Διεθνή
Βέλγιο: Το χρονικό μιας προβλέψιμης καταστροφής

Λιέγη. Φωτό: ΑΡ/Valentin

Eκατοντάδες νεκρούς, πάνω από 1000 αγνοούμενους, χιλιάδες τραυματίες και μια απέραντη καταστροφή σε υλικούς πόρους έχουν αφήσει πίσω τους στη Βόρεια Ευρώπη οι πλημμύρες της προηγούμενης εβδομάδας. Το φαινόμενο της «Παγωμένης Λίμνης» ήταν άλλη μια δυνατή καμπάνα για την ταχύτητα με την οποία η κλιματική αλλαγή απειλεί  σε όλο τον πλανήτη μετά τον παρατεταμένο καύσωνα άνω των 50 βαθμών κελσίου και τις πυρκαγιές που έπληξαν την Σιβηρία, τον Καναδά και όλες τις περιοχές γύρω από τον αρκτικό κύκλο, τις προηγούμενες εβδομάδες. Η Αφροδίτη Μαραβελάκη μας μεταφέρει την εικόνα της καταστροφής από την Βαλλωνία στο Βέλγιο.

Kαθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, η Βαλλωνία, το νότιο γαλλόφωνο τμήμα του Βελγίου, βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση ανάγκης. 

Τέσσερις από τις πέντε επαρχίες έχουν πληγεί από τις βροχοπτώσεις της περασμένης Πέμπτης 15 Ιουλίου. Ειδικά, η επαρχία και η πόλη της Λιέγης, στα ανατολικά της χώρας έχουν πληρώσει τo πιο μεγάλο τίμημα από τους συνολικά 31 νεκρούς, 163 αγνοούμενους, με δεκάδες σπίτια εντελώς κατεστραμμένα, 10.000 κατοικίες χωρίς ηλεκτρικό, πολλές από τις οποίες χωρίς γκάζι και πόσιμο νερό. Την Παρασκευή 16 Ιουλίου, μία μέρα μετά τις καταστροφικές βροχές, ο πρωθυπουργός του Βελγίου, μίλησε για τις χειρότερες πλημμύρες που έπληξαν ποτέ την χώρα και κήρυξε την 20ή Ιουλίου μέρα εθνικού πένθους. 

Eργοστάσια χαλυβουργίας

Το χωριό που ζω είναι ένα τυπικό χωριό της Βαλλωνίας. Κτισμένο σε μία κοιλάδα, ανάμεσα σε λόφους, το διασχίζουν δύο ποταμάκια αρκετά μολυσμένα από την βαριά βιομηχανία αρχικά, την εντατική γεωργική εκμετάλλευση έπειτα κι από την άναρχη οικιστική ανάπτυξη πιο πρόσφατα. Για σαράντα περίπου χρόνια, όλο το χωριό αναπτύχθηκε γύρω από δύο εργοστάσια χαλυβουργίας και όταν αυτά έκλεισαν, την δεκαετία του ‘80, περισσότερος από τον μισό πληθυσμό βρέθηκε στην ανεργία. Το χωριό μαράζωσε, τα μαγαζιά έκλεισαν και στο κέντρο έμειναν μόνο αυτοί που δεν είχαν τα μέσα για να φύγουν. Στο κέντρο του χωριού, τα σπίτια, πρόχειρα χτισμένα για να στεγάσουν γρήγορα τους εργάτες, χωρίς οικιστικό σχέδιο και υποδομές, πλημμυρίζουν κάθε φορά που οι βροχές είναι λίγο πιο έντονες από το κανονικό, δηλαδή σχεδόν κάθε χρόνο. Οι ασφαλιστικές εταιρείες φυσικά δεν τα ασφαλίζουν και γενικά, δεν έχουν καμία αξία στην αγορά ακινήτων.  

Η τύχη του χωριού άλλαξε σταδιακά με τη νέα χιλιετία. Οι τιμές των ακινήτων και η σπανιότητα τους στις Βρυξέλλες οδήγησε πολλούς εργαζόμενους να αναζητήσουν στέγη στην περιφέρεια, κατά μήκος των βασικών οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων. Η ζήτηση ακινήτων έφερε περισσότερη δόμηση, η δόμηση περισσότερο τσιμέντο. Σε πολλά λιβάδια, στους γύρω λόφους, κτίστηκαν ολόκληρες συνοικίες, τα άδεια οικόπεδα έγιναν πάρκινγκ, το ένα από τα δύο ποταμάκια, που περνά από το κέντρο του χωριού, σκεπάστηκε σε κάποια σημεία, οι όχθες του τσιμεντώθηκαν. Τα νερά δεν έχουν άλλη διαφυγή παρά το κέντρο του χωριού όπου ζουν οι πιο φτωχοί του κάτοικοι. 

Οι “επενδυτές” ενδιαφέρονται φυσικά μόνο για τα κέρδη τους ενώ η χρόνια λιτότητα άφησε τις υποδομές να ρημάζουν μεριμνώντας μόνο για τα τελείως απαραίτητα, που όμως κάτω από την πίεση της κλιματικής αλλαγής φαίνονται ως ασπιρίνη σε έναν ετοιμοθάνατο. Όπως κι η πανδημία έτσι κι η κακοκαιρία μας βρήκε εντελώς απροετοίμαστους. Αν προσθέσουμε ένα πλήθος άλλων συστημικών παραγόντων όπως για παράδειγμα την απαράδεκτη μείωση, λόγω λιτότητας, του προσωπικού της πολιτικής προστασίας και της πυροσβεστικής, την καταστροφική διαχείριση των υδάτινων πόρων, των αγροτικών εδαφών και της άναρχης δόμησης, έχουμε την πλήρη εικόνα ενός συστήματος κοντόφθαλμου και φυσικά ανίκανου να δώσει απαντήσεις στην μεγάλη πρόκληση της κλιματικής αλλαγής για την οποία είναι υπεύθυνο.