Το ΝΑΤΟ αποφάσισε ομόφωνα, παρά τις λεκτικές αντιρρήσεις της Ισπανίας (κυρίως αλλά όχι μόνο) την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ για όλες τις χώρες – μέλη του. Πρόκειται για μια τρομαχτική κλιμάκωση της πολεμικής μηχανής της συμμαχίας χωρίς προηγούμενο εδώ και μισό αιώνα.
Η προηγούμενη συμφωνία, που υπογράφτηκε το 2006 αλλά τέθηκε σε εφαρμογή το 2014, προέβλεπε στρατιωτικές δαπάνες για τα κράτη μέλη ύψους 2% του ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστες χώρες έπιασαν τον στόχο. Όπως γράφει η Καθημερινή, «από τα -συνολικά 32 πια- μέλη του ΝΑΤΟ, τα 22 φέρονται τελικώς να έπιασαν πέρυσι τον στόχο του 2%». Με βάση τα στοιχεία του 2024 οι χώρες του ΝΑΤΟ ξόδεψαν, αθροιστικά, σχεδόν 1,5 τρις δολάρια για την «άμυνα». Οι ΗΠΑ ξόδεψαν από μόνες τους σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο. Η Γερμανία 100 δισεκατομμύρια. Η Βρετανία 80, η Γαλλία 65, η Ιταλία και η Πολωνία 35. Με βάση την απόφαση του 5% οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες της «συμμαχίας των 32» θα ξεπεράσουν τα 3 τρις μέσα στα επόμενα χρόνια.
Το ΝΑΤΟ προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτή την τερατώδη ενίσχυση της πολεμικής του μηχανής με το φάντασμα της Ρωσίας του Πούτιν. «Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε», γράφει η εφημερίδα Financial Times, «προειδοποίησε τον περασμένο μήνα ότι η Μόσχα θα μπορούσε να είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της συμμαχίας εντός πέντε ετών. Η νέα, γιγάντια, αύξηση των στρατιωτικών δαπανών δεν είναι «αμυντική», όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι ηγέτες του ΝΑΤΟ και τα φιλικά τους ΜΜΕ. Είναι μια επιθετική κίνηση του «δυτικού» ιμπεριαλισμού που όχι μόνο δεν αποτρέπει τον κίνδυνο ενός νέου «μεγάλου πολέμου» αλλά τον φέρνει πιο κοντά.
Η αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού «υπαγορεύτηκε» από τον Ντόναλντ Τραμπ με τον γνωστό του επεισοδιακό τρόπο: με την επίθεση στον Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, μπροστά στις κάμερες τον Γενάρη, τον διάλογο με τον Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία χωρίς την παρουσία ούτε της ίδιας της Ουκρανίας ούτε των ΝΑΤΟικών του συμμάχων, την απειλή της αναθεώρησης των ΝΑΤΟϊκών συμφωνιών που προβλέπουν την εμπλοκή όλου του μπλοκ όταν δεχτεί επίθεση ένα μέλος του έως και την αποχώρηση ολοκληρωτικά των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ (όπως έλεγαν τουλάχιστον κάποιοι αναλυτές και δημοσιογράφοι).
Ο Τραμπ, όμως, δεν θέλει να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ. Αυτό που θέλει -όπως και οι προηγούμενοι αμερικανοί πρόεδροι- είναι να εστιάσει τις δυνάμεις του στον βασικό του ανταγωνιστή, την Κίνα δηλαδή. Οι ΗΠΑ ξόδεψαν πέρσι το 3,38% του ΑΕΠ τους για την «άμυνα». Ο Τραμπ είναι αποφασισμένος να τις απογειώσει – και απαιτεί από τους συμμάχους του να κάνουν το ίδιο. Για να εστιάσουν οι ΗΠΑ στην Κίνα πρέπει να απαλλαγούν από το μέτωπο της Ρωσίας. Και αυτό έχει δυο, αντιφατικές επιφανειακά αλλά συμπληρωματικές στην ουσία, δράσεις: από τη μια μεριά να αναλάβουν το κύριο βάρος του στρατιωτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία οι ευρωπαίοι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοι. Και από την άλλη να εξομαλυνθούν διπλωματικά οι σχέσεις με τον Πούτιν – εάν είναι ανάγκη ακόμα και με το «ξεπούλημα» της Ουκρανίας που έτσι και αλλιώς δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο με τη Ρωσία.
Πρωταθλητές και στον ρατσισμό
Η Ελλάδα ήταν ήδη ένας από τους πρωταθλητές των «αμυντικών δαπανών»: δεν είναι απλά και μόνο μια από τις λίγες ΝΑΤΟϊκές χώρες που έχουν πιάσει εδώ και χρόνια τον στόχο του 2%. Βρίσκεται, μετά τις ΗΠΑ, την Πολωνία και τις χώρες της Bαλτικής (τη γειτονιά της Ουκρανίας δηλαδή) με ένα 3,08% στην πέμπτη θέση του καταλόγου των χωρών με τις μεγαλύτερες (σε σχέση με το ΑΕΠ) αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ. Η δικαιολογία για αυτή την τερατώδη και επικίνδυνη σπατάλη είναι η «απειλή της Τουρκίας». Η δικαιολογία της Τουρκίας για τους δικούς της εξωφρενικούς στρατιωτικούς προϋπολογισμούς είναι «η απειλή της Ελλάδας».
Την περασμένη εβδομάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε το πολεμικό ναυτικό στα παράλια της Λιβύης. Ο στόχος της επιχείρησης είναι, υποτίθεται, η αντιμετώπιση των «αυξημένων μεταναστευτικών ροών». Ο πραγματικός στόχος είναι η στρατιωτική πίεση πάνω στη Λιβύη σε σχέση με το «ανυπόστατο» και «παράνομο» (σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα) Τουρκολυβικό μνημόνιο που αμφισβητεί τα «κυριαρχικά μας δικαιώματα στα «ελληνικά οικόπεδα» στο λιβυκό πέλαγος, νότια της Κρήτης. Με ποιον τρόπο θα εμποδίσει ο στόλος τις «αυξημένες μεταναστευτικές ροές» δεν μας το εξήγησε η κυβέρνηση. Προφανώς με την μέθοδο της Πύλου. Η δικαιολογία μπορεί πράγματι συχνά να είναι ακόμα χειρότερη και από την ίδια την πράξη.