Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ: Από την Κίνα ως την Ελλάδα

«Ονόματα, όπως η Πόλσον και η Μπρίβαν Χάουαρντ, που οι ιδρυτές τους αλλά και οι πελάτες τους έχουν βγάλει δισεκατομμύρια δολάρια, έχουν δει τα κέρδη τους να αυξάνονται και όχι να μειώνονται εξαιτίας της κρίσης».

Στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι λιγότερο ρόδινη απ’ όσο το ρεπορτάζ αφήνει να εννοηθεί. Η ανάκαμψη από τη βουτιά της οικονομίας το 2008-9 βασίζεται σε δύο κολώνες που απειλούν δυνητικά η μια την άλλη.

Η πρώτη είναι η Κίνα. Η κινέζικη άρχουσα τάξη κρατώντας κάτω από τον συλλογικό κρατικό έλεγχο τις τράπεζες, κατάφερε να αποφύγει την κερδοσκοπική παράνοια που τίναξε στον αέρα το αμερικάνικο και ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Χρησιμοποίησε τις τράπεζες για να σπρώξουν ένα τρις δολάρια στην οικονομία, κύρια με τη μορφή νέων δανείων για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις.

Ετσι η Κίνα κατάφερε να σημειώσει μια ορμητική οικονομική ανάπτυξη, τραβώντας μαζί και τις οικονομίες που την προμήθευαν με πρώτες ύλες, όπως η Βραζιλία και η Νότιος Αφρική. Η

Γερμανία, επίσης κατάφερε να έχει – αυτό που ο επικεφαλής της κεντρικής της τράπεζας περιέγραψε σαν «εκκωφαντική» - ανάκαμψη εξάγοντας στην Κίνα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.

Αλλά η ζωτική δύναμη του κινέζικου μπουμ αποσταθεροποιείται. Τα χρήματα με τα οποία το κράτος πλημμύρισε την οικονομία έχουν θρέψει μια φούσκα ιδιοκτησίας, πολύ παρόμοια με αυτή που έσκασε στις ΗΠΑ και στα κομμάτια της Ευρώπης που πρώτα συμπαρέσυρε η κρίση.

Aκόμη περισσότερο, η ακόρεστη ζήτηση της Κίνας για τρόφιμα και πρώτες ύλες έχει οδηγήσει στην έντονη αύξηση των ειδών πρώτης ανάγκης. Η πιο προφανής είναι η τιμή του πετρελαίου που έχει ξεπεράσει τα 100 δολάρια το βαρέλι, 35% πιο υψηλή από τα περσινά επίπεδα. Αλλά και ο σχετικός δείκτης τιμών του ΔΝΤ έχει αυξηθεί κατά 32% από τα μέσα του 2010 στο Φεβρουάριο του 2011.

Σαν αποτέλεσμα, η απότομη αύξηση των τιμών της τροφής ήταν ένας βασικός παράγοντας που οδήγησε στις επαναστάσεις στον Αραβικό κόσμο. Σε ένα άλλο επίπεδο, η καμπάνια επανεκλογής του Ομπάμα έχει ήδη ξεκινήσει άσχημα εξαιτίας της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου.

Ο πληθωρισμός στην Κίνα την ίδια χτύπησε τον περασμένο μήνα το 5,4%, το υψηλότερο των τελευταίων 32 μηνών. Ο θυμός για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου αλλά και των τελών φορτοεκφόρτωσης στα λιμάνια οδήγησε τους φορτηγατζήδες στη Σαγκάη να αποκλείσουν το Μπαοσάν, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.

Αυτή η τελευταία απεργία έρχεται σε συνέχεια με την κατάσταση που οδήγησε στα σκάνδαλα του προηγούμενου χρόνου με τις αυτοκτονίες εργατών στα τμήματα ηλεκτρονικών της Φόξκον στο Σεντζέν και τις απεργίες σε αυτοκινητοβιομηχανίες ιαπωνικών συμφερόντων. Αυτές οι απεργίες ανάγκασαν τις κινέζικες αρχές να αυξήσουν τους μισθούς. Για τις αναπτυγμένες οικονομίες αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να στηρίζονται πλέον στην Κίνα σαν μια πηγή φθηνών προϊόντων. Η Κίνα γίνεται πια μια οικονομία που εξάγει πληθωρισμό.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η κλασική θεραπεία για τον ψηλό πληθωρισμό είναι να ανεβάζεις τα επιτόκια προκειμένου να επιβραδύνεις την οικονομική δραστηριότητα. Αλλά η άνοδος των επιτοκίων υπονομεύει την δεύτερη κολώνα της ανάκαμψης που είναι η υποστήριξη του τραπεζικού συστήματος από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες.

Στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την ευρωζώνη, τα επιτόκια ήταν στο μηδέν ή περίπου στο μηδέν τοις εκατό από το οικονομικό κραχ του 2008. Ο λήθαργος στον οποίο είχε περιέλθει η οικονομία των ΗΠΑ οδήγησε την Κεντρική Τράπεζα (Fed) να σπρώξει κι άλλο χρήμα στην αγορά τον περασμένο Νοέμβρη με τη μέθοδο «QE2». Δηλαδή, η αμερικάνικη Κεντρική Τράπεζα αγόραζε αμερικάνικα ομόλογα με χρήματα που δημιούργησε η ίδια ηλεκτρονικά.

Οι «αγορές» θέλουν τώρα να δουν τα επιτόκια να ανεβαίνουν. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκανε το πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση, νωρίτερα αυτό το μήνα. Το QE2 έχει προγραμματιστεί να πάρει τέλος τον Ιούνη.

Αλλά η ανάκαμψη στις ΗΠΑ και στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης είναι ακόμα πολύ αδύναμη. Πολεμώντας τον πληθωρισμό με το να ξεφορτώνονται το κρατικό δεκανίκι που συγκρατεί το τραπεζικό σύστημα, μπορεί να καταλήξουν ξανά στην ύφεση και πιο βαθιά στην κρίση.