Διεθνή
Γερμανία: Πολιτική κρίση για όλη την ΕΕ

Το SPD πιέζεται να μπει ξανά σε συγκυβέρνηση με τη Μέρκελ

Στις ατέρμονες συζητήσεις περί Μπρέξιτ, θεωρείται πολλές φορές δεδομένο ότι η βρετανική πλευρά είναι αδύναμη και συγχυσμένη, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ισχυρή και ενωμένη. Το πρώτο σκέλος είναι σωστό, το δεύτερο όχι και τόσο.

Είναι αλήθεια ότι η οικονομία της Ευρωζώνης έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Τα νούμερα που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη βδομάδα δείχνουν ότι στο τελευταίο τρίμηνο του 2017 η Ευρωζώνη αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 3% σε ετήσια βάση. Ατμομηχανή αυτής της ανάκαμψης είναι η Γερμανία, της οποίας οι εξαγωγές βρίσκονται σε έκρηξη. “Οι γερμανικές επιχειρήσεις κάνουν πάρτι σαν να μην υπάρχει αύριο”, δήλωσε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ένας οικονομολόγος. Όμως υπάρχει κάτι που χαλάει τη σούπα - η πολιτική. Οι ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτέμβρη έδειξαν ότι ο χώρος του νεοφιλελεύθερου κέντρου συμπιέζεται στη Γερμανία με τον ίδιο τρόπο που συμπιέζεται και στον υπόλοιπο δυτικό καπιταλισμό.

Οι δυο κυρίαρχες δυνάμεις της γερμανικής πολιτικής, το συντηρητικό μπλοκ των Χριστιανοδοκρατών - Χριστιανοκοινωνιστών και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) συγκέντρωσαν αθροιστικά το 53% των ψήφων, το χειρότερό τους αποτέλεσμα από τότε που ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Γερμανία, το 1949. Και η ακροδεξιά, αντιμεταναστευτική και αντι-ευρώ Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έκανε το άλμα, κερδίζοντας έδρες στο εθνικό κοινοβούλιο για πρώτη φορά. 

Ο ηγέτης του SPD, Μάρτιν Σουλτς, ανακοίνωσε αμέσως ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα αποχωρούσαν από την κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού στην οποία βρίσκονται μαζί με τη Δεξιά από το 2013. Το σκεπτικό του ήταν ότι είχαν πλέον ταυτιστεί υπερβολικά με τη Μέρκελ και τώρα πρέπει να ξανασυγκεντρώσουν δυνάμεις στην αντιπολίτευση.

Έτσι η Μέρκελ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για συγκυβέρνηση με δυο μικρότερα κόμματα, τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP). Και τα δυο κόμματα είναι ξεπουλημένα στο νεοφιλελευθερισμό, αλλά την περασμένη βδομάδα ο ηγέτης του FDP Κρίστιαν Λίντνερ αποσύρθηκε από τις συνομιλίες. Το FDP παραδοσιακά ήταν το πιο ανοιχτά φιλελεύθερο τμήμα της Δεξιάς, αλλά τελευταία μετατρέπεται σε όλο και περισσότερο ευρωσκεπτικιστικό.

Αυτό που τίναξε στον αέρα τις συνομιλίες ήταν η άρνηση του Λίντνερ να αποδεχθεί κανενός είδους περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρωζώνης στο μοτίβο που προτείνει ο νέος κεντρώος πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν. Η Μέρκελ ήθελε να φανεί ότι τουλάχιστον προσπαθεί να λαμβάνει υπόψη της τον Μακρόν, αλλά ο Λίντνερ δεν ήταν διατεθειμένος.

Υπολογισμοί

Πέρα από αυτό το ζήτημα υπήρχαν και πιο άμεσα πολιτικοί υπολογισμοί. Το FDP συγκυβερνούσε μαζί με τους συντηρητικούς το 2009-13. Τα πήγαν τόσο άσχημα στις επόμενες εκλογές που έμειναν χωρίς βουλευτές. Ο Λίντνερ δεν θέλει να τους ξανακαταπιεί η Μέρκελ. Επιπλέον, ο σχολιαστής των Φαινάνσιαλ Τάιμς, Βόλφγκανγκ Μίνχαου υποστηρίζει πως ο Λίντνερ προσπαθεί να ψαρέψει “απογοητευμένους συντηρητικούς ψηφοφόρους των Χριστιανοδημοκρατών που είναι δυσαρεστημένοι από τους συμβιβασμούς των ασταμάτητων μεγάλων συνασπισμών”.

Στο μεταξύ, το δύστυχο το SPD ξαναέβαλε το κεφάλι του στο στόμα του λύκου. Ο Σουλτς ανακοίνωσε την περασμένη βδομάδα ότι τελικά θα προχωρήσει σε συνομιλίες συγκυβέρνησης με τη Μέρκελ. Η εξέλιξη ήρθε μετά από πιέσεις του προέδρου της χώρας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, που είναι πρώην υπουργός του SPD, και πιέσεις βουλευτών που φοβούνται ότι θα χάσουν τις έδρες τους αν η Μέρκελ υλοποιήσει την απειλή της να προκηρύξει νέες εκλογές. Αν το SPD καταλήξει σε ακόμη έναν μεγάλο συνασπισμό, είναι πιθανό να δει κι άλλη από τη βάση του να καταρρέει κάτω από την πίεση κομμάτων από τα αριστερά και τα δεξιά. 

Και οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Χριστιανοδημοκράτες στην κυβέρνηση υπηρέτησαν τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και βιομηχανιών της Γερμανίας. Αυτό σήμανε οικονομικές αναδιαρθρώσεις και αυξανόμενη λιτότητα, με αποτέλεσμα μια διαρκή διάβρωση ενός από τα ισχυρότερα κοινωνικά κράτη του κόσμου.

Παρόλο που η Γερμανία χτυπήθηκε λιγότερο άσχημα από άλλες οικονομίες στη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης το 2010-15, όλο και μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης πετάχτηκε σε συνθήκες ανασφάλειας. Αυτό είναι το υπόβαθρο της όλο και μεγαλύτερης διάθεσης των ψηφοφόρων να στηρίξουν κόμματα που αυτοπροβάλλονται ως αντάρτες απέναντι στην ομοφωνία του συστήματος που αντιπροσωπεύουν το CDU/CSU και το SPD.

Θα ήταν τραγικό να καταφέρουν να ηγεμονεύσουν σε αυτή την ανταρσία τύποι σαν τον Λίντνερ ή το AfD. Η Αριστερά, το Die Linke, αύξησε οριακά τα ποσοστά της το Σεπτέμβρη, κερδίζοντας το 9,2% των ψήφων. Αλλά έχει δείξει μεγάλη προθυμία να αφήνει τη δεξιά να έχει τον πρώτο λόγο ενάντια στην ΕΕ. Αυτό πρέπει να αλλάξει αν θέλει να ανταποκριθεί στην πρόκληση ενός θρυμματιζόμενου κομματικού συστήματος.