Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Ο Γιός του Σαούλ*

Οκτώβριος 1944, Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Ο Saul Auslonder είναι Ούγγρος εβραϊκής καταγωγής, μέλος της Ζόντερκομάντο (Sonderkommando). Σ’ αυτήν την μονάδα ανήκουν κρατούμενοι, επιλεγμένοι από τα SS για να συνοδεύουν τους νεοφερμένους κατά την διαδικασία της τελικής τους εξόντωσης από τα τραίνα, έως τα κτίρια των θαλάμων αερίων.
 
Κι ενώ κάποιοι από την μονάδα αυτή οργανώνουν εξέγερση, ο Σαούλ αποφασίζει να σώσει το νεκρό σώμα του «παιδιού του» από τις φλόγες των κρεματορίων, ψάχνοντας να βρει ένα Ραβίνο, ώστε να απαγγείλει την νεκρώσιμη ακολουθία (Kaddish) και να το θάψει σύμφωνα με το τυπικό.
 
Μα «εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν» θα πει κάποιος παρακολουθώντας την ταινία, χωρίς να είναι ντε και καλά παράλογος. Κι όμως η παραδοχή αυτή είναι σημάδι πως έχει ήδη πιαστεί για τα καλά στα δίχτυα της ιστορίας που θέλει να του αφηγηθεί ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής. Όχι τόσο, για να τον αιχμαλωτίσουν σε μια συγκεκριμένη οπτική, όσο για να εξασφαλίσουν ότι ως θεατής θα τους ακολουθήσει με τα μάτια και το μυαλό του σε όλη την υποχρεωτική κάθοδο προς την κόλαση, έτσι όπως οι ίδιοι έχουν αποφασίσει να την δείξουν, διατηρώντας ταυτόχρονα ως κίνητρο την ελπίδα, ότι στο τέλος όλο αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγεί κάπου καλύτερα.
 
Γιατί ολόκληρη η αφήγηση και ο προβληματισμός της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Λάζλο Νέμες και του ποιητή και ουχί ηθοποιού Γκέζα Ρόριγκ, περιστρέφεται γύρω ακριβώς από αυτό τον άξονα: ότι «Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος»** μέσα σ’ ένα απάνθρωπο σύστημα, η ανυπακοή είναι μονόδρομος. Γιατί διαφορετικά καταλήγεις στη φωτιά, στο νερό και την λήθη.
 
Του πως τώρα αυτή η ανυπακοή κάθε φορά μπορεί να εκφραστεί, είναι ένα ανοιχτό ζήτημα το οποίο και απασχολεί την ταινία και κατ’ επέκταση κι εμάς που την βλέπουμε. Άλλωστε δεν πρωτοτυπεί με την επιλογή του Σαούλ να θέλει να θάψει το νεκρό του παιδί, μιας και ο σεβασμός στους νεκρούς είναι ένα θέμα που κρατάει από Αντιγόνη μεριά, απλά υπογραμμίζει όσο δεν παίρνει με την επιλογή του αυτή, την διεκδίκησή του για σεβασμό στους ζωντανούς, όταν στις συγκεκριμένες συνθήκες τις βιομηχανίας πτωμάτων αυτό είναι απλά ανύπαρκτο.
 
«Ξέραμε ότι αν δείχναμε αυτόν τον τρόμο κατά πρόσωπο, θα καταλήγαμε με λιγότερα, θα μειώναμε τη δύναμη του τρόμου» ομολογεί σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Λάζλο Νέμες με αφορμή την ταινία. Και πραγματικά κομμάτι της αριστουργηματικής του ταινίας είναι και ο τρόπος με το οποίο αποδίδει όλη την κινηματογραφική ένταση που αυτή κουβαλά, καταφέρνοντας για τα 107 λεπτά που διαρκεί, να κερδίζει την προσήλωση όσων την βλέπουν. 
 
Απεγνωσμένη ταχύτητα
 
Η κάμερα στο χέρι, ακολουθεί τη διαδρομή του πρωταγωνιστή με την απεγνωσμένη ταχύτητα των ρυθμών της ζωής ενός στρατοπέδου εξόντωσης. Ότι δε, κοιτάζει ο Σαούλ από την αρχή της ιστορίας είναι νετ. Ενώ όλα τα υπόλοιπα, χώροι, πρόσωπα, πτώματα, φαντάροι και αξιωματικοί, η φωτιά που καίει και καταπίνει ζωές και ίχνη, είναι φλου. Καθαρίζουν μόνο κάθε φορά που ο Σαούλ στρέφει το χαμηλωμένο βλέμμα του προς τα εκεί. 
 
Επιπλέον, η ταινία είναι γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου σε φιλμ τετράγωνου φορμά των 40 mm, συμβάλλοντας έτσι και με το ασφυκτικό της κάδρο στο κλείδωμα του θεατή μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας. Και παρόλο που οι χώροι ποτέ δεν μας παρουσιάζονται σε κάποιο γενικό πλάνο, είναι πιστοί στην απόδοσή τους που σε συνδυασμό και με τον ήχο της ταινίας που όχι απλώς συμπληρώνει αλλά συχνά αντικαθιστά τη δράση που συμβαίνει αποτρόπαια εκτός κάδρου, (θυμίζοντάς μας διαρκώς ότι υπάρχει και κάτι άλλο που δε βλέπουμε) συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της κινηματογραφικής απόδοση του πλαισίου μέσα στο οποίο δρα ο Σαούλ.
 
Κι ο Γκέζα Ρόριγκ που τον υποδύεται ήτανε σίγουρα ο κατάλληλος γι’ αυτό το ρόλο.
 
Ούγγρος και αυτός εβραϊκής καταγωγής, προσδίδει στο ρόλο εμβληματικές διαστάσεις. Ασκητική φιγούρα, θλιμμένη, χωρίς ηλικία, προσηλωμένος στο στόχο του, με μια εμμονοληπτική αγωνία για συγχώρεση. Άλλωστε, μην παραβλέπουμε πως τους Ζόντερκομάντο τους απεχθάνονταν και τους έφτυναν όλοι.
 
Ακόμη και το κράτος του Ισραήλ που αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει την ταινία.
 
Γιατί όπως εξομολογείται σε συνέντευξή του και ο Γκέζα Ρόριγκ: «Είπαν ότι ήταν κακό το σενάριο. Χα! Δεν ξέρω τι ακριβώς τους προβλημάτισε. Σίγουρα το φινάλε της ταινίας δεν πρόκειται για συγχώρεση. Έχει να κάνει με το πώς να συμφιλιωθείς με την τυφλότητα της Ευρώπης, εκείνη την εποχή ειδικά, αλλά και σήμερα. Έχει ακόμα να κάνει με το πώς οι άνθρωποι εύκολα διαχωρίζουν τους εαυτούς τους από τους άλλους.»
Πάνος Κατσαχνιάς
 
Σημειώσεις:
* Η ταινία «Ο Γιός του Σαούλ» κέρδισε το «Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής» στις Κάνες το 2015, καθώς είναι και υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας του 2016.
** «Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος» ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη.