Άλλη μια «πικρή» για τους χρυσαυγίτες και τους συνηγόρους τους κατάθεση έγινε στο Εφετείο της εγκληματικής οργάνωσης την Τρίτη 14 Γενάρη (132η δικάσιμος). Ο Γ. Παπαγεωργίου, πρώην γραμματέας της Τοπικής Οργάνωσης Νοτίων Προαστίων της ΧΑ, μίλησε «από τα μέσα» για όλα: τη στρατωτική δομή και λειτουργία, τα τάγματα εφόδου, την ιεραρχία, τις εντολές, τους στόχους, τη ναζιστική ιδεολογία. «Η παραμικρή δράση ήταν εγκεκριμένη από το πενταμελές, τον υπεύθυνο βουλευτή και κατ' επέκταση τον Μιχαλολιάκο», ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις του.
Για τον μάρτυρα «ήταν θέμα χρόνου να έχουμε κάποιο σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο» αναφερόμενος στη δολοφονία Φύσσα. Την πεποίθηση αυτή την σχημάτισε από την εικόνα του για την τοπική της Νίκαιας. «Εμείς λειτουργούσαμε πιο ομαλά, ενώ στη Νίκαια ήταν πιο στρατιωτικοποιημένα. Υπήρχε ένας πιο ακραίος φανατισμός. Και σε μας υπήρχε φανατισμός, αλλά ήταν πιο ήρεμα», είπε.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ήρθε σε σύγκρουση με την ηγεσία της οργάνωσης, η «γενική γραμμή» της οποίας ήταν η παρότρυνση σε συμπλοκές και βίαιες ενέργειες, διαφορετικά «θα φαινόμασταν αδύναμοι, ότι “δεν το λέει η ψυχή μας”». Περιγράφοντας μάλιστα συγκεκριμένο περιστατικό στο Ελληνικό, τόνισε ότι «δέχτηκα επικρίσεις γιατί δεν εμπλακήκαμε», ενώ αντίθετα μετά την αποχώρησή του από την οργάνωση έγινε η επίθεση στο Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Συνεργείο» στην Ηλιούπολη.
Το «γενικό πρόσταγμα» στη Νίκαια το είχε ο Λαγός, είπε, τον οποίο χαρακτήρισε «οξύθυμο», «σκληροπυρηνικό», «μπράβο». «Πάντα όξυνε τα πράγματα, είχε δώσει ξύλο σε δικούς του γιατί μπορεί να μην έκαναν αυτό που ήθελε», περιέγραψε. Αλλά και κάθε βουλευτής ήταν υπεύθυνος για κάποιες τοπικές. Τη δική του “καθοδηγούσε” ο Παναγιώταρος. «Δεν κάναμε ό,τι θέλαμε, ενημερώναμε και παίρναμε οδηγίες για τα πάντα», τόνισε. Ομολόγησε δε, ότι υπήρχε συνεργασία μεταξύ των τοπικών και των υπεύθυνών τους, συγκεκριμένα Λαγού-Παναγιώταρου, με μεταφορά μελών από τη μια περιοχή στην άλλη «αν υπήρχε ανάγκη».
Αναλυτικός ήταν ο μάρτυρας ως προς τη σύνθεση, συγκρότηση κι εκπαίδευση των ταγμάτων εφόδου -«φρουρά τα λέγαμε εμείς» είπε- και ειδικά της Νίκαιας. Όπως ανέφερε, για τη φρουρά επιλέγονταν «νεαροί, ρωμαλέοι, με σωματότυπο που να ταιριάζει σε αυτή τη “δουλειά”». Είχαν συγκεκριμένο «dress code», «μαύρες μπλούζες και παντελόνια, σήματα της ΧΑ, καπελάκια, μπουφάν», με τη Νίκαια να ξεχωρίζει από το ότι φορούσε «πάντα παντελόνια παραλλαγής, που παραπέμπει σε στρατιωτική εμφάνιση». Όλα αυτά τα πουλούσε ο Παναγιώταρος, με την πλήρη «εξάρτυση» να φτάνει ως και τα 150 ευρώ. Ενώ είχε ακούσει και για εκπαιδεύσεις, για «γυμνάσια σε κλειστό κύκλο, όχι ευρέως γνωστά» σε διάφορα μέρη, «μπορεί για τρέξιμο ή λαβές».
Εμπειρία
Ο ίδιος αμέσως μετά τη δολοφονία Φύσσα ήταν «σίγουρος ότι [ο δράστης] ήταν η ΧΑ». Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκε από το γεγονός ότι «δεν ήταν η πρώτη φορά, η ΧΑ είχε ξανά εμπλακεί», θυμίζοντας την παρολίγον δολοφονική επίθεση στον Δημήτρη Κουσουρή από τον Αντώνη «Περίανδρο» Ανδρουτσόπουλο τον 1998. Αλλά και από την προσωπική του εμπειρία, από τη «συνεχή ένταση», από τις εντολές «τους έχετε», από το «σούσουρο ότι ο τάδε έχει όπλο» -ένα μέλος, πρώην στρατιωτικός, το κουβαλούσε και μαζί του στην τοπική πριν του κάνει σύσταση να μην το ξαναφέρει.
Για τον μάρτυρα οι ιδέες της ΧΑ ήταν οι ναζιστικές, όσο κι αν «κρύβονταν τα εθνικοσοσιαλιστικά πρότυπα». «Έτσι παραπλανήθηκα κι εγώ, όπως και όλος ο ελληνικός λαός», συμπλήρωσε, περιγράφοντας τις ομιλίες (από τον Κασιδιάρη, τον Παναγιώταρο και όλους τους βουλευτές πολύ συχνά στα γραφεία της τοπικής), αλλά και τα βιβλία και το «σχολείο» με τα «θεωρητικά μαθήματα» που γινόταν πρώτα στα γραφεία στον σταθμό Λαρίσης και μετά στη Μεσογείων με ναζιστικό περιεχόμενο. «Σε έναν υπολογιστή στη Μεσογείων είχα δει τη σβάστικα», είπε.
«Υπήρχε διάχυτο μίσος ενάντια σε αλλοδαπούς και αριστερούς», συνέχισε, μιλώντας και για λίστα με τους στόχους που πιθανά υπήρχε στην τοπική Νίκαιας. Και δήλωσε σίγουρος ότι ο Φύσσας ήταν στόχος. «Από τη στιγμή που ανήκε στον αριστερό χώρο, ανήκε στη στοχοθεσία της οργάνωσης» ήταν η φράση του.
«Το ΑΦΜ του κόμματος ήταν το προσωπικό ΑΦΜ του Μιχαλολιάκου», είπε για την ιδιοκτησιακή σχέση και τον απόλυτο έλεγχο του “φύρερ” πάνω στην οργάνωση. «Συνέδρια γίνονταν», συνέχισε, «αλλά όχι εκλογές για πρόεδρο. Δεν αμφισβητείτο η κυριαρχία του Μιχαλολιάκου. Δεν υπήρχαν τέτοιες δημοκρατικές διαδικασίες στη ΧΑ».
Η μαρτυρία του Γ. Παπαγεωργίου επικύρωσε πάρα πολλά στοιχεία από τους πέντε προστατευόμενους μαρτύρες -επίσης πρώην χρυσαυγίτες- που έχουν προηγηθεί. Για τους συνηγόρους υπεράσπισης ήταν πιο εύκολο τότε να επιτίθενται σε ανθρώπους που κατέθεταν από τη ΓΑΔΑ και όχι αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, κατηγορώντας τους ως ψευδομάρτυρες, στημένους, εξαγορασμένους. Δεν ήταν όμως εύκολο να κάνουν το ίδιο σε έναν μάρτυρα που υπήρξε μέλος και γραμματέας του 5μελούς συμβουλίου μιας τοπικής και που ήρθε στο δικαστήριο με αστυνομική συνοδεία μεν, εκτειθέμενος με το πρόσωπό του και τα στοιχεία του δε.
Ιδιαίτερα ήταν αδύνατο να αντικρούσουν την κατάθεσή του για την ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης. Στην ερώτηση από την Πολιτική Αγωγή για το ποια εν τέλει από τις δύο τοπικές, της Νίκαιας ή των Νοτίων, προτιμούσε η ηγεσία, η απάντηση του μάρτυρα ήταν ξεκάθαρη και συμπύκνωνε την ουσία: «Η ηγεσία ήθελε το προφίλ της Νίκαιας. Η Νίκαια ήταν το παράδειγμα, το πρότυπο όλου του κόμματος».