«Δυο ανασφαλείς υπερδυνάμεις σκουντουφλάνε προς μια επικίνδυνη σύγκρουση». Με αυτή τη φράση συνόψιζε την κρίση στην Νοτιοανατολική Ασία και συγκεκριμένα στα Στενά της Ταϊβάν ο Στέφεν Ρόατς, καθηγητής του Πανεπιστημίου Γιέηλ σε άρθρο του στους Φαινάνσιαλ Τάιμς στις 4 Αυγούστου.
Όταν δημοσιεύονταν αυτές οι γραμμές τα στρατιωτικά γυμνάσια που πραγματοποιούσε η Κίνα σε αντίποινα για την επίσκεψη της Ν. Πελόζι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν, συνεχίζονταν.
Η Κίνα δέσμευσε, για τα γυμνάσια, έξι μεγάλες περιοχές γύρω από το νησί που απέχει περίπου 120 χιλιόμετρα από την ηπειρωτική χώρα. Αυτό σήμαινε ουσιαστικά αποκλεισμό της Ταϊβάν. Δεκάδες κινέζικα μαχητικά αεροσκάφη πέρασαν επανειλημμένα το ανεπίσημο σύνορο της λεγόμενης «μέσης γραμμής», ανάμεσα στις κινέζικες ακτές και το νησί. Πολεμικά πλοία άνοιξαν πυρ μέσα στα «χωρικά ύδατα» της Ταιβάν.
Για πρώτη φορά, κινέζικοι βαλλιστικοί πύραυλοι «πέταξαν» πάνω από την πρωτεύουσα του νησιού, την Ταϊπέι, και κάποιοι προσθαλασσώθηκαν στην ΑΟΖ της Ιαπωνίας. Για πρώτη φορά επίσης, το ναυτικό και η αεροπορία της Κίνας εκτέλεσαν τα γυμνάσιά τους και σε περιοχές στα ανοιχτά των ανατολικών ακτών της Ταϊβάν (που μέχρι τώρα θεωρούταν απροσπέλαστες) και στο σημείο που θα ανασυντασσόταν ο στρατός της σε περίπτωση κινέζικης εισβολής.
Η αμερικάνικη κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της, όπως οι G7, διαμαρτυρήθηκαν για αυτή την «αδικαιολόγητη κλιμάκωση». Η Κίνα, λένε, εκμεταλλεύτηκε μια «αθώα επίσκεψη μιας αμερικανίδας αξιωματούχου» για να κάνει επίδειξη δύναμης. Βέβαια, η Πελόζι δεν είναι μια οποιαδήποτε αξιωματούχους, είναι η δεύτερη στη σειρά διαδοχής στην προεδρία των ΗΠΑ. Και η επίσκεψη κάθε άλλο παρά «αθώα» ήταν, έστω και αν διήρκεσε λίγες ώρες.
Τον Μάη ο πρόεδρος Μπάιντεν είχε κάνει περιοδεία στην νοτιοανατολική Ασία στην οποία δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν ένοπλα την Ταϊβάν σε περίπτωση επίθεσης. Στη συνέχεια ο Λευκός Οίκος προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία αυτής της δήλωσης. Τώρα η Πελόζι την υπογράμμισε απλά με την παρουσία της.
Η «στροφή στον Ειρηνικό» και το τέλος μιας «συμβίωσης»
Η Ταϊβάν (τότε Φορμόζα) ήταν από το 1895 μέχρι το 1945 αποικία της Ιαπωνίας, που την εκμεταλλεύτηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Το 1949 η Κινέζικη Επανάσταση θριάμβευσε και το ΚΚ της Κίνας με επικεφαλής τον Μάο Τσετούνγκ πήρε τον έλεγχο όλης της ηπειρωτικής χώρας. Τα υπολείμματα του καθεστώτος και του στρατού του Κουομιτάνγκ με επικεφαλής τον Τσιανγκ Κάισεκ κατέλαβαν την Ταιβάν, με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Για δεκαετίες η «Δημοκρατία της Κίνας» κατείχε την έδρα της χώρας στον ΟΗΕ και αναγνωριζόταν ως η νόμιμη κυβέρνηση όλης της Κίνας από τις ΗΠΑ και τη Δύση. Βέβαια, δεν ήταν δημοκρατία, ήταν μια στρατιωτική δικτατορία με πολύ αίμα στα χέρια της. Το 1947, 30 χιλιάδες ταιβανέζοι είχαν δολοφονηθεί στην καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης. Και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου 140 χιλιάδες πέρασαν από τις φυλακές και 4 χιλιάδες εκτελέστηκαν.
Το 1972 όμως η κατάσταση άλλαξε. Οι ΗΠΑ προσέγγισαν την Κίνα κόντρα στην ΕΣΣΔ. Και αναγνώρισαν την ΛΔ της Κίνας ως νόμιμη κυβέρνηση. Όσον αφορά στην Ταϊβάν οι ΗΠΑ «αναγνωρίζουν» (λαμβάνουν υπόψη) τη θέση της Κίνας ότι το νησί είναι έδαφός της, μια επαρχία που πρέπει να επανέλθει στον «εθνικό κορμό».
Εντωμεταξύ η Ταϊβάν μετατράπηκε σε μια από τις «ασιατικές τίγρεις» μια ανερχόμενη οικονομία με πρωταγωνιστικό ρόλο σε τεχνολογίες αιχμής όπως η παραγωγή ημιαγωγών για όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές και εφαρμογές. Παράλληλα, τα Στενά της Ταϊβάν έγιναν μια από τις πιο πολυσύχναστες και σημαντικές θαλάσσιες εμπορικές οδούς, ιδιαίτερα μετά την ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια αγορά.
Επεισόδια
Η κινέζικη και αμερικάνικη οικονομία απέκτησαν μια συμβιωτική σχέση. Και αυτή η εξέλιξη έμοιαζε να σβήνει τις εντάσεις σχετικά με το μέλλον της Ταϊβάν. «Επεισόδια» υπήρχαν -όπως το 1997 όταν ο τότε πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο ρεπουμπλικάνος Νιουτ Γκίνκριτζ, επισκέφτηκε το νησί. Αλλά ο κανόνας ήταν οι εμπορικές συμφωνίες και η αποκλιμάκωση.
Το 1997 η Βρετανία παρέδωσε ειρηνικά το Χονγκ Κονγκ στην Κίνα. Η πρόβλεψη ήταν ότι το ίδιο θα γινόταν και με τη Ταϊβάν. Το εμπόριο κάνει στην άκρη τους πολέμους έλεγε η νεοφιλελεύθερη -και όχι μόνο- «ορθοδοξία».
Αυτές οι εκτιμήσεις διαψεύστηκαν. Η Κίνα έγινε ένας παγκόσμιος οικονομικός γίγαντας που απειλεί να εκθρονίσει τις ΗΠΑ. Η απάντηση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ήταν η «στροφή στον Ειρηνικό», για να ανασχέσει την Κίνα με την υπεροπλία του. Και η ανταπάντηση του κινέζικου ιμπεριαλισμού που θέλει τη δικιά του σφαίρα επιρροής ήταν ο «εκσυγχρονισμός» των ενόπλων δυνάμεών του.
Τον Οκτώβρη του 2021 ήταν τα πολεμικά ναυτικά των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Ολλανδίας και της Ν. Ζηλανδίας που έκαναν πολεμικά «παιχνίδια» στα ανοιχτά της Ταϊβάν με τον κινέζικο στόλο να απαντά με τις δικές του ασκήσεις.
Πριν τρεις βδομάδες ο πρόεδρος Σι Τζιπίνγκ της Κίνας προειδοποίησε τον Μπάϊντεν σε τηλεφωνική τους συνομιλία ότι «όποιος παίζει με τη φωτιά θα καεί». Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται και μια πολεμική σύγκρουση στην νοτιοανατολική Ασία μπορεί να κάνει το ιμπεριαλιστικό σφαγείο στην Ουκρανία να μοιάζει με λεπτομέρεια.