Διεθνή
Χιλή: Όταν η Αριστερά υιοθετεί τις προτάσεις των αστών, χάνει

Σαντιάγο 2019, ενάντια στην ακρίβεια

Το Δημοψήφισμα της περασμένη Κυριακής στη Χιλή εξελίχθηκε σε ήττα για την αριστερή κυβέρνηση. 62% είπαν Όχι στο νέο Σύνταγμα και 38% είπαν Ναι. Σε ολόκληρη τη χώρα, μόνο στους δυο πιο πολυπληθείς δήμους της πρωτεύουσας Σαντιάγο κέρδισε το Ναι. Η Δεξιά και τα αφεντικά πανηγυρίζουν για τη νίκη που κατάφεραν. Οι πιο σκληροί λένε πως τώρα θα στείλουν στα σκουπίδια ολόκληρη τη διαδικασία της αλλαγής του Συντάγματος και πως θα καταφέρουν να κρατήσουν όρθιο το Σύνταγμα της δικτατορίας του Πινοτσέτ. Άλλοι λένε πως με την ήττα στο Δημοψήφισμα μπαίνει τέρμα στον κύκλο της εξέγερσης που άνοιξε το 2019 και ελπίζουν πως η αριστερή κυβέρνηση για όσο παραμείνει στην εξουσία θα είναι ένα πολιτικό πτώμα που θα έχει ηττηθεί στη βασική της πολιτική πρωτοβουλία. Τα αφεντικά σίγουρα πήραν μια ανάσα και νιώθουν ότι θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν το επιχείρημα της “σιωπηλής πλειοψηφίας” απέναντι σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση.

Η εκστρατεία φόβου των αφεντικών απέναντι στο νέο Σύνταγμα ήταν τεράστια. Όμως, η ήττα δεν είναι αποτέλεσμα του φόβου, αλλά της ίδιας της πολιτικής της αριστερής κυβέρνησης, του προέδρου Μπόριτς και του Κομμουνιστικού Κόμματος με το οποίο συγκυβερνάει.

Το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα δεν ήταν ούτε επιλογή του κινήματος, ούτε καν της Αριστεράς. Η ιδέα ότι ένα νέο Σύνταγμα είναι η λύση για κάθε πρόβλημα ήρθε στο αποκορύφωμα της εξέγερσης το Νοέμβρη του 2019, από τον δεξιό πρόεδρο Πινιέρα όταν έψαχνε σανίδα σωτηρίας. Η ρεφορμιστική Αριστερά αποδέχθηκε την πρόταση και προχώρησε στη Συμφωνία της 15ης Νοέμβρη. Ο σκοπός του Πινιέρα ήταν να αδειάσουν οι δρόμοι, να μην γενικευτούν οι γενικές απεργίες, να μη συνεχιστεί η σύνδεση του μαζικού κινήματος στις πόλεις με τα κινήματα των ιθαγενών στο Νότο που ριζοσπαστικοποιούνταν. Ένα μεγάλο μέρος της άρχουσας τάξη στη Χιλή είχε αναγκαστεί να παραδεχθεί ότι πρέπει να ξεφορτωθεί το βάρος της κληρονομιάς του Πινοτσέτ, των μαζικών σφαγών του και της οικονομικής πολιτικής της “Σχολής του Σικάγο” που μετέτρεψαν τη Χιλή στο βασικό πειραματόζωο του νεοφιλελευθερισμού μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Αλιέντε το 1973. Αυτή την ανάγκη αλλαγής από τα πάνω για να σωθεί η σταθερότητα της χώρας την “αποδέχθηκε” η Αριστερά με αντάλλαγμα να συγκρατήσει το κίνημα.

Το κίνημα είχε ξεσπάσει με αφορμή την αύξηση των εισιτηρίων στις συγκοινωνίες του Σαντιάγο, αλλά επεκτάθηκε και γενικεύτηκε λέγοντας “Δεν είναι 30 πέσος, είναι 30 χρόνια”. Αυτή τη διεκδίκηση για αλλαγή σε όλα, η ρεφορμιστική Αριστερά προσπάθησε να την κατευθύνει σε μια λογική αλλαγής μέσα από το Σύνταγμα. Οι συνομοσπονδίες ανέστειλαν τις απεργίες τους, ήρθε αναπάντεχα και η πανδημία με τα λοκντάουν και έτσι όλα υποτάχθηκαν σε ένα περίπλοκο πρόγραμμα αλλαγής του Συντάγματος σε βάθος χρόνου. Ακολούθησε το Δημοψήφισμα τον Οκτώβρη του 2020 για το αν θα πρέπει να αλλάξει το Σύνταγμα, στο οποίο σχεδόν το 80% ψήφισε υπέρ. Και τέλος, ήρθαν και οι γενικές εκλογές το Δεκέμβρη του 2021 οπότε και εκλέχθηκε πρόεδρος ο Μπόριτς, ο πρώτος αριστερός πρόεδρος μετά τον Αλιέντε, σε βάρος του ακροδεξιού Καστ που είχε περάσει στο δεύτερο γύρο.

Όμως, η προσπάθεια του Μπόριτς ήδη πριν έρθει στην εξουσία ήταν να στείλει το μήνυμα στην άρχουσα τάξη ότι ο στόχος του είναι η συναίνεση. Ο τρόπος με τον οποίο στήθηκε η διαδικασία σύνταξης του Συντάγματος έβαζε τη Δεξιά σαν συνομιλητή με δικαίωμα βέτο. Πηγαίνοντας προς το δημοψήφισμα, ο Μπόριτς έλεγε ότι είτε περάσει, είτε δεν περάσει το Σύνταγμα, θα ακολουθήσει κι άλλος διάλογος. Δεν ήταν γενικές διακηρύξεις, αλλά πράξεις που μετέτρεπαν την κυβέρνηση σε όμηρο της Δεξιάς. Η εξέγερση του ‘19-’20 κόστισε 36 νεκρούς, πάνω από 10.000 τραυματίες και δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις. Πολλοί διαδηλωτές έχασαν τα μάτια τους από τις ευθείες βολές της χωροφυλακής του Πινιέρα. Κανείς δεν έχει τιμωρηθεί, ούτε βέβαια ο ίδιος ο Πινιέρα. Αντίθετα, υπάρχουν διαδηλωτές που παραμένουν στη φυλακή. Η κυβέρνηση Μπόριτς έστειλε κι άλλο στρατό στο Νότο, στις εξεγερμένους περιοχές των ιθαγενών. Την περασμένη βδομάδα απέλυσε μια υπουργό του επειδή μαθεύτηκε πως εκείνη είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον φυλακισμένο ηγέτη μιας οργάνωσης ιθαγενών Μαπούτσε. Αντί για τολμηρές μεταρρυθμίσεις για την εργατική τάξη που τον έφερε στην εξουσία, αφιέρωσε τους έξι μήνες της προεδρίας του για να καθησυχάζει τη Δεξιά.

Έτσι, η Δεξιά πήγε καβάλα στο άλογο στο Δημοψήφισμα, λέγοντας πως αφού το μέλλον είναι ο διάλογος, καλύτερα να απορριφθεί αυτό το Σύνταγμα και να συνεχίσουμε από το μηδέν. Από το μηδέν φυσικά για τη Δεξιά είναι το Σύνταγμα του Πινοτσέτ και με ακόμη μεγαλύτερες δυνατότητες απομονωμένοι από τον κόσμο μέσα στις κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Συμβιβασμοί

Το προτεινόμενο Σύνταγμα είχε κομμάτια που εξέφραζαν κατακτήσεις του κινήματος στο συμβολικό επίπεδο και κάποια στο πρακτικό. Συμβολικά όπως η αναγνώριση της πολευθνικότητας και πολυπολιτισμικότητας της Χιλής. Αλλά και πρακτικά όπως η αναγνώριση του δικαιώματος στην έκτρωση, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό και την απεργία, ή περιορισμός της ασυδοσίας των αφεντικών στην εμπορευματοποίηση του νερού. Ακόμη όμως και για τα πιο προοδευτικά συγκεκριμένα μέτρα, η εκτίμηση ήταν πως θα έπρεπε να επικυρωθούν με εφαρμοστικούς νόμους σε μια διαδικασία που με βάση τις διακομματικές συμφωνίες θα σερνόταν για τρία χρόνια και θα ήταν ανοιχτή σε όλους τους συμβιβασμούς με τη Δεξιά.

Ενώ, στην ουσία του Συντάγματος, δεν θα αμφισβητούνταν στο παραμικρό ο πυρήνας του κράτους, οι δικαστές, ο στρατός, οι μυστικές υπηρεσίες. Σε μερικές περιπτώσεις γίνονταν αλλαγές ονομάτων, όπως στη Γερουσία ή στη Χωροφυλακή που θα μετατρεπόταν σε κανονική αστυνομία. Ενώ στο παραμικρό δεν έμπαιναν σε αμφισβήτηση οι προτεραιότητες του χιλιάνικου καπιταλισμού. Καμιά κίνηση για κρατικοποίηση των ορυχείων του χαλκού και του λιθίου, αντίθετα συνταγματική δέσμευση ότι οι κρατικοποιήσεις θα γίνονται με αποζημίωση. Η ρήτρα αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τις πολυεθνικές εταιρείες που ανησυχούσαν αν θα χάσουν τα προνόμιά τους, αλλά και με το κίνημα των ιθαγενών που σε κάθε διεκδίκηση γης που τους ανήκει έχουν μπροστά τους τις εταιρείες και τους γαιοκτήμονες που ζητάνε αποζημίωση από το κράτος.

Τώρα, είναι ο ίδιος ο Μπόριτς που λέει πως τα επόμενα βήματα για να μείνει ζωντανή η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι να “ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες όλων”. Δηλαδή προαναγγέλλει ακόμη μεγαλύτερες υποχωρήσεις προς τα δεξιά. Ο “κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό” βρήκε στη Χιλή του 1973 την πιο τραγική του διάψευση. Ο Μπόριτς και τα πολιτικά κόμματα που τον στηρίζουν παρουσιάζονταν σαν μοντέρνα εναλλακτική και διαφήμιζαν τους πολιτικούς τους χειρισμούς σαν έξυπνες κινήσεις που ζορίζουν τα αφεντικά και τα αναγκάζουν να αποδέχονται την αλλαγή. Αντί γι’ αυτό, τώρα κατάφεραν να σπείρουν την απογοήτευση. Ο κόσμος που πλημμύρισε τους δρόμους την περασμένη βδομάδα για να στηρίξει το νέο Σύνταγμα δεν πρέπει να αποδεχθεί τη ρεφορμιστική θεωρία, ότι για όλα φταίει ότι το κίνημα ήταν “υπερβολικά ριζοσπαστικό”. Η δύναμη που έφερε τα πράγματα μέχρι εδώ ήταν η εξέγερση. Η κοινωνική αλλαγή δεν έρχεται από τα κοινοβουλευτικά παζάρια, αλλά από τους δρόμους.