Ιδέες
To Eνιαίο Μέτωπο

Ο Λένιν μιλάει στο τρίτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Το διήμερο των κινητοποιήσεων ενάντια στον φράχτη στον Έβρο στις 23 και 24 Γενάρη έγινε μαζί με την κινητοποίηση στο Καλαί ένα μεγάλο διεθνές γεγονός για το κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, για το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, για την Αριστερά γενικότερα. Έγινε είδηση στα ΜΜΕ, εγχώρια και ξένα, στρίμωξε την κυβέρνηση του Τσίπρα που θέλει να παριστάνει την «ευαίσθητη» αλλά την ίδια στιγμή κλείνει ερμητικά τα σύνορα μετατρέποντας κάθε μέρα το Αιγαίο σε υγρό τάφο για πρόσφυγες και μετανάστες. 
 
Η απόφασή για την κινητοποίηση πάρθηκε τον Οκτώβρη, στη διεθνή συνάντηση που οργάνωσε η ΚΕΕΡΦΑ στην Αθήνα. Συζητήθηκε σε χώρους δουλειάς και σωματεία, σε σχολές και σχολεία, σε γειτονιές και πόλεις πανελλαδικά, σε κάθε λογής συλλογικότητες. Σε αυτή την επίμονη δουλειά διαμορφώθηκε το μαχητικό, πολύχρωμο κίνημα που διαδήλωσε στην Αλεξανδρούπολη, στην Ορεστιάδα, στους Κήπους και τις Καστανιές. 
 
Αυτή η πρωτοβουλία κέρδισε καταρχάς την υποστήριξη και συμμετοχή των συνδικάτων της οργανωμένης εργατικής τάξης. Εκατό σωματεία, από την ΑΔΕΔΥ και το Εργατικό Κέντρο Έβρου μέχρι πρωτοβάθμια, πήραν αποφάσεις συμμετοχής και ενίσχυσαν οικονομικά για να γίνει δυνατή η οργάνωση της κινητοποίησης. Στις διαδηλώσεις κεντρική παρουσία είχαν τα πανό και οι αντιπροσωπείες σωματείων που έχουν δώσει σκληρούς αγώνες ενάντια στα παλιά και νέα μνημόνια: η ΠΕΝΕΝ, το σωματείο του Μετρό της Αθήνας, της Ιντρακόμ, από νοσοκομεία και το συντονιστικό τους, από ΕΛΜΕ και συλλόγους δασκάλων.  
 
Επίσης, η κινητοποίηση στο Έβρο και το αίτημα να πέσει ο φράχτης του αίσχους, λειτούργησε ενωτικά στο χώρο της Αριστεράς. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρωτοστάτησε, αλλά δεν ήταν μόνη. Εκεί βρέθηκαν σύντροφοι και συντρόφισσες από την ΛΑΕ παρόλο που η ηγεσία της δεν είχε βγάλει καν ένα κάλεσμα. Η συμμετοχή της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στη διαδήλωση στην Αλεξανδρούπολη είναι σημάδι ότι η κρίση που έχει πυροδοτήσει η δεξιά στροφή της ηγεσίας αυτού του κόμματος δεν έχει τελειώσει κι οι ανταρσίες και αμφισβητήσεις από τα αριστερά σε όλα τα μέτωπα θα πυκνώνουν. 
 
Γενικότερα, η κινητοποίηση δεν θα στεφόταν με αυτή την επιτυχία, αν δεν ενέπλεκε ενεργά ένα ευρύτερο δυναμικό από την αντικαπιταλιστική αριστερά, ανένταχτους αγωνιστές/τριες με ποικίλες ιδεολογικές αναφορές, μέχρι κόσμο που έχει φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ ή μένει με τις κριτικές του. Κι όχι για ένα οποιοδήποτε θέμα: τα κλειστά σύνορα, η Ε.Ε ρατσιστικό φρούριο απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, η ισλαμοφοβία και οι επιθέσεις στα δημοκρατικά δικαιώματα που την συνοδεύουν, είναι στην αιχμή των προσπαθειών της άρχουσας τάξης όλης της ΕΕ. 
 
Αναφορά
Πολιτικές πρωτοβουλίες σαν αυτή της 23/24 Γενάρη πατάνε σε μια στρατηγική, που η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) στην επαναστατική της περίοδο είχε κωδικοποιήσει με την ονομασία ενιαίο μέτωπο. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, αλλά η ανάγκη για τους επαναστάτες και τις οργανώσεις τους να αντλούν δημιουργικά από αυτή την κληρονομιά είναι απαραίτητη στους αγώνες που δίνουμε και στα καθήκοντα με τα οποία αναμετριόμαστε. 
 
Η συγκρότηση ανεξάρτητων επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων (κομμουνιστικά κόμματα) ήταν ένα τεράστιο βήμα. Έγινε με βάση τον προβληματισμό και την εμπειρία που έφερε η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Με την εξαίρεση της Ρωσίας οι επαναστάτες μέχρι τότε λειτουργούσαν σε ενιαία κόμματα με τους ρεφορμιστές. Είχαν το δικαίωμα να μιλάνε, αλλά όταν έφτασε η κρίσιμη στιγμή ανακάλυψαν ότι δεν είχαν τα μέσα να κάνουν τις ιδέες τους πχ την πάλη ενάντια στον πόλεμο, πράξη. 
 
Όμως, αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Την ίδια στιγμή, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων γενικότερα, στρέφονταν προς τα αριστερά. Αλλά ο πρώτος σταθμός αυτής της διαδρομής ήταν τα «παλιά» αριστερά κόμματα που παρουσίαζαν τους συμβιβασμούς και τις προδοσίες τους σαν αναγκαία βήματα σε ένα πιο «ρεαλιστικό» δρόμο για να αλλάξει η κοινωνία. 
 
Τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα διέτρεχαν τον κίνδυνο να απομονωθούν και να γίνουν ομάδες αφηρημένης προπαγάνδας για την ανωτερότητα του κομμουνισμού και την αναγκαιότητα της επανάστασης. Έπρεπε να αποτρέψουν αυτό τον κίνδυνο. Η στρατηγική του ενιαίου μετώπου διατυπώθηκε με αυτό τον σκοπό.
 
Η αρχή έγινε με τις αποφάσεις του 3ου συνεδρίου της το καλοκαίρι του 1921. Οι συζητήσεις και οι σκληρές αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν στα κόμματα και τα όργανά της –όπως η Εκτελεστική Επιτροπή της. Το 4ο συνέδριο στα τέλη του 1922 έκανε μια ακόμα πιο συστηματική επεξεργασία.
 
Ο Λένιν και ο Τρότσκι σήκωσαν το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας σε αυτές τις συζητήσεις. Ο δεύτερος σε ένα κείμενό του τον Μάρτη του 1922 αποτύπωσε την ουσία:
 
«Είναι απολύτως προφανές ότι η ταξική ζωή του προλεταριάτου δεν αναβάλλεται κατά την περίοδο προετοιμασίας της επανάστασης. Με την πρωτοβουλία της μιας ή της άλλης πλευράς εκτυλίσσονται συγκρούσεις με τους βιομηχάνους, με την αστική τάξη, την κρατική εξουσία.
 
Σ’ αυτές τις συγκρούσεις –εφόσον αφορούν τα ζωτικά συμφέροντα όλης της εργατικής τάξης, της πλειοψηφίας ή εκείνου ή του άλλου τμήματός της- οι εργαζόμενες μάζες νιώθουν την ανάγκη ενότητας δράσης, για ενότητα στην αντίσταση απέναντι στην επίθεση του καπιταλισμού ή για ενότητα στην επίθεση εναντίον του. Κάθε κόμμα που αντιπαρατίθεται μηχανιστικά στην ανάγκη της εργατικής τάξης για ενότητα στη δράση οπωσδήποτε θα καταδικαστεί στο νου των εργατών.
 
Συνεπώς, το ζήτημα του ενιαίου μετώπου δεν αφορά καθόλου – είτε από την σκοπιά της σύλληψής του ή επί της ουσίας του- το ζήτημα των αμοιβαίων σχέσεων της κοινοβουλευτικής ομάδας των κομμουνιστών με εκείνη των σοσιαλιστών ή των κεντρικών επιτροπών των δυο κομμάτων… Το ζήτημα του ενιαίου μετώπου, παρόλο το γεγονός ότι σ’ αυτή την εποχή ο διαχωρισμός των διάφορων πολιτικών οργανώσεων που βασίζονται στην εργατική τάξη είναι αναπόφευκτος- εμφανίζεται στη βάση της επείγουσας ανάγκης να εξασφαλιστεί για την εργατική τάξη η δυνατότητα ενός ενιαίου μετώπου στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό».
Σε αυτή τη διαδικασία οι επαναστάτες δεν πρέπει να διστάσουν να μπουν σε συμφωνίες δράσης με τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και των συνδικάτων. Ο Τρότσκι εξηγεί:
 
«Αλλά δεν διασπαστήκαμε με αυτούς; Ναι, επειδή διαφωνούμε στα θεμελιώδη προβλήματα του εργατικού κινήματος. Όμως παρόλα αυτά επιδιώκουμε συμφωνία με αυτούς; Ναι, σε όλες τις περιπτώσεις που οι μάζες που τους ακολουθούν είναι έτοιμες να ενωθούν σε ένα κοινό αγώνα μαζί με τις μάζες που ακολουθούν εμάς και όταν αυτοί, οι ρεφορμιστές, αναγκάζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό να γίνουν εργαλεία του αγώνα… Σε πολλές περιπτώσεις και ίσως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι οργανωτικές συμφωνίες δεν θα τηρηθούν ολοκληρωτικά ή δεν θα τηρηθούν καθόλου. Όμως είναι αναγκαίο να δίνεται πάντα στις μαχόμενες μάζες η ευκαιρία να καταλάβουν ότι η ανυπαρξία της ενότητας στη δράση δεν οφείλεται στη δική μας τυπολατρική άρνηση να συνεργαστούμε, αλλά στην πραγματική έλλειψη διάθεσης για αγώνα των ρεφορμιστών».
 
Αιχμές
Το ενιαίο μέτωπο, δεν είναι ούτε μια γενική «συμφωνία αρχών» ανάμεσα στους ρεφορμιστές και τους επαναστάτες, αλλά ούτε απλά ένα κόλπο για να «ξεσκεπαστούν» οι ρεφορμιστές ηγέτες –κι αυτά τα δυο λάθη γίνονταν και εκείνη την εποχή στην προσπάθεια να εφαρμοστεί στην πράξη. Και είναι λάθη που κοστίζουν και σήμερα. 
 
Αντίθετα, η στρατηγική αυτή βασίζεται στην οργανική ανάγκη της εργατικής τάξης να δίνει ενωμένη τις μάχες της, από «μικρές» οικονομικές μάχες, μέχρι τους πιο γενικευμένους πολιτικούς αγώνες. Κάθε απεργία είναι μια εμβρυακή μορφή ενιαίου μετώπου: σε αυτή συμμετέχουν επαναστάτες και ρεφορμιστές, αριστεροί και συντηρητικοί εργάτες, ηγεσία και βάση. Όμως, η πιο ανεπτυγμένη και γενικευμένη μορφή ενιαίου μετώπου που έχει εμφανιστεί ιστορικά ήταν τα εργατικά συμβούλια (σοβιέτ) στην Ρωσία του 1917. 
 
Δυο είναι οι κόκκινες γραμμές που διατρέχουν την στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Η εργατική τάξη με τους αγώνες της κρατάει το κλειδί για όλες τις μάχες που ανοίγει η ταξική πάλη: από την πάλη ενάντια στη φτώχεια, μέχρι την πάλη ενάντια στους φασίστες και τον ρατσισμό. Κι ότι οι ιδέες δεν αλλάζουν με κηρύγματα, αλλά μέσα από την εμπειρία της δράσης και του αγώνα. Οι επαναστάτες και οι επαναστάτριες θα πρέπει να ενθαρρύνουν αυτή τη διαδικασία, να την κεντρίζουν, και με την συνειδητή τους παρέμβαση να ενισχύουν και να ριζοσπαστικοποιούν τους αγώνες.