Η Αριστερά
Κίνηση Τσίπρα: Η δεξιά προσαρμογή δεν δουλεύει

Ο Τσίπρας στο συνέδριο του Economist Φωτο: ΕΡΑ

Μετά την ανακοίνωση του Α. Τσίπρα την περασμένη βδομάδα ότι παραιτείται από το βουλευτικό αξίωμα οι σχολιασμοί δίνουν και παίρνουν. Για μια σειρά ΜΜΕ η «κίνηση Τσίπρα» αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό και δίνει νέα πνοή στην υπόθεση της «κεντροαριστεράς» ή της «δημοκρατικής αντιπολίτευσης». 

Κάποια σχόλια αγγίζουν τα όρια του διθυράμβου. Όπως για παράδειγμα του Ν. Μαραντζίδη που μίλησε για «χαρισματικό ηγέτη». Τέτοιοι ηγέτες, μας πληροφορεί «είναι αυτοί που μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλα κινήματα αλλαγής, ανατροπής, να συγκινήσουν και ταυτοχρόνως να διαμορφώσουν κάθε φορά καινούργιους όρους για το μέλλον». 

Διαβάζοντας τέτοιους ισχυρισμούς ένα πολύ μεγάλο τμήμα του κόσμου της Αριστεράς αναρωτιέται πώς έγινε και ένας τέτοιος «χαρισματικός ηγέτης» οδήγησε το κόμμα του στην εκλογική συντριβή το 2023 απέναντι σε μια κυβέρνηση μισητή που είχε πάνω της τα εγκλήματα των Τεμπών και της Πύλου. Και στη συνέχεια έδωσε επί της ουσίας το «δαχτυλίδι» στον Κασσελάκη με τα γνωστά αποτελέσματα. 

Δεν ήταν ο «χαρισματικός» Τσίπρας που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα του 4% σε ένα κόμμα που πήρε την κυβέρνηση το 2015. Ήταν το μεγάλο εργατικό κίνημα ενάντια στα μνημόνια που εκτίναξε και εκλογικά την Αριστερά. Η στρατηγική που ενσάρκωνε ο Τσίπρας και όλη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης με την άρχουσα τάξη και την Ε.Ε. Η στρατηγική που οδήγησε στο ξεπούλημα του συγκλονιστικού ΟΧΙ και στην εφαρμογή ενός ακόμα μνημονίου στη συνέχεια. 

Όμως, αυτές οι επισημάνσεις δεν αρκούν, όπως και τα ανάλογα αστειάκια ή και πικρόχολα σχόλια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Η παραίτηση του Τσίπρα από την «ασφάλεια των ορεινών εδράνων» στη Βουλή έχει σημασία γιατί αποτελεί ομολογία μιας πραγματικότητας που πλέον βοά. 

Η κυβέρνηση της ΝΔ είναι ετοιμόρροπη, οι αναλύσεις για την ακλόνητη ηγεμονία του «41τακατό» και τους καταθλιπτικούς «αρνητικούς συσχετισμούς» έχουν πάει στα αζήτητα. Εκεί τους έχουν στείλει οι αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας όλο το προηγούμενο διάστημα. Το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη που φτάνει πλέον να εκφράζει την πλειοψηφία είναι το τελευταίο παράδειγμα. Είναι, ανάμεσα σε άλλα και απόδειξη ότι οι αναζητήσεις και οι ελπίδες του κόσμου κινούνται προς τα αριστερά κόβοντας αέρα από την ακροδεξιά που προσπαθεί να δημαγωγήσει. Και την ίδια στιγμή αυτός ο κόσμος δεν έχει σχεδόν καμιά εμπιστοσύνη όχι μόνο σε ‘θεσμούς’ όπως της λεγόμενης Δικαιοσύνης αλλά και στη δυνατότητα της «δημοκρατικής αντιπολίτευσης» να αλλάξει το παραμικρό από τα έδρανα της βουλής. 

Αυτό αναγνώριζε, με τον δικό του τρόπο, ο Α. Τσίπρας στη δήλωση που συνόδευσε την παραίτησή του: «δεν μπορώ και δεν θέλω, να συμμετέχω τυπικά σε μια Βουλή, που δημοκρατικά απογυμνωμένη, με ευθύνη κυρίως της πλειοψηφίας, αδυνατεί να επιτελέσει το ρόλο που το Σύνταγμα επιτάσσει και οι πολίτες απαιτούν». 

Επέμενε σε αυτό απαντώντας σε σχετική ερώτηση στη συνέντευξη που έδωσε στην Εφημερίδα των Συντακτών του Σαββατοκύριακου 11-12/10. Ερώτηση: «Δεν υπάρχουν περιθώρια για την προοδευτική αντιπολίτευση να ασκεί τον ρόλο και τα καθήκοντά της;» Απάντηση: «Όχι. Δεν υπάρχουν. Όσο τουλάχιστον αυτή δείχνει συμφιλιωμένη με τη σημερινή σήψη και δεν διακινδυνεύει υπερβάσεις».

Αντίθετα, όπως έγραφε και στη δήλωση παραίτησης: «Πιστεύω όμως στη δύναμη του λαϊκού κινήματος που παλεύει συλλογικά για κοινωνική δικαιοσύνη. Πιστεύω στη βούληση και τις πράξεις των πολλών. Με αυτούς, τις ανάγκες και τις ελπίδες τους, είμαι αποφασισμένος να συναντηθώ».

Και στην συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. 

«Μια κοινωνία που επιμένει, εξεγείρεται, αντιστέκεται, απαιτεί αυτό που για το καθεστώς είναι ‘ανέφικτο’, τότε θα παράγει και τα πολιτικά στελέχη και τα σχήματα εκείνα που θα την εκπροσωπήσουν. Να γιατί είναι ανάγκη, μεταξύ άλλων, οι πολίτες να μετατρέψουν την απογοήτευση σε πράξη και διεκδίκηση. Και να γιατί, μεταξύ άλλων, διάλεξα την ανασφάλεια να βρεθώ από τα βουλευτικά έδρανα, ανάμεσά τους».

Εμπειρίες

Ωστόσο, όλες οι εμπειρίες των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι η «ανασφάλεια» δεν είναι στον αγώνα στο «πεζοδρόμιο», στην απεργία, τη διαδήλωση και τη συλλογική δράση. Είναι το μόνο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα επιβάλλουμε τις διεκδικήσεις μας κόντρα σε μια άρχουσα τάξη που επιμένει με λύσσα στις επιθέσεις της. Η ανασφάλεια, αντίθετα, είναι η διαρκής προσαρμογή προς τα δεξιά των ηγεσιών της Αριστεράς του κοινοβουλευτικού δρόμου. 

Και σε αυτό το επίπεδο, ο Τσίπρας δεν έχει να πει τίποτα, αντίθετα η «συνάντησή» του με τους «πολίτες» ξεκινάει από ακόμα πιο δεξιά αφετηρία. Στη συνέντευξή του για παράδειγμα αναφέρεται σε μια «φοιτήτρια της Σορβόννης» που του είπε ότι δεν μπορεί να διακρίνει τους πολιτικούς της Αριστεράς από της Δεξιάς. Εκτός του ότι δεν χρειαζόταν να πάει στη Σορβόννη, αρκούσε να κάνει μια βόλτα στις διαδηλώσεις που συμμετέχει ο κόσμος που αποδεσμεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέχεια δεν έχει να πει τίποτα το αριστερό. 

Οι αναφορές στις «όμορφες θάλασσες» δεν συνιστούν προφανώς αριστερή πολιτική. Ούτε οι μεγαλοστομίες της συνέντευξής του για την Ελλάδα που χρειάζεται «σοκ εντιμότητας, δικαιοσύνης, δημοκρατίας». Μίλησε για «φυγή προς τα εμπρός για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Γιάννη Σκαρίμπα». Πρόκειται για τον τίτλο ενός εκπληκτικού αντιπολεμικού μυθιστορήματος, στο οποίο ο μεγάλος Σκαρίμπας είχε να πει κάμποσα καυστικά για τον «πατριωτισμό των ποντικών». Αλλά ο Τσίπρας μας καλεί να συστρατευθούμε στον «νέο πατριωτισμό» μαζί με την «υγιή επιχειρηματικότητα». 

Ένας χρόνος έχει περάσει από την ομιλία του Τσίπρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά όπου πάλι είχε μιλήσει για τα «παρήγορα σημάδια» της «κοινωνικής αντιπολίτευσης», για να προβάλει σαν συνέχεια σαν πρότυπο τον …Τρικούπη και τον Ελ. Βενιζέλο. Σε εκείνη την ομιλία ο Τσίπρας έφερνε σαν ελπιδοφόρο παράδειγμα την νέα κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία. Σήμερα η κυβέρνηση του Στάρμερ -με τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην ιστορία- είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Υποχώρησε ξεδιάντροπα σε όλες τις ρατσιστικές εκστρατείες της ακροδεξιάς και συγκρούστηκε με το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνης.

Τότε η Εργατική Αλληλεγγύη  σχολίαζε: «Η πολιτική εκπροσώπηση που πράγματι αξίζει η πλειοψηφία είναι μια Αριστερά που θα στηρίζει τους αγώνες, θα γενικεύει τα αιτήματά τους, θα οργανώνει τη δύναμη που μπορεί να τα επιβάλλει στις γειτονιές, τα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια, στους χώρους δουλειάς. Μια Αριστερά επαναστατική, που στη χρεοκοπία και τον παραλογισμό του συστήματος θα προβάλλει την προοπτική του εργατικού ελέγχου στην κοινωνία. Με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών και την προστασία της φύσης, όχι το κέρδος».

Αυτή την Αριστερά, την επαναστατική, έχουμε περισσότερες δυνατότητες να τη χτίσουμε και να τη δυναμώσουμε σήμερα.