Το 1951 η Haaretz, η αρχαιότερη ισραηλινή εφημερίδα, δημοσίευσε ένα ιστορικό άρθρο το οποίο περιέγραφε την αποστολή του νέου «εβραϊκού» κράτους με αυτά τα λόγια: «Το Ισραήλ θα είναι το μαντρόσκυλο της Δύσης»:
«Δεν υπάρχει κανένας φόβος ότι το Ισραήλ θα αναλάβει οποιαδήποτε επιθετική πολιτική έναντι των αραβικών κρατών, όταν αυτό θα αντίκειται ρητά στις επιθυμίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Αλλά, αν για οποιονδήποτε λόγο οι δυτικές δυνάμεις προτιμήσουν μερικές φορές να κλείσουν τα μάτια τους, θα μπορεί κανείς να βασιστεί στο Ισραήλ για να τιμωρήσει ένα ή περισσότερα γειτονικά κράτη των οποίων η αγένεια προς τη Δύση ξεπέρασε τα όρια του επιτρεπτού».
Η Δύση έχει κλείσει τα μάτια της εδώ και πολλά χρόνια απέναντι στους Παλαιστίνιους και αφήνει σιωπηρά το Ισραήλ να τους τιμωρεί για την «αναίδειά» τους να θέλουν να ζήσουν ελεύθερα, σαν άνθρωποι στον τόπο τους. Όχι μόνο τώρα, τα τελευταία δυο χρόνια. Τα μάτια της Δύσης είναι κλειστά εδώ και δεκαετίες. Και το Ισραήλ έχει όχι μόνο το πράσινο φως αλλά και τις ευλογίες των Μεγάλων Δυνάμεων να σκοτώνει αμάχους, να δολοφονεί παιδιά και να απειλεί με λοιμό έναν ολόκληρο λαό. Η Δύση δεν είναι απλά συνένοχη για τη γενοκτονία στη Γάζα. Είναι το «μεγάλο αφεντικό».
Η πρόκληση
Η προηγούμενη φορά που εξεγέρθηκαν μαζικά οι Παλαιστίνιοι ήταν πριν από 25 ακριβώς χρόνια. Όπως και τώρα έτσι και τότε η αφορμή ήταν ένας συνδυασμός ψεύτικων υποσχέσεων και προκλητικών επιθέσεων. Και όπως και τώρα έτσι και τότε η σιωπή της Δύσης ήταν εκκωφαντική.
Η αφορμή για την εξέγερση που ξέσπασε τον Σεπτέμβρη του 2000 ήταν μια προκλητική επίσκεψη του ακροδεξιού ηγέτη της αντιπολίτευσης Αριέλ Σαρόν στο ιερό, για τους Μουσουλμάνους, Τέμενος του Αλ-Ακσά στην παλιά Ιερουσαλήμ. Ο τόπος είναι ιερός και για τους Εβραίους. Αλλά ο Σαρόν δεν είχε πάει στο «Όρος του Ναού» (όπως ονομάζεται από τους Εβραίους) για να προσευχηθεί: πήγε για να προκαλέσει –συνοδευόμενος από χίλιους πάνοπλους αστυνομικούς.
Οι Παλαιστίνιοι απάντησαν στην πρόσκληση με μια μαζική διαδήλωση την επόμενη ημέρα – την οποία η ισραηλινή αστυνομία αντιμετώπισε με τα όπλα. Επτά Παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες των ισραηλινών αστυνομικών – που δεν δίστασαν να ανοίξουν πυρ ενάντια σε άοπλους διαδηλωτές. Η «Δεύτερη Ιντιφάντα» είχε μόλις ξεσπάσει.
Η πρόκληση του Σαρόν δεν είχε πέσει από τον ουρανό. Δεν ήταν απλά και μόνο μια προεκλογική εμφάνιση του ηγέτη του ακροδεξιού Λικούντ, του κόμματος του Σαρόν και του σημερινού του διαδόχου, του Μπένγιαμιν Νετανιάχου: ήταν μια εσκεμμένη προβοκάτσια του Ισραηλινού κράτους.
Όσλο
Η λέξη «Ιντιφάντα» σημαίνει «εξέγερση» στα Αραβικά. Η πρώτη μεγάλη παλαιστινιακή εξέγερση, η «πρώτη Ιντιφάντα» είχε ξεσπάσει το 1987, στην εικοστή επέτειο της υιοθέτησης της επαίσχυντης απόφασης «181» του ΟΗΕ για τον διαμελισμό της Παλαιστίνης και την δημιουργία του Ισραήλ στα εδάφη του. Η εξέγερση αυτή έκλεισε στην ουσία το 1993 με την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο που υποτίθεται ότι θα δρομολογούσαν μια διαδικασία που θα κατέληγε στη δημιουργία ενός Παλαιστινιακού Κράτους, όχι φυσικά στα εδάφη που είχε «κλέψει» η απόφαση «181» του ΟΗΕ αλλά στα εδάφη που είχε αρπάξει το Ισραήλ στον πόλεμο του 1967 –στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας.
Οι Συμφωνίες του Όσλο είχαν την υπογραφή όχι μόνο του Γιτζάκ Ραμπίν, του τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ, αλλά και του Γιασέρ Αραφάτ, του ιστορικού ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Αλλά πολύ γρήγορα φάνηκε ότι το Ισραήλ δεν είχε καμιά πρόθεση να τιμήσει ούτε ένα κόμμα από όσα είχε συμφωνήσει. Η εκδίωξη των Παλαιστινίων από τα «κατεχόμενα» και η αρπαγή της γης τους από ισραηλινούς εποίκους κλιμακώθηκε αντί να αντιστραφεί –όπως προέβλεπε το Όσλο. Από το 1993 ως το 2000 πάνω από διακόσιες χιλιάδες έποικοι είχαν εγκατασταθεί στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα –και χιλιάδες ακόμα στην ανατολική, Παλαιστινιακή σύμφωνα με την απόφαση του 1947, Ιερουσαλήμ.
Τον Ιούλη του 2000 οι Συμφωνίες του Όσλο κατέρρευσαν ολοκληρωτικά: στην συνάντηση που έγινε στο Καμπ Ντέιβιντ των ΗΠΑ, το Ισραήλ ξεκαθάρισε ότι δεν είχε καμιά πρόθεση ούτε να απελευθερώσει τους Παλαιστίνιους κρατούμενους, ούτε να αποσυρθεί από την Ανατολική Ιερουσαλήμ, ούτε να τηρήσει οποιονδήποτε από τους ουσιαστικούς όρους. Υπαίτιο για την χρεοκοπία των συνομιλιών ήταν εξόφθαλμα το Ισραήλ –το μόνο που έκανε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να απαιτεί αλλαγές στους όρους της συμφωνίας προς όφελός του.
Η εξέγερση
Η δολοφονία των διαδηλωτών από την ισραηλινή αστυνομία την 28η Σεπτέμβρη του 2000 ξεσήκωσε ένα κύμα οργισμένων διαμαρτυριών που απλώθηκε σαν αστραπή σε κάθε γωνιά της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Η αντίδραση του Ισραήλ ήταν θηριώδης: 70 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν μέσα στην πρώτη εβδομάδα. Στις 30 Σεπτέμβρη, μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης, ο ισραηλινός στρατός (IDF) δολοφόνησε στη Γάζα ένα 12χρονο παιδί, τον Μουχαμάντ αλ-Ντουρά την ώρα που ο πατέρας του προσπαθούσε, απεγνωσμένα, να τον προστατέψει με το ίδιο του το σώμα.
Η εξέγερση και η μαζική καταστολή έφεραν στην επιφάνεια τις διαιρέσεις που υπήρχαν μέσα στην Παλαιστινιακή ηγεσία. Ο ίδιος ο Αραφάτ άρχισε να δέχεται πιέσεις όχι μόνο από τις ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις σαν την Χαμάς ή τις αριστερές οργανώσεις σαν το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης που είχαν διαφωνήσει από την αρχή με τις συμφωνίες του Όσλο, αλλά και από τα ίδια τα στελέχη της δικής τους οργάνωσης, της Φατάχ. Ο Μαρουάν Μπαργκούτι (που βρίσκεται από το 2002 στις φυλακές του Ισραήλ), άρχισε να πιέζει για πιο μαχητικές λύσεις. Ο Μαχμούντ Αμπάς, ο σημερινός «κληρονόμος» του Αραφάτ προς μια συνθηκολόγηση «άνευ όρων», αφού πίστευε ότι κάθε αντίσταση ήταν μάταιη.
Αλλά η μεγάλη μάζα των Παλαιστινίων είχε πια πειστεί ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Η Χαμάς και οι άλλες μαχητικές οργανώσεις άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς.
Το Ισραήλ προσπάθησε να σπάσει τη ραχοκοκαλιά της παλαιστινιακής αντίστασης με τείχη, μπλόκα στους δρόμους, απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οικονομική πίεση –πείνα δηλαδή. Το Παλαιστινιακό μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα έπεσε κατά 50% από το 2000 ως το 2003.
Παλαιστίνιοι μαχητές κατάφεραν σε πολλές περιπτώσεις να διαλύσουν τα μπλόκα. Η Χαμάς (αλλά και άλλες μικρότερες ισλαμιστικές οργανώσεις) οργάνωσαν μια σειρά από επιθέσεις – αυτοκτονίας. Το βρετανικό BBC έχει καταγράψει συνολικά πάνω από 12 μεγάλες επιθέσεις αυτοκτονίας και πάνω από 200 Ισραηλινούς νεκρούς.
Το πραγματικό κέντρο της εξέγερσης, όμως, ήταν τα στρατόπεδα των προσφύγων και οι Παλαιστινιακές πόλεις. Οι Ισραηλινοί χρειάστηκαν πάνω από δέκα ημέρες για να υποτάξουν το στρατόπεδο της Τζενίν –με σοβαρές απώλειες για τον IDF.
Ακόμα πιο δύσκολη αποδείχτηκε περίπτωση της Γάζας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ρότζερ Χίκοκ του Ινστιτούτου Παλαιστινιακών Σπουδών «οι ισραηλινοί οικισμοί αποκλείονταν τακτικά από Παλαιστίνιους μαχητές … περικυκλώνονταν από εκρηκτικούς μηχανισμούς θαμμένους στην άμμο… άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού ανατινάσσονταν… ισραηλινοί ηγέτες δολοφονούνταν (σαν εκδίκηση για τη δολοφονία Παλαιστινίων…».
Αποχώρηση από την Γάζα
Η αντίδραση του Ισραήλ ήταν ανελέητη. Ο ίδιος ο Αραφάτ εγκλωβίστηκε για δυο σχεδόν χρόνια στο αρχηγείο του στην Ραμάλα. Τον Οκτώβρη του 2004 αρρώστησε βαριά, μεταφέρθηκε, με την άδεια του Ισραήλ, στο Παρίσι όπου και πέθανε στις 11 Νοεμβρίου. Ο Αμπάς, που τον διαδέχτηκε έσπευσε να συνθηκολογήσει, όπως ακριβώς ήθελε από την αρχή, άνευ όρων, με το Ισραήλ. Τυπικά η «δεύτερη ιντιφάντα» έκλεισε τον Φεβρουάριο του 2005 με την υπογραφή της Εκεχειρίας του Σαρμ ελ Σέιχ και τις υπογραφές του Αμπάς από την πλευρά των Παλαιστινίων και του Σαρόν (που στο μεταξύ είχε εκλεγεί πρωθυπουργός του Ισραήλ) από την άλλη. Τυπικά η δεύτερη ιντιφάντα είχε κλείσει με την ήττα των Παλαιστινίων.
Τυπικά, όμως, μόνο. Το 2003 ο Σαρόν ανακοίνωσε, αιφνιδιαστικά, την απόφασή του να αποσυρθούν και οι ισραηλινοί εποικισμοί και ο ισραηλινός στρατός από την Γάζα. Η εκκένωση των εποίκων δεν ήταν εύκολη υπόθεση: χρειάστηκαν πάνω από δυο χρόνια για να φύγουν και ο Σαρόν δέχτηκε μεγάλες επιθέσεις από την ακροδεξιά για την «προδοσία του» αυτή.
Η εκκένωση της Γάζας, όμως, δεν ήταν προδοσία: ήταν υποχώρηση. Αναγκαστική υποχώρηση. Ήταν μια ομολογία της αδυναμίας του IDF να συνεχίσει έναν πόλεμο φθοράς ο οποίος δεν θα τελείωνε ποτέ.
Ο Νετανιάχου, ο διάδοχος του Σαρόν, πίστεψε ότι θα μπορούσε να πετύχει εκεί που ο προκάτοχός του είχε αποτύχει. Έσπειρε τον θάνατο και την καταστροφή. Αλλά ξεσήκωσε ταυτόχρονα ένα τόσο μεγάλο κύμα οργής -παγκόσμια- που ανάγκασε τον Τραμπ «να του τραβήξει» το αφτί. Όχι γιατί οι ΗΠΑ έχουν σταματήσει να βλέπουν το Ισραήλ σαν το μαντρόσκυλό τους. Αλλά γιατί φοβούνται ότι «θα γίνει του Βιετνάμ» –και ακόμα χειρότερα.
Από τη μεριά μας αυτό ευχόμαστε. Και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να γίνουν οι φόβοι τους πραγματικότητα.