χρησιμοποιήσουμε μια σημερινή έκφραση. 

Αν ο Λένιν αντιμετώπιζε με κατανόηση τα λάθη των επαναστατών της Πολωνίας, δεν έκανε το ίδιο όταν οι ίδιες απόψεις εκφράστηκαν σε ακόμα πιο ακραία μορφή από συντρόφους του στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Επαναστάτες όπως ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ κι ο Πιατάκοφ, υποστήριζαν ότι το σύνθημα της «αυτοδιάθεσης» και του κρατικού αποχωρισμού ήταν διπλά λάθος. Γιατί ήταν «ουτοπικό» δηλαδή απραγματοποίητο σε συνθήκες καπιταλισμού, μιας και η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου καθόριζε τις τύχες όλων των εθνών ανεξάρτητων και μη. Επίσης ήταν αντιδραστικό γιατί έσπερνε αυταπάτες. 

Αντιπαράθεση

Η αντιπαράθεση απέκτησε άμεση επικαιρότητα μετά την εξέγερση του Πάσχα του 1916 στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Ο Ράντεκ ονόμασε την εξέγερση «πραξικοπηματισμό» μιας εθνικιστικής ομάδας με αντιδραστικές ιδέες και ηγεσία. 

Πράγματι, η ηγεσία της εξέγερσης και του ιρλανδικού κινήματος ήταν εθνικιστική με μπόλικες δόσεις αντιδραστικών ιδεών. Ο Γκρίφιν, ο ιδρυτής του Σιν Φέιν υποστήριζε τον «κέλτικο καπιταλισμό», η Καθολική Εκκλησία έδινε τις «ευλογίες» της. 

Όμως, ο Λένιν τάχτηκε ανεπιφύλακτα με το μέρος της εξέγερσης του Πάσχα. Έγραψε:

«Γιατί, όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών με όλες τίς προλήψεις τους, χωρίς το κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στον τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό, εθνικό κτλ. ζυγό, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνείται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: ‘εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού’, και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: ‘εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού’, κι αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση !! Μόνο απ’ αυτή τη σχολαστική και γελοία άποψη είναι δυνατό να βρίζει κανείς την εξέγερση της Ιρλανδίας, αποκαλώντας την ‘πραξικόπημα’».

Οσο για το επιχείρημα του «απραγματοποίητου», ο Λένιν εξηγεί ότι αν οι επαναστάτες υιοθετήσουν αυτή τη λογική τότε θα παραιτηθούν συνολικά από την πάλη για τη δημοκρατία και τα δημοκρατικά δικαιώματα. Η οικονομία δεν ταυτίζεται με την πολιτική, η δεύτερη δεν είναι άμεση αντανάκλαση της πρώτης, ούτε η ταξική πάλη προχωράει μόνο με βάση τα οικονομικά αιτήματα. 

«Η διεκδίκηση της άμεσης απελευθέρωσης των αποικιών, που προβάλλουν όλοι οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, επίσης ‘δεν είναι πραγματοποιήσιμη στις συνθήκες του καπιταλισμού’ χωρίς μια σειρά επαναστάσεις. Από αυτό όμως δεν προκύπτει καθόλου η παραίτηση της σοσιαλδημοκρατίας από τον άμεσο και όσο το δυνατό πιο αποφασιστικό αγώνα για όλες αυτές τις διεκδικήσεις -μια τέτοια παραίτηση θα εξυπηρετούσε μόνο την αστική τάξη και την αντίδραση- αλλά ακριβώς το αντίθετο, η ανάγκη να διατυπώνονται και να πραγματοποιούνται όλες αυτές οι διεκδικήσεις όχι ρεφορμιστικά, αλλά επαναστατικά· χωρίς να περιοριζόμαστε στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, αλλά σπάζοντάς τα· χωρίς να ικανοποιούμαστε με την κοινοβουλευτική δράση και τίς διαμαρτυρίες στα λόγια, αλλά τραβώντας στην ενεργό δράση τις μάζες, επεκτείνοντας και υποδαυλίζοντας την πάλη για κάθε ζωτική δημοκρατική διεκδίκηση ως την άμεση επίθεση του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, δηλ. ως τη σοσιαλιστική επανάσταση πού απαλλοτριώνει την αστική τάξη. Η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί ν’ ανάψει όχι μόνο από μια μεγάλη απεργία ή διαδήλωση στους δρόμους, ή από μια εξέγερση πεινασμένων, ή από μια στρατιωτική εξέγερση, ή από μια ανταρσία των αποικιών, αλλά και από οποιαδήποτε πολιτική κρίση… ή σε σύνδεση με ένα δημοψήφισμα για τον αποχωρισμό ενός καταπιεζόμενου έθνους».