Διεθνή
Αναβάπτιση της Δεξιάς στην Πορτογαλία: Όταν η Αριστερά υποκύπτει στον «ρεαλισμό»

Λισαβώνα. Από τις διαδηλώσεις ενάντια στην εκτίναξη των ενοικίων το 2023. Φωτό: Pedro Nunes Reuters

Η Δεξιά αναβαπτίστηκε στις εκλογές στην Πορτογαλία την Κυριακή 18 Μάη. Η ίδια η δεξιά κυβέρνηση πήγε σε πρόωρες εκλογές για να αντιμετωπίσει ένα σκάνδαλο που ακουμπούσε τον πρωθυπουργό Λουίς Μοντενέγρο. Ήταν οι τρίτες εκλογές μέσα σε τρία χρόνια. Η συμμαχία της Δεξιάς κατάφερε να ξαναβγεί πρώτη, όπως το περίμενε, λίγο ενισχυμένη σε έδρες (89 από 80 που είχε), αλλά μακριά από την πλειοψηφία των 116 εδρών. Το βασικό αποτέλεσμα όμως των εκλογών είναι πως η αριστερή και κεντροαριστερή αντιπολίτευση καταβαραθρώθηκαν, ενώ το ακροδεξιό Chega έφτασε το 22,6% κερδίζοντας 4,5% επιπλέον από τις περσινές εκλογές και έχει πλέον στη Βουλή όσες έδρες έχει και το δεύτερο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Για δεκαετίες, από την πορτογαλική επανάσταση του 1974 μέχρι και πρόσφατα, υπήρχε ο μύθος ότι στην πορτογαλική πολιτική σκηνή δεν υπήρχε περιθώριο για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς. Κι όμως, από το 1,3% που πήρε στην πρώτη του εμφάνιση το 2019, το Chega εκτινάχθηκε στο 7,2% το 2022 και πλέον είναι τρίτο κόμμα.

Η Αριστερά και οι Σοσιαλιστές αποδείχθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Αντίθετα, η θητεία της κεντροαριστερής κυβέρνησης από το 2015 ως το 2024 ήταν αυτή που ζέστανε το έδαφος για την ακροδεξιά. Ακόμη και τώρα, μετά τα τρομακτικά αποτελέσματα, οι μετεκλογικές αναλύσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Μπλόκου της Αριστεράς κάνουν σαν να μη βλέπουν τίποτα, ούτε προτείνουν την παραμικρή πρωτοβουλία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αφιερώνει μισή φράση στην ανακοίνωσή του, εντάσσοντας το Chega μόνο στην περιγραφή της “επιδείνωσης των ισορροπιών στο Κοινοβούλιο”, ενώ το Μπλόκο ομφαλοσκοπεί. Η συμμαχία του Κομμουνιστικού Κόμματος πήρε μόλις 3%, το χειρότερο ποσοστό σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική του ιστορία και έμεινε με 4 έδρες. Το Μπλόκο επίσης κατέρρευσε στο 2% και έμεινε μόνο με μία έδρα. Αν τα δύο αυτά κόμματα συνεχίζουν να ελπίζουν πως η αντεπίθεση απέναντι στη Δεξιά και τους φασίστες θα έρθει με βάση την κοινοβουλευτική τους παρουσία δεν θα πάνε και πολύ μακριά.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα μπαίνει σε ακόμη μεγαλύτερη κρίση, καθώς ο Πέδρο Νούνο Σάντος, που είχε αναλάβει την ηγεσία μόλις τον Απρίλη του 2024, παραιτήθηκε. Και τα τρία κόμματα της κεντροαριστεράς συνεχίζουν να ζουν στον αστερισμό της συγκυβέρνησής τους την οποία νοσταλγούν. Αρνούνται να δουν την εμβέλεια της κρίσης και το πόσο ευάλωτη είναι η οικονομία και η πολιτική της Πορτογαλίας μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Στη διάρκεια της συγκυβέρνησης (είτε με τη συμμετοχή, είτε με απλώς τη στήριξη της Αριστεράς), είχαν βιαστεί να αποδεχθούν την προπαγάνδα ότι η οικονομική κρίση ανήκε στο παρελθόν και πως η ανάπτυξη έδινε περιθώριο για “φιλολαϊκές πολιτικές”, αρκεί οι βουλευτές της Αριστεράς να ασκούσαν την κατάλληλη πίεση. Το αποτέλεσμα ήταν η Αριστερά να μετατραπεί σε νεροκουβαλητή του Αντόνιο Κόστα και του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Ο Κόστα παραιτήθηκε το 2024, αντιμέτωπος με σκάνδαλα που αγκάλιαζαν το υπουργικό του συμβούλιο. Ο ίδιος ανταμείφθηκε από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και είναι πλέον πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η Αριστερά έμεινε να πληρώσει τα σπασμένα και να υποχωρεί εκλογικά σε κάθε καινούργια αναμέτρηση. Η ηγέτης του Μπλόκου, στις πρώτες της δηλώσεις λέει πως το πρόβλημα ήταν πως το κόμμα… δεν κατάφερε να κάνει κατανοητές στον κόσμο τις νομοθετικές του προτάσεις.

Κρίση

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, έμεινε μόνο η ακροδεξιά να πολιτεύεται αναγνωρίζοντας την κρίση. Μια κρίση για την οποία προσπαθεί να ρίξει το φταίξιμο στους Ρομά, τους μετανάστες, στην έλλειψη αστυνόμευσης και στις μαλακές ποινές φυλάκισης. Το Chega αντιγράφει όλες τις τελευταίες τάσεις της ακροδεξιάς της Ευρώπης: φανατική υποστήριξη στο Ισραήλ ενάντια στους Παλαιστίνιους, ρατσιστικές καμπάνιες ενάντια στα τρανς άτομα, ξεδιάντροπή θέση υπέρ των πλούσιων και ενάντια στους φόρους στις επιχειρήσεις.

Στη διάρκεια της διακυβέρνησης Κόστα, ο απλός κόσμος συνέχισε να πληρώνει το κόστος της κρίσης. Οι τιμές των ενοικίων εκτοξεύθηκαν, η υποτιθέμενη ανάπτυξη και οι ευκαιρίες της έγιναν ευκαιρία μόνο για τους πλούσιους οι οποίοι πήραν τόση φόρα που δεν σταμάτησαν να παράγουν σκάνδαλα και απάτες. Αυτοί έπρεπε να είναι οι μόνοι που πανηγυρίζουν, αλλά μαζί τους πανηγύριζε και η ηγεσία της Αριστεράς, είτε γιατί η Πορτογαλία βγήκε από την επίβλεψη της Τρόικας, είτε γιατί η συγκυβέρνηση έδωσε κάποια ψίχουλα αυξήσεων στους μισθούς. Οι αυξήσεις φαγώθηκαν από τον πληθωρισμό και τα πολλαπλασιασμένα νοίκια. Κι όμως, το Μπλόκο ιδιαίτερα, το οποίο είχε αναδειχθεί από τους αγώνες πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008, έφτανε να κριτικάρει τις δυνάμεις της Αριστεράς στην Ευρώπη που ανοίγαμε το ζήτημα της μάχης ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενάντια στον καπιταλισμό. Ισχυρίζονταν πως αυτά τα ζητήματα αποπροσανατολίζουν από την “καθημερινότητα” και τη μοναδική ευκαιρία νομοθετικών παρεμβάσεων που είχε δοθεί από την συγκυβέρνηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα από τη μεριά του επέβαλε σιωπητήριο στα συνδικάτα, στα οποία ακόμη διατηρεί σημαντική παρουσία, γιατί η μάχη πλέον δινόταν στο κοινοβούλιο.

Αυτή η στάση επηρέαζε και επηρεαζόταν ταυτόχρονα από την Αριστερά της Ισπανίας που είχε παρόμοια εμπειρία συμμετοχής και στήριξης της κυβέρνησης Σάντσεθ. Ευτυχώς, στην ισπανική περίπτωση, το Ποδέμος κατάφερε και βγήκε από την κυβέρνηση έστω και καθυστερημένα και δεν έφτασε να υπερασπίζεται τις πολιτικές του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέχρι σήμερα, όπως κάνει η πορτογαλική Αριστερά.

Το πολιτικό σύστημα της Πορτογαλίας φτάνει σήμερα σε μια αστάθεια ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν μετά την κρίση του 2008. Η Αριστερά μπορεί να ξαναπατήσει στα πόδια της, όχι κοιτώντας προς τα πίσω, αλλά παίρνοντας εδώ και τώρα πρωτοβουλίες, ξαναχτίζοντας τους αγώνες, ενάντια στην κυβέρνηση της Δεξιάς και ενάντια στην επικίνδυνη προσπάθεια των φασιστών να εκμεταλλευτούν την πολιτική και οικονομική κρίση.