Καταστολή
Σκάνδαλο υποκλοπών: Όχι στη νομιμοποίηση του “παρακράτους”

25/8, Διαδήλωση ενάντια στην κυβέρνηση των υποκλοπών στην Αθήνα. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

Οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις, τις λεγόμενες «επισυνδέσεις», συνεχίζονται μιας και οι γλώσσες λύνονται μπροστά στο θέαμα μιας κυβέρνησης ετοιμόρροπης. Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, για παράδειγμα, στόχοι παρακολούθησης με το «παράνομο λογισμικό» predator υπήρξαν ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ και η Β. Βλάχου, δηλαδή η εισαγγελέας που υπέγραφε δέκα-δέκα την ημέρα τις εντολές παρακολούθησης από την ΕΥΠ.  

Σε λίγο δεν θα κάνει εντύπωση αν η εισαγγελέας που δήλωνε αγέρωχα ότι θα ενέκρινε και την παρακολούθηση της προέδρου της Δημοκρατίας αν συνέτρεχαν λόγοι «εθνικής ασφάλειας», έχει υπογράψει στη βιασύνη της και τη δική της παρακολούθηση. 

Σύμφωνα με την εφημερίδα Documento η λίστα αυτών των «θυμάτων» φτάνει τα 100 άτομα πλέον, από την Κεραμέως μέχρι τον …Γεραπετρίτη που καταγγέλλει όσους κάνουν αποκαλύψεις ότι υπηρετούν σχέδια «εκτροπής». 

Σε τέτοιες συνθήκες η κυβέρνηση στέλνει μέσα στη βδομάδα στη βουλή το νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και την ΕΥΠ που είχε δώσει στη δημοσιότητα παραμονή της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ο τίτλος του είναι ένα μακρινάρι αλλά θα μπορούσε απλά να είναι η παροιμία «βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα». Δηλαδή, με αυτό το νομοσχέδιο η κυβέρνηση όχι απλά καλύπτει το σκάνδαλο των υποκλοπών και το νομιμοποιεί εκ των υστέρων, αλλά δίνει νέες μεγάλες δυνατότητες στην ΕΥΠ και το «βαθύ κράτος» να κάνουν τα ίδια και χειρότερα εις βάρος όλων μας. 

Αυτή η δυνατότητα δίνεται με πολλούς τρόπους από το νομοσχέδιο. Κομβικό σημείο είναι ο ορισμός της έννοιας της περιβόητης «εθνικής ασφάλειας» για την οποία έγινε και η παρακολούθηση του κινητού του…Ανδρουλάκη. 

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο λόγοι «εθνικής ασφάλειας» είναι πλέον εκείνοι που «συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα και ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος».

Αίτημα για άρση απορρήτου με βάση τα παραπάνω μπορεί να κάνει πλέον μόνο η ΕΥΠ και η ΔΑΕΕΒ της Αστυνομίας. Εκεί θα υπάρχουν δυο «ενσωματωμένοι» εισαγγελείς που θα τα εγκρίνουν. Η θητεία τους θα κρατάει «μόνο» τρία χρόνια χωρίς δυνατότητα ανανέωσής της και αυτό προβάλλεται ως «ασφαλιστική δικλείδα» μαζί με την απαιτούμενη έγκριση από αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 

Φύλλο συκής

Ένα άλλο φύλλο συκής που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο είναι ότι πλέον ο διοικητής της ΕΥΠ δεν θα μπορεί να επιλέγεται από τον «ιδιωτικό τομέα» (όπως ο πολύς κ. Κοντολέων) αλλά μόνο από το διπλωματικό σώμα ή από τους απόστρατους αξιωματικούς. Με άλλα λόγια, από το «βαθύ κράτος» και τα φυντάνια του. 

Ο δημοσιογράφος Τ. Τέλογλου που είχε δουλέψει για την αποκάλυψη του σκανδάλου και έχει καταγγείλει ασφυκτική παρακολούθηση των επικοινωνιών του, συνόψισε με ανάρτησή του στο twitter την ουσία των υπόλοιπων διατάξεων: «Το νομοσχέδιο για την προστασία του απορρήτου και την αναδιοργάνωση της ΕΥΠ λέει απλά ότι η ΕΥΠ θα αποφασίζει ποιο λογισμικό είναι παράνομο και ποιο όχι και ότι η ΕΥΠ με τον/την εισαγγελέα της θα αποφασίζει αν θα ενημερώσει μετά από τρία χρόνια όσους αδίκως παρακολούθησε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αφού εν τω μεταξύ έχει καταστραφεί κάθε στοιχείο που θα εξηγεί τι έγινε. Λέγεται αυτό λογοδοσία;»

Υποτίθεται ότι το νομοσχέδιο διασφαλίζει τα «πολιτικά πρόσωπα» από τις «επισυνδέσεις». Καταρχήν και μόνο αυτούς που συγκαταλέγει στα «πολιτικά πρόσωπα» είναι προκλητικό: πρόεδρος της Δημοκρατίας, βουλευτές και ευρωβουλευτές, αρχηγοί κομμάτων της βουλής, δήμαρχοι και περιφερειάρχες. Αντίθετα, συνδικαλιστές/τριες, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, στελέχη κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, ακτιβιστές/τριες μπορούν να παρακολουθούνται νόμιμα και κατά βούληση, αν το επιτάσσει η «εθνική ασφάλεια» αφού θα έχουν το θράσος να απειλούν τις «πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας». 

Η ΕφΣυν του σαββατοκύριακου θυμίζει το σκάνδαλο των υποκλοπών που είχε οργανώσει η κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, με τον «στρατηγό» Γρυλλάκη και τον μουστακαλή «τεχνικό» Μαυρίκη και τους «κοριούς» του, το 1993. Η βουλή είχε αποφασίσει την παραπομπή Μητσοτάκη στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά αναστάλθηκε με απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995. 

Σόι πάει το βασίλειο λοιπόν για τη ΝΔ. Αλλά οι συνεχείς αποκαλύψεις δεν φέρνουν στην επιφάνεια μόνο την μπόχα του κυβέρνησης των «αρίστων» και του «επιτελικού κράτους» της. Ανοίγουν μια χαραμάδα στο σκοτεινό κόσμο του «βαθέως κράτους» και των διασυνδέσεών του που είχε και έχει τη δυνατότητα να γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις ωραίες φράσεις του Συντάγματος για το «απαραβίαστο» των δημοκρατικών δικαιωμάτων. 

Υπουργοί πάνε κι έρχονται αλλά οι επαγγελματίες μπάτσοι και ΚΥΠατζήδες συνεχίζουν ατάραχοι το έργο τους. Όταν τα πράγματα σφίγγουν, μετακινούνται σε άλλη «υπεύθυνη» θέση. Όπως η «Βαγγελίτσα» Γεωργακοπούλου, που ξεκίνησε την καριέρα της σε νευραλγικές θέσεις της ΕΛ.ΑΣ, πέρασε στην θέση της υποδιοικήτριας της ΕΥΠ για να οργανώσει το δίχτυ των «επισυνδέσεων» και το καλοκαίρι επέστρεψε στην ΕΛ.ΑΣ. 

Αντιρρήσεις

Ο Ανδρουλάκης δήλωσε ότι η πρόβλεψη του νομοσχέδιου ότι χρειάζεται πρότερη έγκριση του προέδρου της βουλής για παρακολούθηση πολιτικών προσώπων είναι «θεσμική νίκη του Κινήματος» δηλαδή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Οι αντιρρήσεις του είναι ότι η κυβέρνηση «δεν λογοδοτεί» και ότι παραμερίζει, αντισυνταγματικά, την ΑΑΔΕ. 

Πιστεύει κανείς/μιά ειλικρινά, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν επειδή την καρέκλα του προέδρου της Βουλής θα την ζεσταίνει μια «προοδευτική» προσωπικότητα αντί του Τασούλα της ΝΔ; Ή ότι ένα «τριμελές συμβούλιο εφετών» μαζί με την ΑΑΔΕ είναι εγγύηση για τις δημοκρατικές ελευθερίες των χιλιάδων «ανώνυμων» που παρακολουθούνται για λόγους «εθνικής ασφαλείας»; 

Ο Χρ. Βερναρδάκης, πανεπιστημιακός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, έγραψε στην ΕφΣυν την Παρασκευή 25/11 σε ένα άρθρο με τίτλο Κράτος και Δημοκρατία, ότι ο νεοφιλελευθερισμός τα τριάντα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει ένα «κράτος δυο επιπέδων». Το πρώτο «που είναι προσπελάσιμο, έστω και τυπικά, από τους δημοκρατικούς θεσμούς και την πολιτική αντιπροσώπευση» και το δεύτερο επίπεδο «κρατικής εξουσίας που είναι απροσπέλαστο από την πολιτική αντιπροσώπευση και τον κοινωνικό έλεγχο και λειτουργεί ως θεσμικό στεγανό υποσύστημα των πολιτικών του κεφαλαίου (οικονομικοί και τραπεζικοί θεσμοί, δικαιοσύνη, μηχανισμοί καταστολής, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές της οικονομικής ρύθμισης, στεγανοποιημένα τμήματα της κρατικής διοίκησης)». 

Πραγματικά υπάρχουν αυτά τα δυο «επίπεδα» και είναι χαρακτηριστικό του αστικού κράτους στην κοινοβουλευτική μορφή του. Όμως, τι έχει να προτείνει απέναντι σε αυτό το «απροσπέλαστο»; Την αναδιοργάνωση «εκ βάθρων» της ΕΥΠ και την κατάργηση κάθε λογής απόρρητου στον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Και τι θα γίνει με τους «οικονομικούς και τραπεζικούς θεσμούς», σε απλά ελληνικά με την οικονομική ισχύ της τάξης των καπιταλιστών; Θα πάψει η Δικαιοσύνη ή «τμήματα» της κρατικής διοίκησης να είναι «στεγανοποιημένα» επειδή την πλειοψηφία στα έδρανα της βουλής θα την αποτελεί η «προοδευτική παράταξη»; Η εμπειρία από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει δείξει την ανεπάρκεια της στρατηγικής που υποκλίνεται στη «συνέχεια του κράτους». 

Οι επιθέσεις της ΝΔ στα δημοκρατικά δικαιώματα (που αυτό το νομοσχέδιο είναι συμπύκνωσή τους), δεν αντιμετωπίζονται με υποσχέσεις για «θεσμικό» και «κοινοβουλευτικό» έλεγχο. Δεν αρκούν οι φραστικές καταγγελίες για το θέατρο σκιών που παίζεται στις επιτροπές της βουλής. 

Η απάντηση στα αίσχη του «βαθέως κράτους» είναι το ξήλωμά του. Χρειαζόμαστε την παράδοση και τη στρατηγική του Λένιν που έλεγε ότι δεν πρέπει να αφήσουμε «πέτρα πάνω στην πέτρα» από το κράτος των καπιταλιστών. Το εργατικό κίνημα έχει τη δύναμη να επιβάλλει τη δική του δημοκρατία σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τη ζωή της πλειοψηφίας. Χρειάζεται να δυναμώσουμε την επαναστατική Αριστερά που παλεύει για αυτή την προοπτική, στις απεργίες και τους αγώνες του σήμερα.