Τον Ιούλη του 1945 οι ηγέτες των Συμμάχων που μόλις είχαν συντρίψει την ναζιστική Γερμανία πραγματοποίησαν μια σύνοδο κορυφής στο Πότσνταμ, κοντά στο ερειπωμένο Βερολίνο. Εκεί ο πρόεδρος Τρούμαν των ΗΠΑ πληροφόρησε τον Στάλιν της Ρωσίας ότι η χώρα του κατέχει ένα «υπερόπλο» που μόλις είχε δοκιμαστεί με επιτυχία. Στην έρημο του Νέου Μεξικού ο αμερικάνικος στρατός είχε πυροδοτήσει δυο διαφορετικούς τύπους αυτού που ονομάστηκε ατομική βόμβα.
Στις 6 Αυγούστου ένα αμερικάνικο βομβαρδιστικό Β-29 έριξε μια τέτοια βόμβα στην πόλη Χιροσίμα στην Ιαπωνία. Η βόμβα εξερράγη 500 μέτρα πάνω από το έδαφος και μέσα σε λίγα λεπτά το 70% των κτιρίων είχε καταστραφεί ολοσχερώς και το 30% του πληθυσμού (70 με 80 χιλιάδες άνθρωποι) είχαν σκοτωθεί. Στις 9 Αυγούστου ένα άλλο βομβαρδιστικό απογειώθηκε μεταφέροντας τον δεύτερο τύπο της ίδιας βόμβας με στόχο την πόλη Κοκούρα. Όμως, εξαιτίας της νέφωσης κινήθηκε στο δευτερεύοντα στόχο, την πόλη Ναγκασάκι. Λόγω της γεωγραφίας της περιοχής, καταστράφηκε «μόνο» το 44% των κτιρίων και 35 χιλιάδες κάτοικοί της σκοτώθηκαν.
Από μια άποψη οι πυρηνικοί βομβαρδισμοί της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι ήταν η συνέχεια της στρατηγικής των «στρατηγικών βομβαρδισμών» πόλεων από την αμερικάνικη και βρετανική αεροπορία (η ρώσικη ήταν προσανατολισμένη στην τακτική και στρατηγική υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων). Για την Ιαπωνία αυτό σήμαινε μια εκστρατεία καταστροφής βιβλικών διαστάσεων, όπως του Τόκυο τον Μάρτη του 1945 με περίπου 100.000 νεκρούς.
Όμως, στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν χρειάστηκε παρά μια βόμβα. Και όπως σύντομα έδειξαν οι επιτόπιες έρευνες, η εφιαλτική κληρονομιά της ραδιενέργειας παρέμενε για δεκαετίες προκαλώντας αφάνταστο πόνο και δυστυχία στους επιζώντες. Όταν τα «μανιτάρια» των πυρηνικών εκρήξεων υψώνονταν πάνω από τις δυο ιαπωνικές πόλεις, ο αμερικάνικος στρατός ήδη σχεδίαζε ένα ακόμη πλήγμα για τον Αύγουστο και από τρία για τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη.
Τελικά, η Ιαπωνία παραδόθηκε. Έτσι κι αλλιώς η κυβέρνησή της είχε ξεκινήσει επαφές με ουδέτερες χώρες για να μεσολαβήσουν σε μια συνθήκη ειρήνης και η αμερικάνικη κυβέρνηση το γνώριζε. Η μετέπειτα δικαιολογία ότι η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έσωσαν τη ζωή «ενός εκατομμυρίου αμερικάνων στρατιωτών» που υποτίθεται θα χάνονταν στην συμβατική κατάληψη των ιαπωνικών νησιών, δεν στέκει. Ο αμερικάνικος στρατός στήριζε περισσότερα στην είσοδο της Ρωσίας στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας, παρά στα «υπερόπλα» του. Πράγματι, ο Στάλιν κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία στις 8 Αυγούστου και ο ρώσικος στρατός σάρωσε την ιαπωνική στρατιά που κατείχε την Μαντζουρία.
Όμως, η κατοχή αυτών των όπλων (αμερικάνικο μονοπώλιο μέχρι το 1948) έδωσε στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μια νέα, ακόμα πιο απειλητική, διάσταση. Από κει και πέρα, η κατασκευή τέτοιων όπλων σήμαινε εισιτήριο στη λέσχη των ισχυρών του πλανήτη για κάθε άρχουσα τάξη.
Άλλωστε δεν ήταν παράξενο που η πρώτη που τα κατάφερε ήταν η αμερικάνικη άρχουσα τάξη. Η κατασκευή ενός πυρηνικού όπλου δεν ήταν μια απλή υπόθεση στην οποία αρκούσε η έμπνευση και η γνώση μια χούφτας φυσικών και τα πειράματα στα εργαστήριά τους. Το «Σχέδιο Μανχάταν» που κατέληξε στην κατασκευή των βομβών ξεκίνησε το 1942. Στην κορύφωσή του απασχολούσε 130.000 ανθρώπους, η συντριπτική πλειοψηφία ειδικευμένοι εργάτες κατασκευών –για τα μεγάλα εργοστάσια που απαιτούσε η παραγωγή των υλικών. Το κόστος του σε σημερινές τιμές έφτασε τα 22 δις δολάρια. Κι όμως, αναλογούσε μόλις στο 34% της δαπάνης για την παραγωγή τανκς για τον αμερικάνικο στρατό. Συγκρτικά, το συνολικό κόστος του «Σχεδίου» αναλογούσε σε ...δαπάνες εννιά ημερών της διάρκειας του πολέμου! Μόνος ένας πανίσχυρος καπιταλισμός όπως ο αμερικάνικος μπορούσε να κατασκευάζει ταυτόχρονα 50.000 πολεμικά αεροσκάφη ετησίως, να φτιάχνει πυρηνικές βόμβες και την ίδια στιγμή να αυξάνει το επίπεδο κατανάλωσης του άμαχου πληθυσμού.
Αυτές τις τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες ο καπιταλισμός τις μετέτρεψε σε σκοτεινές δυνάμεις καταστροφής. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν το τέλος αυτού του παραλογισμού. Η φρίκη του πυρηνικού θανάτου στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι συμβολίζει την έναρξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στους νικητές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Για τις επόμενες δεκαετίες ο «Ψυχρός Πόλεμος» -με τις κορυφώσεις και τις υφέσεις του- ανάμεσα στο δυτικό και ανατολικό μπλοκ, κράτησε την ανθρωπότητα στο χείλος ενός Αρμαγεδδώνα.
Σήμερα, η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών μπορεί να μοιάζει κακή ανάμνηση. Όμως, στην πραγματικότητα, τα πυρηνικά οπλοστάσια διατηρούνται και έχουν τη δύναμη να καταστρέψουν ξανά και ξανά όλον τον πλανήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιμένουν να κρατάνε για τον εαυτό τους το προνόμιο της έγκρισης εισόδου στη λέσχη των πυρηνικών όπλων. Το Ισραήλ έχει αυτό το δικαίωμα, στα πλαίσια του ρόλου του στη Μέση Ανατολή. Το Ιράν μπαίνει σε εμπάργκο από την «διεθνή κοινότητα» επειδή αναπτύσσει τις πυρηνικές του δυνατότητες. Ο ιμπεριαλισμός δεν έχει μπει στην ιστορία και μαζί του σέρνει πυρηνικές κεφαλές.
Κομμάτι αυτής της κληρονομιάς είναι και η λεγόμενη «ειρηνική» πυρηνική βιομηχανία.