Διεθνή
Μητσοτάκης-Ερντογάν μαζί στο ΝΑΤΟ: Αντιδραστική συνεργασία που δεν σταματάει την αντιδραστική διαμάχη

Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Άγκυρα δεν έβαλε κανένα «θεμέλιο» για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, όπως υποστήριξε η κυβέρνηση. Η συνάντηση δεν οφείλεται σε κάποια ειλικρινή διάθεση συνεννόησης ανάμεσα στις δυο χώρες. Οφείλεται στις ίδιες τις εξελίξεις που αναγκάζουν και τις δυο πλευρές να προσαρμοστούν στο ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Πριν από ένα περίπου χρόνο, η συνάντηση ανάμεσα στον Νίκο Δένδια και τον Μελβούτ Τσαβούσογλου είχε κλείσει με μια επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου όπου, αντί για τα συνήθη ευγενικά λόγια, οι δυο υπουργοί άρχισαν να ανταλλάσσουν δημόσια απειλές και καταγγελίες. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά τότε το Έθνος, «ποτέ πριν, δημόσια, δύο υπουργοί Εξωτερικών, επικεφαλής των διπλωματιών των χωρών τους και συνομιλητές, δεν έπαιξαν μποξ, δεν αντάλλαξαν επιχειρήματα τόσο έντονα, μπροστά στον Τύπο». Τώρα τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Ερντογάν ήταν όλο ευγένιες: Ο Μητσοτάκης έφτασε ακριβώς στην ώρα του. Ο Ερντογάν τον συνόδεψε φεύγοντας με τα πόδια ως το αυτοκίνητό του. «Ήταν επίσης η πρώτη συνάντηση που αντηλλάγησαν δώρα: ο κ. Μητσοτάκης δώρισε στον κ. Ερντογάν ένα σκεύος από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και ο Τούρκος πρόεδρος ένα παραδοσιακό κεραμικό στον κ. Μητσοτάκη», λέει το ρεπορτάζ.

Πού οφείλεται αυτή η στροφή της εξωτερικής πολιτικής; Η Ουκρανία έπαιξε και παίζει καταλυτικό ρόλο. Μπορεί η Δύση, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, να μην έχει εμπλακεί άμεσα στρατιωτικά στον πόλεμο, συμμετέχει όμως στην πράξη ενεργά σε αυτόν μέσα από τις κυρώσεις και τη «βοήθεια» που προσφέρει στην Ουκρανία. Ο πόλεμος έχει επαναφέρει την πειθαρχία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου στο «δυτικό στρατόπεδο», την ευθυγράμμιση της εξωτερικής πολιτικής όλων των χωρών της Δύσης με την πολιτική των ΗΠΑ. Αυτό δεν ήταν δεδομένο τα προηγούμενα χρόνια. Οι ΗΠΑ, για να φέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, δεν είχαν καταφέρει μέχρι τώρα, παρά τις αφόρητες πιέσεις τόσο του Τραμπ όσο και του Μπάιντεν, να «πείσουν» τη Γερμανία να εγκαταλείψει τον Nord Stream II, τον νέο αγωγό άμεσης μεταφοράς ορυκτού αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Ο πόλεμος την «έπεισε». 

Αντιδραστική διαμάχη

Η ελληνοτουρκική διαμάχη είναι ένας «ψυχρός πόλεμος» ανάμεσα σε δυο περιφερειακές δυνάμεις μέλη του ΝΑΤΟ με εξάρσεις και υφέσεις, που αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη εδώ και πολλές δεκαετίες. Όπως έχουμε επαναλάβει πολλές φορές από τις στήλες της Εργατικής Αλληλεγγύης είναι μια αντιδραστική διαμάχη ανάμεσα σε δυο αρπαχτικές άρχουσες τάξεις, ανάμεσα σε δυο «τοπικούς χωροφύλακες» για τον έλεγχο της περιοχής των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι ένας ανταγωνισμός για τον οποίο φταίνε και οι δυο πλευρές. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό κάθε αδυναμία της μίας πλευράς μετατρέπεται αυτόματα σε ευκαιρία για την άλλη.

Ο πόλεμος στη Συρία και το «Ισλαμικό Κράτος» διατάραξαν τις σχέσεις της Τουρκίας και με τις ΗΠΑ και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ΗΠΑ, «κουρασμένες» από τους μακρόσυρτους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, περιορίστηκαν ουσιαστικά σε αεροπορικές επιδρομές και ανέθεσαν τον ρόλο των χερσαίων δυνάμεων στους Κούρδους του βόρειου Ιράκ και της βόρειας Συρίας. Για την Τουρκία, μια χώρα με έναν τεράστιο καταπιεσμένο κουρδικό πληθυσμό, η συμμαχία αυτή ήταν μια απειλή και μια πρόκληση. Το αποτέλεσμα ήταν η όξυνση από τη μία του ακήρυχτου πολέμου ενάντια στους κουρδικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό της Τουρκίας και από την άλλη η επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στην Άγκυρα και την Ουάσιγκτον.

Το πιο χαρακτηριστικό σημάδι αυτής της επιδείνωσης ήταν η θεαματική αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Ρωσία. Οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες είχαν φτάσει στο ναδίρ τον Νοέμβριο του 2015 όταν ο τουρκικός στρατός είχε καταρρίψει ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος στον εναέριο χώρο της Συρίας. Τον Αύγουστο του 2016, όμως, ο Ερντογάν επισκέφθηκε αιφνιδιαστικά επίσημα τη Ρωσία. Το αποτέλεσμα των συνομιλιών ήταν μια γρήγορη αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στις δυο χώρες. Το επιστέγασμα αυτής της ξαφνικής φιλίας ήταν η ανακοίνωση, την άνοιξη του 2017, της απόφασης της Τουρκίας να αγοράσει και να εγκαταστήσει στο έδαφός της πυραύλους S-400 από τη Ρωσία. Η απόφαση όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε την οργή της Ουάσιγκτον.

Η ελληνική διπλωματία έτρεξε να αξιοποιήσει την «ευκαιρία». Τον Ιούνιο του 2018 η Ελλάδα έδωσε, με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, το πράσινο φως για την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Βόρεια Μακεδονία. Ο συμβολισμός ήταν ξεκάθαρος: ο πραγματικός σύμμαχος της Δύσης ήταν η «αξιόπιστη» Ελλάδα και όχι η Τουρκία που φλέρταρε επικίνδυνα με τη Ρωσία του Πούτιν. Με τις πλάτες της Δύσης η Ελλάδα ανέβασε μέσα στους επόμενους μήνες τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Τουρκία

Ανατροπή

Η προσπάθεια απομόνωσης της Τουρκίας, όμως, απέτυχε. Τα σημάδια άρχισαν να φαίνονται κιόλας από τα τέλη του 2019. Τον Ιανουάριο του 2019 ο πρόεδρος Τραμπ διακήρυττε ότι η Τουρκία θα βρισκόταν αντιμέτωπη με «καταστροφικές οικονομικές κυρώσεις» αν τολμούσε να επιτεθεί στους Κούρδους της Συρίας. Τον Οκτώβριο του 2019, εννέα μήνες αργότερα ο Λευκός Οίκος εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση: "Η Τουρκία θα προχωρήσει σύντομα στην εδώ και καιρό προγραμματισμένη της επιχείρηση στη Βόρεια Συρία... Οι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών δεν πρόκειται ούτε να στηρίξουν ούτε να εμπλακούν στην επιχείρηση... Μετά την κατατρόπωση του 'Χαλιφάτου' του ISIS οι αμερικανικές δυνάμεις δεν θα βρίσκονται πλέον στην περιοχή...". Στην ουσία οι ΗΠΑ ξεπούλησαν ξεδιάντροπα τους Κούρδους και έδωσαν δημόσια το πράσινο φως στην Τουρκία να επιβάλλει την «τάξη» στη βόρεια Συρία. 

Σήμερα η αλλαγή της στάσης της Δύσης κυριολεκτικά «βγάζει μάτια». Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίσκεψη, την περασμένη εβδομάδα, του Ισαάκ Χέρτζογκ, του προέδρου του Ισραήλ στην Τουρκία. Τουρκία και Ισραήλ συμφώνησαν να αναθερμάνουν τη συνεργασία τους σε όλους τους τομείς.

Το Ισραήλ δεν είναι ένα κράτος σαν τα άλλα: είναι ο πιο πιστός σύμμαχος της Δύσης στη Μέση Ανατολή. Είναι ο μεγαλύτερος -με τεράστια διαφορά από τους υπόλοιπους- αποδέκτης αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στον κόσμο. Είναι ένα «τεχνητό κράτος» λευκών εποίκων στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, ένα «φρούριο» του δυτικού ιμπεραλισμού στο κέντρο της πιο σημαντικής πετρελαιοπαραγωγής περιοχής του πλανήτη. Είναι «ο» αντιπρόσωπος της Δύσης στην περιοχή.

Το Ισραήλ βρισκόταν εδώ και πολλά χρόνια «στα μαχαίρια» με την Τουρκία. Τυπικά η διαμάχη αυτή οφείλεται στην πάγια υποστήριξη των Παλαιστινίων από την Τουρκία -που οξύνθηκε το 2010 με την επίθεση του Ισραήλ στον «Στόλο Ελευθερίας» που προσπαθούσε να σπάσει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας. Στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τους Παλαιστίνιους ήταν πάντα υποκριτικό. Αυτό που χωρίζει πραγματικά τις δυο χώρες είναι οι φιλοδοξίες τους στην περιοχή. Καθόλου τυχαία το Ισραήλ έχει γίνει μαζί με την Αίγυπτο (που βρίσκεται επίσης στα μαχαίρια με την Τουρκία) ένας από τους πιο σημαντικούς συμμάχους της ελληνικής διπλωματίας. Αιχμή αυτής της συμμαχίας ήταν ο αγωγός Eastmed. Τώρα, ο αγωγός αυτός ακυρώθηκε με αμερικάνικη πρωτοβουλία και το Ισραήλ συζητάει ξανά για αγωγό μέσω Τουρκίας.

Η αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση -αλλά και ο σημαντικός ρόλος που παίζει η Τουρκία σήμερα στο Ουκρανικό- έχει οδηγήσει σε ναυάγιο την ελληνική στρατηγική της απομόνωσης της Τουρκίας. Αυτή η αποτυχία και όχι τα ιδανικά της «ειρήνης» και της «καλής γειτνίασης» ανάγκασαν τον Μητσοτάκη να βρεθεί στην Άγκυρα την περασμένη εβδομάδα.

Όχι στον πόλεμο

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη εδώ και έξι, τουλάχιστον, δεκαετίες. Η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε το μεγαλύτερο πρόγραμμα στρατιωτικών εξοπλισμών από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και δεν είναι μόνη της. Ο πλανήτης ολόκληρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο Ψυχρού Πολέμου. Ο στόχος της συνάντησης Μητσοτάκη Ερντογάν είναι η προετοιμασία και των δυο χωρών για τη συμμετοχή τους σε αυτό το νέο «μεγάλο παιχνίδι».

Είναι βαθιά γελασμένος όποιος πιστεύει ότι η μεγαλύτερη εμπλοκή και των δυο χωρών στους ανταγωνισμούς των «μεγάλων» -των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας- θα φέρει την «ηρεμία» στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Τουρκία εντάχθηκαν σαν δίδυμο, την ίδια ημέρα, στις 18 Φεβρουαρίου του 1952 στο ΝΑΤΟ. Αντί να οδηγήσει η διπλή αυτή ένταξη στο στρατιωτικό σκέλος της Δυτικής ψυχροπολεμικής συμμαχίας σε μια μόνιμη ειρήνη ανάμεσα στις δυο χώρες, μετατράπηκε σε θερμοκήπιο μέσα στο οποίο φούντωσαν οι ανταγωνισμοί, οι εκβιασμοί και οι απειλές. Αυτό αποδείχθηκε και το 1955 στην Ιστανμπουλ και το 1964 και 1974 στην Κύπρο. Το ίδιο θα γίνει, με μαθηματική ακρίβεια, και τώρα. Η ένταξη στο «μεγάλο παιχνίδι» φέρνει νέους εξοπλισμούς και νέες θυσίες για την πολεμική μηχανή και στις δυο πλευρές των συνόρων. 

Μόνο μια δύναμη υπάρχει που μπορεί πραγματικά να σταματήσει την τρέλα των εξοπλισμών και των πολέμων: η εργατική τάξη στις δυο πλευρές των συνόρων. Το μέλλον όχι μόνο της ειρήνης αλλά της ίδιας της ανθρωπότητας κρέμεται σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, από τα χέρια του εργατικού κινήματος στην πάλη του ενάντια στον πόλεμο.