Στις 3 Φλεβάρη ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) ανακοίνωσε με Δελτίο Τύπου την ολοκλήρωση της έρευνάς του για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου. Το προϊόν της ήταν ένα πόρισμα 148 σελίδων με κατάληξη-φωτιά για οκτώ ανώτερους αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.) «οι οποίοι κρίνονται ελεγκτέοι για θανατηφόρα έκθεση, καθώς και για έκθεση σε κίνδυνο της ζωής, υγείας και σωματικής ακεραιότητας των επιβαινόντων στο αλιευτικό Adriana, κατά το άρθρο 306 Π.Κ.».
Στο ίδιο Δελτίο Τύπου αναφερόταν ότι το πόρισμα στηρίχτηκε σε ένα αποδεικτικό υλικό «5.000 περίπου σελίδων (συμπεριλαμβανομένων έγγραφων απαντήσεων των εμπλεκομένων υπηρεσιών, δημοσιογραφικών ερευνών, της λήψης επιπλέον δεκαεφτά ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων, μίας έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και μίας γνωμοδότησης που ζήτησε η Αρχή, και του φακέλου δικογραφίας που διαβιβάσθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Καλαμάτας) και της λήψης στη συνέχεια προφορικών και έγγραφων εξηγήσεων από δέκα (10) στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.».
Μία ημέρα, μετά το Υπουργείο Nαυτιλίας εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον της Ανεξάρτητης Αρχής, κατηγορώντας την ανάμεσα σε άλλα για «εκ του ασφαλούς διατύπωση εικασιών», «αυθαίρετα συμπεράσματα», «χωρίς την οποιαδήποτε αξιόπιστη τεκμηρίωση», σε μια δήθεν στημένη επιχείρηση μετάθεσης της συζήτησης «από τα δίκτυα των διακινητών στα στελέχη του Λιμενικού Σώματος, που αγωνίζονται νυχθημερόν για την προστασία της χώρας». Λίγες μέρες μετά, η υφυπουργός Μετανάστευσης Σ.Βούλτεψη κλιμάκωσε την επίθεση με στοχοποίηση και του Συλλόγου Εργαζομένων.
Οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Εργατική Αλληλεγγύη για το περιεχόμενο του πορίσματος δείχνουν μια εμπεριστατωμένη μελέτη, με ενδελεχή έλεγχο, σύγκριση και διασταύρωση των διαθέσιμων στοιχείων και μαρτυριών. Μια ανάλυση που τεκμηριώνει απόλυτα τις εγκληματικές ευθύνες που έχει στη μη διάσωση των προσφύγων η ηγεσία του Λιμενικού, στο πρόσωπο των συγκεκριμένων ανώτερων αξιωματικών του.
Αντίθετα, αν κάτι λείπει από το πόρισμα, αυτό είναι «κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία» τα οποία θα μπορούσαν εκτός των παραπάνω σοβαρότατων ποινικών αδικημάτων να θεμελιώσουν επιπλέον επίσημα και την καταγγελλόμενη από τους επιζώντες ρυμούλκηση του αλιευτικού και άρα και την «πρόκληση ναυαγίου». Αλλά αυτά τα στοιχεία «δεν γνωστοποιήθηκαν» στην Αρχή.
Το πόρισμα του ΣτΠ με τα στοιχεία που προσκομίζει επιβεβαιώνει τις καταγγελίες των επιζώντων, των δικηγόρων τους και του κινήματος αλληλεγγύης. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο ότι όλοι οι ενορχηστρωτές της βύθισης του Αντριάνα πρέπει να παραπεμφούν στο Ναυτοδικείο και να πάνε φυλακή για την αποτροπή και τη μη διάσωση που κόστισε τις ζωές πάνω από 650 προσφύγων.
Η Έφη Δούση, δικηγόρος των επιζώντων της Πύλου στην εξέδρα της Απεργιακής 8 Μάρτη. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης
Οι δύο πρώτες φάσεις
Το πόρισμα του ΣτΠ χωρίζει τα προβληματικά σημεία χειρισμού του περιστατικού σε τρεις φάσεις.
Η πρώτη ξεκινά από την πρώτη ειδοποίηση που λαμβάνει το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ), το αρμόδιο κρατικό όργανο δηλαδή για αυτές τις επιχειρήσεις, από το αντίστοιχο Κέντρο της Ρώμης στις 11πμ της 13ης Ιούνη 2023. Και ολοκληρώνεται τις βραδινές ώρες της ίδιας μέρας με την άφιξη του Περιπολικού Πλοίου του Λιμενικού Σώματος (ΠΠΛΣ) 920 στο σημείο, το οποίο ήταν και το μοναδικό σκάφος του Λιμενικού που ενήργησε στο περιστατικό.
Ανάμεσα σε άλλα, τα βασικά ευρήματά του για αυτή τη φάση συμπυκνώνονται:
Σε καθυστερήσεις του ΕΚΣΕΔ ως προς τον εντοπισμό του αλιευτικού παρά την πληροφορία ότι είναι σε δυσχερή θέση, υπερφορτωμένο με 750 άτομα, μεταξύ αυτών και άτομα σε ανάγκη, καθώς και ως προς την εντολή στη συνέχεια παροχής εφοδίων από το πρώτο παραπλέον εμπορικό πλοίο, το LUCKY SAILOR, που δεσμεύεται για βοήθεια. Σε εύλογα ερωτηματικά σχετικά με τη βεβαιότητα του ΕΚΣΕΔ ότι οι πρόσφυγες δεν θέλουν τίποτα από την Ελλάδα. Σε εμμονή του ΕΚΣΕΔ καθόλη αυτή τη διάρκεια στην εντολή της «απλής παρακολούθησης» και μόνο, παραβλέποντας τις αναφορές για συχνές ακινητοποιήσεις και επικίνδυνους κλυδωνισμούς του αλιευτικού και μη υπάγοντας το περιστατικό από φάση «αβεβαιότητας» έστω σε φάση «συναγερμού». Σε παραλείψεις καταγραφών κρίσιμων συνομιλιών και στοιχείων, καθώς και σε άρνηση αιτημάτων παροχής συνδρομής από τη FRONTEX.
Η δεύτερη φάση ξεκινά από την άφιξη του ΠΠΛΣ 920 πριν τις 10.30μμ και ολοκληρώνεται με τη βύθιση του Αντριάνα. Είναι η φάση με τα μεγαλύτερα κενά, καθώς αποδεσμεύεται με εντολή του ΕΚΣΕΔ το δεύτερο παραπλέον εμπορικό πλοίο, το FAITHFUL WARRIOR, χωρίς αντικατάστασή του και πλέον το ΠΠΛΣ 920 είναι το μοναδικό που επιχειρεί στο σημείο.
Η παράλειψη των καταγραφών, η αγνόηση των αναφορών του εμπορικού πλοίου πριν αποδεσμευτεί για ακινητοποιήσεις και κλυδωνισμούς του αλιευτικού, η ύπαρξη βίντεο με το κλυδωνιζόμενο σκάφος στα χέρια τους, η επιμονή στην φάση «αβεβαιότητας» και της «παρακολούθησης» συνεχίζονται, αυξάνοντας τις πιθανότητες απώλειας του Αντριάνα όσο αυξάνεται το χρονικό διάστημα που αυτό παραμένει εκτεθειμένο σε κινδύνους. Κάτι που συμβαίνει στις 2.06πμ της 14ης Ιούνη 2023.
Το «μπάζωμα»
Η συγκάλυψη του εγκλήματος ξεκίνησε την ώρα της διάπραξής του. Αυτό έγινε ευρέως γνωστό πρόσφατα μετά τη δημοσιοποίηση ηχητικών ντοκουμέντων από επικοινωνίες του ΕΚΣΕΔ με το προσφυγικό καράβι, το ΠΠΛΣ 920 και τα παραπλέοντα εμπορικά. Σε αυτές τα στελέχη του Λιμενικού προσπαθούν με κάθε τρόπο να κατασκευάσουν αποδείξεις για το αφήγημά τους περί επιθυμίας των προσφύγων να πάνε στην Ιταλία.
Οι συγκεκριμένες συνομιλίες περιλαμβάνονται και στο πόρισμα του ΣτΠ, μαζί με την τρομερή «σύμπτωση» ότι καμία από τις επικοινωνίες του ΕΚΣΕΔ με το Αντριάνα καθώς και με το ΠΠΛΣ 920 μέχρι τη βύθιση του αλιευτικού δεν έχουν καταγραφεί επίσημα από το τηλεπικοινωνιακό του σύστημα. Όλες γίνονταν από άλλα τηλέφωνα, σε μια προφανώς παράλληλη επιχείρηση χωρίς καταγραφή, την οποία έχουν καταγγείλει και οι δικηγόροι των επιζώντων ζητώντας την άρση του απορρήτου των υπηρεσιακών και προσωπικών κινητών όλων των εμπλεκόμενων.
Τα στοιχεία που προσθέτει το πόρισμα στο κομμάτι της συγκάλυψης είναι ότι παρόμοια προβλήματα παρουσιάζουν και οι επικοινωνίες με τα εμπορικά πλοία, με πολλές από αυτές να μην έχουν καταγραφεί πουθενά. Αλλά και ότι αναφέρει κρίσιμες παραλείψεις στο Ημερολόγιο Συμβάντων του ΕΚΣΕΔ από τις ενημερώσεις των δύο εμπορικών –όπως τη μη καταγραφή ότι το αλιευτικό είναι υπερφορτωμένο και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ακινητοποιημένο, καθώς και ότι κλυδωνίζεται επικίνδυνα.
Εξηγεί τέλος αναλυτικά τι σημαίνει ο ισχυρισμός του Λιμενικού ότι το σύστημα καταγραφής VDR του ΠΠΛΣ 920 ήταν εκτός λειτουργίας, στερώντας πολύτιμα βίντεο και άλλα στοιχεία για τη θέση και τις κινήσεις τόσο του ίδιου όσο και του Αντριάνα και των άλλων εμπλεκόμενων πλοίων.
Η επιλογή του ΠΠΛΣ 920
Το πόρισμα στέκεται ιδιαίτερα στο κατά πόσο το ΠΠΛΣ 920 ήταν το καταλληλότερο για την αντιμετώπιση του περιστατικού. Τα στελέχη του Λιμενικού το περιέγραψαν ως ένα από τα δύο μεγάλα πλοία του Σώματος, ως το πιο κοντινό στην συγκεκριμένη περίπτωση, με έμπειρο προσωπικό, καθώς και με επάρκεια σωστικών μέσων.
Το πόρισμα αντίθετα λέει πως «η χωρητικότητα του ΠΠΛΣ 920 ανερχόταν σε τριάντα έξι άτομα (δεκαέξι μέλη πλήρωμα και είκοσι επιβάτες/διασωθέντες), ο δε σωστικός εξοπλισμός του περιοριζόταν στα ακόλουθα: σαράντα τρία ατομικά σωσίβια γιλέκα, δύο κυκλικά σωσίβια, δύο κυκλικά σωσίβια με λυχνία και σωσίβιο σχοινί, τέσσερα κυκλικά σωσίβια με καπνογόνο και λυχνία, δύο πνευστές σωσίβιες σχεδίες τριάντα εννέα ατόμων εκάστη και ένα σωστικό/βοηθητικό πνευστό ταχύπλοο σκάφος μήκους 7,7 μέτρων. Το σκάφος του Λ.Σ. είχε αποπλεύσει από τον λιμένα της Σούδας με πλήρωμα δεκατριών ατόμων. Άξιο μνείας είναι ότι τέσσερα εξ αυτών ανήκαν σε Κλιμάκιο Ειδικών Αποστολών (Κ.Ε.Α.), δηλαδή σε μονάδα του Λ.Σ. η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 136 του ν. 3079/2002, δεν ειδικεύεται στην έρευνα και διάσωση, αλλά στην πρόληψη και καταστολή κάθε φύσης ειδικών ή οργανωμένων εγκλημάτων βίας».
Για τον ΣτΠ «η ορθή επιχειρησιακή απόκριση στο περιστατικό επέβαλλε το ΕΚΣΕΔ, να έχει απευθυνθεί σε άλλους φορείς ήδη από τις πρώτες ώρες διαχείρισής του, ώστε να εξασφαλίσει την αναγκαία αρχική ιατρική βοήθεια στους κινδυνεύοντες. Κατ’ εφαρμογή του οικείου Μνημονίου Ενεργειών, θα μπορούσε λόγου χάρη να έχει αιτηθεί τη διάθεση πολεμικού πλοίου από το Πολεμικό Ναυτικό, ο στόλος του οποίου είναι στελεχωμένος με το απαραίτητο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και φέρει πλήρως εξοπλισμένα και οργανωμένα θεραπευτήρια. Συγχρόνως, στον επιχειρησιακό σχεδιασμό θα μπορούσαν να έχουν συμπεριληφθεί σύγχρονα ναυαγοσωστικά, όπως το ελλιμενισμένο στο Γύθειο «Aigaion Pelagos», τα οποία διαθέτουν υποχρεωτικά χώρο αναρρωτήριου με κατάλληλο εξοπλισμό για παροχή ιατρικής βοήθειας, αλλά και ιατρό ως μέλος του πληρώματος, εάν η δυνατότητα περισυλλογής ναυαγών ξεπερνά τα εκατόν πενήντα άτομα».
Με βάση τα παραπάνω μπορεί ο καθένας να συμπεράνει ότι η επιλογή του ΠΠΛΣ 920 δεν έγινε με κριτήριο την ανάγκη της έρευνας και διάσωσης. Άλλοι λόγοι υπαγόρεψαν την κλήση του στο περιστατικό κι αυτοί είχαν μάλλον να κάνουν με την «εμπειρία» του στην αποτροπή.
Η ρυμούλκηση
Παρά την αρχική κατηγορηματική του άρνηση, το Λιμενικό αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι έγινε πρόσδεση του αλιευτικού με σκοινί. Ωστόσο συνεχίζει να υποστηρίζει ότι ο κάβος λύθηκε από τους πρόσφυγες γιατί ήθελαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους στην Ιταλία.
Το αφήγημα αυτό καταρρίφθηκε πρόσφατα από τη φωτογραφία που ήρθε στο φως της δημοσιότητας και δείχνει το μπλε σκοινί δεμένο στο αλιευτικό κομμένο ή σπασμένο. Αναφερόμενο στο θέμα της πρόσδεσης του κάβου, την οποία προσδιορίζει στη δεύτερη φάση, το πόρισμα του ΣτΠ καταγράφει τις τοποθετήσεις των στελεχών του ΕΚΣΕΔ και του καπετάνιου του ΠΠΛΣ 920, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχει προσπάθεια των μεν πρώτων να απεκδυθούν την ευθύνη μιας τέτοιας ενέργειας, του δε δεύτερου να αποσυνδεθεί χρονικά η πρόσδεση από την ανατροπή.
Το βασικό όμως είναι το κρίσιμο αποδεικτικό υλικό -όπως ότι το βιντεοληπτικό υλικό από τις κάμερες του ΠΠΛΣ 920, οι συνομιλίες του Κυβερνήτη του με το ΕΚΣΕΔ, τα δεδομένα από το σύστημα VDR κλπ., που θα συνεισέφεραν στην εξακρίβωση και επαλήθευση της συγκεκριμένης καταγγελίας εκ μέρους των επιζώντων- δεν βρίσκεται στη διάθεση της Αρχής ώστε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.
Παρόλα αυτά εξετάζει τις διαφορετικές εκδοχές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την ανατροπή και καταλήγει: «Η ανατροπή του σκάφους φαίνεται να ακολούθησε μετά από έντονο και υψηλής συχνότητας διατοιχισμό, ο οποίος υποδηλώνει δυναμικής φύσης επίδραση σύμφωνα με τον διορισθέντα από την Αρχή πραγματογνώμονα. Από τις εκδοχές που εξετάσθηκαν ως προς τα δυναμικά αίτια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν γρήγορο διατοιχισμό, επικρατέστερες βάσει του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού κρίνονται αυτές της ρυμούλκησης και της οριζόντιας μετακίνησης επιβαινόντων, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η επαλήθευση οποιασδήποτε εκδοχής πέραν πάσης αμφιβολίας, ενώ δεν αποκλείεται η σωρευτική επίδραση των δύο ανωτέρω αιτίων».
Η τρίτη φάση
Κατά παράβαση των σχετικών πρωτοκόλλων, μετά τη βύθιση, στο πόρισμα «συνάγεται καθυστέρηση είκοσι περίπου λεπτών (20’) στην εκπομπή και αναμετάδοση του σήματος κινδύνου. Μια τέτοια καθυστέρηση θεωρείται εξαιρετικά κρίσιμη ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών του διερευνώμενου συμβάντος και ιδίως της παντελούς έλλειψης σωσιβίων ή άλλου σωστικού εξοπλισμού, του πολύ μεγάλου αριθμού των επιβαινόντων, της εξάντλησής τους από τις πολυήμερες κακουχίες, του πανικού που επικράτησε και της πιθανής σε τέτοια περιστατικά άγνοιας κολύμβησης αρκετών εξ αυτών. Ο συνδυασμός των ανωτέρω παραγόντων καθιστούσε κάθε λεπτό ζωτικής σημασίας και την παραμικρή καθυστέρηση ικανή να μειώσει δραματικά τις πιθανότητες επιβίωσης των ανθρώπων που βρίσκονταν στη θάλασσα».
Το αποτέλεσμα της καθυστέρησης στην εκπομπή του MAYDAY ήταν ότι η άφιξη του πρώτου παραπλέοντος πλοίου στο σημείο έγινε μία σχεδόν ώρα μετά την ανατροπή και των υπόλοιπων στις 4πμ. Μέχρι τότε το μόνο που επιχειρούσε ήταν το ΠΠΛΣ 920 με τα εξαιρετικά ανεπαρκή του μέσα και με ένα πλήρωμα δεκατριών μόλις ατόμων εκ των οποίων τα τέσσερα ήταν μη ειδικευμένα σε έρευνα και διάσωση. Υπογραμμίζοντας τη σημασία του παράγοντα «χρόνου», το πόρισμα επισημαίνει πως «κατά την πρώτη ώρα της επιχείρησης έρευνας και διάσωσης, το σκάφος του Λ.Σ. είχε διασώσει γύρω στους πενήντα επιζώντες, ενώ στις τρεις πρώτες ώρες είχε διασωθεί η πλειονότητα των τελικώς διασωθέντων (86 εκ των 104)».
Η μη αποδέσμευση του FAITHFUL WARRIOR χωρίς αντικατάστασή του ή η εξαρχής κινητοποίηση των ναυαγοσωστικών και όλων των άλλων πλοίων του Λιμενικού που βρίσκονταν στα κοντινά λιμάνια, κάποια από τα οποία σε επιφυλακή από το προηγούμενο μεσημέρι, θα μπορούσαν να είχαν σώσει ζωές. Όπως υπενθυμίζει το πόρισμα, από τη θάλασσα ανασύρθηκαν ογδόντα δύο σοροί. «Βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί, ότι ο θάνατος αρκετών εξ αυτών -ή ακόμη και όλων– θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η απόκριση των υπηρεσιών διάσωσης ήταν ταχύτερη», συμπεραίνει.
Ακάλυπτες έμειναν τις πρώτες κρίσιμες ώρες και οι ιατρικές ανάγκες των επιζώντων. Ενώ ελλείψει διαθέσιμων μέσων για την περισυλλογή και διαχείριση των σορών, χωρίς δηλαδή τον απαραίτητο χώρο για τη μεταφορά τους καθώς και τον απαιτούμενο αριθμό σάκων μεταφοράς πτωμάτων, το φωτογραφικό υλικό που έχει στη διάθεσή της η Αρχή περιλαμβάνει «στοίβαξη ανθρώπινων σορών, ορισμένων σε ημίγυμνη κατάσταση, χωρίς καμία κάλυψη ή πρόχειρα καλυμμένων με κομμάτια υφάσματος, επάνω στο κατάστρωμα του Π.Π.Λ.Σ. 920».
Οι κυριότερες εγκληματικές αποφάσεις
Τα στελέχη του Λιμενικού που ηγήθηκαν και εκτέλεσαν την επιχείρηση παραβίασαν όλα τα πρωτόκολλα για τη διάσωση στη θάλασσα και τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών, τα οποία υποτίθεται γνωρίζουν και υπηρετούν. Το πόρισμα τα παρουσιάζει αναλυτικά.
Η πιο σημαντική από όλες τις παραβιάσεις είναι ότι, παρά τα διαθέσιμα στοιχεία, η φάση «συναγερμού» δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ, ενώ του «κινδύνου» με έκδοση σήματος MAYDAY ξεκίνησε μόνο μετά τη βύθιση του Αντριάνα.
Σε όλη τη διάρκεια των 15 ωρών της επιχείρησης από την πρώτη ειδοποίηση μέχρι τη βύθιση, η ηγεσία του Λιμενικού δεν μετακινήθηκε από τη θέση της για «απλή παρακολούθηση» του αλιευτικού παρά τους προφανείς κινδύνους -από τους επικίνδυνους κλυδωνισμούς και τις ακινητοποιήσεις του Αντριάνα λόγω βλαβών στη μηχανή μέχρι την ακυβερνησία και την παράσυρσή του από τη θάλασσα προς την Ελλάδα όπως δείχνουν και τα γεωγραφικά στίγματά του.
Η αποδέσμευση του δεύτερου εμπορικού πλοίου χωρίς αντικατάστασή του, σε μια φάση που όλα έβαιναν «επί των χείρω», σήμαινε σύμφωνα με το πόρισμα ότι «αντί της απαραίτητης κλιμάκωσης της επιχείρησης και της αύξησης των διαθέσιμων μέσων για την αντιμετώπιση του άμεσου και σοβαρού κινδύνου απώλειας του σκάφους και της ζωής των επιβαινόντων, στην ουσία υπήρξε μείωση των διαθέσιμων πόρων». Ενώ ουδεμία μέριμνα υπήρξε πριν από την αποδέσμευση όλων των παραπλεόντων για τον εφοδιασμό των επιβαινόντων στο αλιευτικό με τον απαραίτητο αριθμό σωσιβίων γιλέκων.
Το ΠΠΛΣ 920 προσέγγισε αποδεδειγμένα τουλάχιστον δύο φορές το Αντριάνα δένοντας κάβο, παρά τον σοβαρό κίνδυνο που ενείχε αυτό, σε μια στιγμή που δεν βρίσκονταν κοντά άλλα πλοία και υπήρχε μαύρο σκοτάδι.
Παρά τους ισχυρισμούς των στελεχών του Λιμενικού περί μη επιθυμίας των προσφύγων να έρθουν στην Ελλάδα, οι επιζώντες καταθέτουν στον ΣτΠ ότι πολλοί φώναζαν «βοήθεια» όταν τους προσέγγισαν τα δύο εμπορικά, ενώ κάποιοι προσπάθησαν επιπλέον να ανέβουν στο δεύτερο. Την απελπισμένη έκκλησή τους για διάσωση με τα χέρια ψηλά έχουν καταγράψει και οι φωτογραφίες από τα εναέρια μέσα. Σε όλη τη διάρκεια δεν αναζητήθηκε από το Λιμενικό διερμηνέας παρότι οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα εκτός της μητρικής τους και με αυτή απευθύνονταν στα παραπλέοντα πλοία.
Το πόρισμα καταρρίπτει τους ισχυρισμούς των Λιμενικών ότι το Αντριάνα ήταν «αξιόπλοο», ότι «είχε σταθερή πορεία και πλεύση», ότι «οι πρόσφυγες δεν συνεργάζονταν γιατί ήθελαν να πάνε Ιταλία». Για το πρώτο, επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα ότι το αλιευτικό ήταν ένα σκάφος με πολλές μετασκευές, χωρίς πιστοποιητικά ασφαλείας, με υψηλό κέντρο βάρους λόγω της σταδιακής κατανάλωσης καυσίμων, υπέρφορτο σε τέτοιο βαθμό, που οι επιβαίνοντες δεν μπορούσαν να μετακινηθούν καθόλου.
Για το δεύτερο, το πόρισμα τονίζει ότι η πορεία του αλιευτικού όχι σταθερή δεν ήταν αλλά εναλλασσόταν ανάμεσα σε στάσεις, κλυδωνισμούς και επανεκκινήσεις. Ενώ για το τρίτο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην πραγματικότητα οι πρόσφυγες εκλιπαρούσαν να διασωθούν. Όχι μόνο γιατί το λένε οι ίδιοι σήμερα αλλά και γιατί το έλεγαν τότε με τις κλήσεις τους στο Alarm-phone, 13 στο σύνολο.
Αντίθετα αυτοί που επέμεναν να καταγραφεί ότι δεν θέλουν να φτάσουν εδώ ήταν τα στελέχη του Λιμενικού. Όσο για το πέταγμα των εφοδίων που τους παράσχονταν στη θάλασσα, αυτό φαίνεται να εξηγείται σαν αντίδραση στο γεγονός ότι συνειδητοποιούσαν πως, παρόλες τις εκκλήσεις τους για βοήθεια, και το δεύτερο εμπορικό πλοίο που τους προσέγγισε, δεν είχε σκοπό να τους διασώσει.
Ξεχωριστή σημασία έχει ότι στην κατάληξή του το πόρισμα δεν περιορίζεται στην ανάδειξη του κινδύνου που παραλείφθηκε να αντιμετωπιστεί, όπως έπρεπε, τόσο από άποψη χρόνου και μέσων ή που επιδεινώθηκε εξαιτίας αυτών των παραλείψεων. Αλλά προχωρά στην ανάδειξη του κινδύνου που ενδεχομένως προκλήθηκε αυτοτελώς εξαιτίας συγκεκριμένων αποφάσεων στη διαχείριση του περιστατικού. Αφήνοντας έτσι ξεκάθαρα αιχμές για τις αποφάσεις που πάρθηκαν.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με κατάθεση ενός εκ των ανωτέρων αξιωματικών του Λιμενικού, το Υπουργείο Μετανάστευσης είχε ενημερωθεί για το Αντριάνα ήδη από το μεσημέρι της 13ης Ιούνη.