Διεθνή
Εκλογές στην Ιταλία: Είμαστε γείτονες και στο χρέος και στην πολιτική κρίση

20/10/21, Αεροσυνοδοί της Alitalia διαμαρτύρονται για τις απολύσεις μετά την εξαγορά της εταιρίας.

Τζόρτζια Μελόνι και Μάριο Ντράγκι

 

Στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος βρίσκονται οι πρόωρες εκλογές που πραγματοποιούνται στην Ιταλία στις 25 Σεπτεμβρίου. Οι εκλογές ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης που ξέσπασε τον φετινό Ιούλιο και οδήγησε σε παραίτηση του πρωθυπουργού Ντράγκι. 

Ο Ντράγκι είχε γίνει πρωθυπουργός της Ιταλίας τον Φεβρουάριο 2021, μεσούσης μιας προηγούμενης πολιτικής κρίσης, προκειμένου να μην γίνουν τότε εκλογές. Την κυβέρνηση «τεχνοκρατών» που συγκρότησε στήριξαν το “κεντροαριστερό” Δημοκρατικό Κόμμα, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι, η «Ιτάλια Βίβα» του πρώην γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος Ρέντσι και μικρότερα κόμματα. 

Ο επικεφαλής της κυβέρνησης «τεχνοκρατών» είχε όλες τις περγαμηνές -πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ- προκειμένου να  προχωρήσουν απρόσκοπτα οι “μεταρρυθμίσεις” της ΕΕ, δηλαδή οι επιθέσεις στην εργατική τάξη και τους φτωχούς στο όνομα της “εξυγίανσης” της ιταλικής οικονομίας. Ήταν άλλωστε ο τραπεζίτης των μνημονίων που  έσφιξε δυνατά την θηλιά της ΕΕ προχωρώντας στο κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών τον Ιούλιο του 2015 πριν το δημοψήφισμα.

Για ένα διάστημα ο Ντράγκι προβαλλόταν ως ένας επιτυχημένος διαχειριστής, που κατάφερε να κάνει την ΕΕ πιο αγαπητή στους Ιταλούς, επειδή εξασφάλισε ένα μεγάλο κονδύλι οικονομικής ενίσχυσης για την πανδημία. Αλλά στη διάρκεια της πανδημίας οι άνθρωποι που ζουν σε απόλυτη φτώχεια στην Ιταλία έφτασαν τα 5,6 εκατομμύρια. Η δυσαρέσκεια εκτινάχτηκε με την έκρηξη της ακρίβειας και των τιμών της ενέργειας. Τα τιμολόγια του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί 50% την ίδια περίοδο που ο Ντράγκι πρωτοστατούσε υπέρ των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Οι αποφάσεις της κυβέρνησής του να φορολογηθούν με 25% τα υπερκέρδη των εταιριών ενέργειας δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί.  Η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία είναι στο 8,4% και η πραγματική ακόμα μεγαλύτερη. 

Η αρχή της πτώσης της κυβέρνησης Ντράγκι έγινε τον φετινό Ιούλιο όταν το Κόμμα των Πέντε Αστέρων αρνήθηκε να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο που είχε πάρει τα χαρακτηριστικά ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, κάτω από την πίεση που ασκούσαν στην λαϊκή επιρροή του, οι οικονομικές επιθέσεις της κυβέρνησης. Στη συνέχεια τόσο ο Μπερλουσκόνι όσο και ο Σαλβίνι αρνήθηκαν να δηλώσουν υποστήριξη επιμένοντας ταυτόχρονα ότι πρέπει να μπει τέλος σε κάθε συνεργασία με το Κόμμα των Πέντε Αστέρων. Έτσι ο Ντράγκι έπεσε.

Τα ΜΜΕ, οι βιομήχανοι, δήμαρχοι και άλλοι “επώνυμοι” της Ιταλίας, που έκαναν μια ολόκληρη αποτυχημένη εκστρατεία με αίτημα να μείνει πρωθυπουργός, ανησυχούν βαθιά για το ποια θα είναι η νέα κυβέρνηση. Το ίδιο και οι κυβερνήσεις και οι άρχουσες τάξεις στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Ο βασικός λόγος είναι ότι η ΕΕ βρίσκεται ξανά στα πρόθυρα μιας κρίσης χρέους όπως πριν από δέκα χρόνια, λόγω της πολιτικής ανόδου των επιτοκίων, που ακολουθεί, υποτίθεται για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό. Η φούσκα που δημιούργησε η πολιτική του φθηνού χρήματος για τις τράπεζες όλα τα προηγούμενα χρόνια έχει σημάνει ότι το χρέος σε όλες τις χώρες είναι μεγαλύτερο.

Η άνοδος των επιτοκίων ξαναφέρνει το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους της Ιταλίας (155% του ΑΕΠ) της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης. Το spread, η διαφορά του επιτοκίου που πληρώνει το ιταλικό δημόσιο από το γερμανικό, μεγαλώνει κι απειλεί να φτάσει στις διαστάσεις του 2008. Η απειλή αυτή κουκουλώνεται προς το παρόν με παρεμβάσεις της ΕΚΤ που αγοράζει ιταλικά ομόλογα. Αλλά προϋπόθεση για να συνεχιστεί αυτή η παρέμβαση είναι η επιτήρηση της οικονομικής πολιτικής της ιταλικής κυβέρνησης από την ΕΚΤ στην «σωστή» κατεύθυνση.

Ιδιωτικοποιήσεις

Τι σημαίνει «σωστή» κατεύθυνση; Καταρχήν ιδιωτικοποιήσεις. Σύμφωνα με άρθρο της Σύλβια Σιορίλι-Μπορέλι στους Financial Times πριν από μερικές μέρες, η επόμενη κυβέρνηση στην Ιταλία θα έχει να αντιμετωπίσει μπροστά της άμεσα «δύο συνηθισμένα τεστ προκειμένου να πάρει τα διαπιστευτήρια από την “business community”. Την ιδιωτικοποίηση της ITA (πρώην ALITALIA) και της τράπεζας Monte dei Paschi». 

«Η Alitalia και η MPS δεν ήταν κερδοφόρες για δεκαετίες, ωστόσο διατηρήθηκαν ζωντανές με δημόσιους πόρους» ανέφερε στην Μπορέλι ένα πρώην μέλος της κυβέρνησης. «Ο κίνδυνος εδώ είναι ότι η εθνικιστική δεξιά ή η λαϊκιστική αριστερά θα συνεχίσει να εφαρμόζει στρατηγικές, οι οποίες δεν έχουν κάνει παρά μόνο κακό σε αυτές τις επιχειρήσεις και τη φήμη της χώρας στους επενδυτές».

Τα μέχρι τώρα γκάλοπ για τις ιταλικές εκλογές εμφάνιζαν σαν φαβορί των επερχόμενων  εκλογών τον δεξιό-ακροδεξιό συνασπισμό των κομμάτων «Αδέλφια της Ιταλίας», «Λέγκα» και «Φόρτσα Ιτάλια» με 46%. Τα «Αδέλφια της Ιταλίας», έχοντας στην ηγεσία τους την Τζόρτζια Μελόνι, είναι ένα φασιστικό-ακροδεξιό κόμμα με ανοιχτές αναφορές στον Μουσολίνι που δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση Ντράγκι και εμφανίζεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις με μικρή διαφορά από το Δημοκρατικό Κόμμα. Με βασικό σύνθημα το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», η ατζέντα του κόμματος είναι ανοιχτά ρατσιστική ενάντια στους «ξένους που ρίχνουν τα μεροκάματα», υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Μελόνι δεν διστάζει να αναφέρεται στον Μουσολίνι: «Ό,τι έκανε, το έκανε για την Ιταλία – και δεν υπάρχουν πολιτικοί σαν αυτόν εδώ και 50 χρόνια».

Τα «Αδέλφια της Ιταλίας» κατάφεραν να αυξήσουν την επιρροή τους αντλώντας ψηφοφόρους από τα κόμματα του Σαλβίνι και του Μπερλουσκόνι γιατί ήταν το μόνο κόμμα που εμφανιζόταν σαν αντιπολίτευση στην κυβέρνηση περικοπών -και ρατσιστικών μέτρων- του Ντράγκι την ίδια στιγμή που το Δημοκρατικό Κόμμα, που εκφράζει την κεντροαριστερά συμμετείχε σε αυτήν. Η Μελόνι έχει δηλώσει ότι αν το κόμμα της βγει πρώτο θα διεκδικήσει την πρωθυπουργία, κάτι που ανησυχεί τους «εταίρους» σχετικά με το τι στάση θα κρατήσει στην ΕΕ (παρόλο που πίσω από το θόρυβο των δηλώσεών της ότι «αν βγει, το πάρτυ στην Ευρώπη για την Γερμανία τελείωσε», έχει ήδη ρίξει τους τόνους όσον αφορά στην «ευρωσκεπτιστική» της στρατηγική). 

Σαν εναλλακτική απέναντι στον δεξιό-ακροδεξιό συνασπισμό κατεβαίνει στις εκλογές το μέτωπο της «κεντροαριστεράς», στο οποίο μέχρι στιγμής συμμετέχουν το Δημοκρατικό Κόμμα, οι «Πράσινοι», το κόμμα που ίδρυσε το πρώην στέλεχος των «Πέντε Αστέρων» Λουίτζι Ντι Μάιο, και η «Ιταλική Αριστερά».  Σύμφωνα με τον γραμματέα της Ιταλικής Αριστεράς Ν. Φρατοϊάνι αυτή η συμμαχία είναι απαραίτητη γιατί «μπροστά σε αυτή την Ακροδεξιά και τη Δεξιά θα πρέπει να σκεφτούμε τη δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, να δημιουργήσουμε ένα χρήσιμο εργαλείο σύγκλισης και να συμμαχήσουμε». Υπάρχει επίσης η «κεντρώα» συμμαχία των Ματέο Ρέντσι και Κάρλο Καλέντα. 

Το Κίνημα των 5 Αστέρων, που το 2018 είχε κερδίσει τις εκλογές με σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων, σήμερα  κρατιέται στο 11% χωρίς να είναι μέρος καμίας συμμαχίας. (Αρχικά είχε συνεργαστεί με την ακροδεξιά Λέγκα, στη συνέχεια με το Δημοκρατικό Κόμμα για να καταλήξει να στηρίζει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ντράγκι και εν τέλει να διασπαστεί όταν αυτή κατέρρευσε). 

Τέλος στις εκλογές κατεβαίνει ένας συνασπισμός κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς, η Unione Popolare με τη συμμετοχή και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, έχοντας στην ηγεσία της τον πρώην δήμαρχο της Νάπολης Λουίτζι ντε Μαντζίστρις -την οποία πρόσφατα επισκέφθηκε στην Ιταλία για να υποστηρίξει και ο Μελανσόν. Στο πρόγραμμά του υπάρχουν αιτήματα για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, μαζικές προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, συνταξιοδότηση στην ηλικία των 60, εθνικοποίηση του ενεργειακού τομέα, τον τερματισμό της αποστολής όπλων στην Ουκρανία. Όπως αναφέρει ο Μ. Ατσέρμπο γραμματέας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης: 

«Στην αρχή του διπολισμού, όταν η Κεντροαριστερά εγκατέλειψε την απλή αναλογική το 1994, το κόμμα της Μελόνι, είχε 4% και δεν έλεγχε ούτε ένα συνοικιακό συμβούλιο ή τα κοινόχρηστα μιας πολυκατοικίας. Ύστερα από 30 χρόνια είναι το πρώτο κόμμα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αποτυχημένης στρατηγικής του Δημοκρατικού Κόμματος, που εργάστηκε για να καταστρέψει όχι μόνο τις οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά και την ίδια τη λαϊκή κουλτούρα και τον πολιτισμό της Αριστεράς. Με τον Ντε Ματζίστρις ξεκινήσαμε μια διαδικασία για να δημιουργήσουμε έναν συνασπισμό δυνάμεων που ονομάζουμε Λαϊκή Ένωση (Unione Popolare), προσπαθώντας να ενώσουμε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς. Η ατζέντα Ντράγκι και το πρόγραμμα του Δημοκρατικού Κόμματος δεν θέλουν την ειρήνη και αδιαφορούν για τα μεγάλα περιβαλλοντολογικά και κοινωνικά προβλήματα».

Η ευθύνη για την φασιστική άνοδο βέβαια βαραίνει και την ίδια την ηγεσία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που χαράμισε την έκρηξη της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ιταλία την δεκαετία του 2000 θυσιάζοντας τις «Γένοβες» και τις «Φλωρεντίες» σε κυβερνητικές συνεργασίες με την κεντροαριστερά, που κατέληξαν σε ενίσχυση της δεξιάς. 

Γυρνώντας στο σήμερα, για την ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ιταλία μόνο ένας δρόμος υπάρχει: η ενίσχυση των μαζικών αγώνων από τα κάτω σε μια στρατηγική μη διαχείρισης του ιταλικού καπιταλισμού. Υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες μέσα στην ιταλική κοινωνία για να γίνει κάτι τέτοιο πράξη.

Η κυβέρνηση Ντράγκι δεν έπεσε μόνο από τα «δεξιά» με την αποχώρηση Σαλβίνι-Μπερλκουσκόνι. Έπεσε και κάτω από τη δύναμη ενός κύματος απεργιών και αγώνων στην εκπαίδευση, στα νοσοκομεία και στα εργοστάσια που κορυφώθηκαν μάλιστα με πανεργατική απεργία τον περσινό Δεκέμβρη. Παρά την μεγάλη υποχώρηση της αριστεράς, τα προηγούμενα χρόνια στην Ιταλία δεν έλλειψαν ούτε οι απεργίες αλλά ούτε και οι εκρήξεις ριζοσπαστικοποίησης - για παράδειγμα, το μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα των «Σαρδέλων» και οι μαζικές διαδηλώσεις υπέρ των προσφύγων το 2019. 

Το σταμάτημα της φασιστικής απειλής που ξαναζωντανεύει με ένα νέο ζοφερό πρόσωπο στην Ιταλία δεν περνάει μέσα από «δημοκρατικά μέτωπα» που συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις τύπου Ντράγκι ανοίγουν ξανά και ξανά τον δρόμο στους Σαλβίνι, Μελόνι και ΣΙΑ. Περνάει μέσα από την ενίσχυση και την ριζοσπαστικοποίηση αυτής της αντιφασιστικής διάθεσης που θα ξαναεκφραστεί μετά τις εκλογές. Μέσα από ενιαία μέτωπα της εργατικής τάξης που μπορούν να τσακίσουν και τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις και την φασιστική απειλή.