Δημοτικές εκλογές
Οι μάχες των εκλογών: “Θρίαμβοι” με 65% αποχή έχουν κοντά ποδάρια

Η Νέα Δημοκρατία στην απόπειρά της να φουσκώσει όσο το δυνατόν γίνεται τα πανιά της ενόψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, επιχειρεί να παρουσιάσει μια εικόνα “θριάμβου” για τα αποτελέσματα του β' γύρου των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών. Ο χάρτης βάφτηκε για δεύτερη φορά “μπλε με ακόμη πιο μεγάλα ποσοστά” είναι το επιχείρημα καθώς στις περισσότερες περιφέρειες και τους μεγαλύτερους και περισσότερους δήμους η ΝΔ κατάφερε να εκλέξει τους δικούς της υποψήφιους. 

Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα του β' γύρου επιβεβαιώνουν σε ένα βαθμό  το προβάδισμα της ΝΔ που καταγράφηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, αλλά απέχουν από το να αποτελούν “θρίαμβο” ή έστω επιβεβαίωση ότι θα καταφέρει να πάρει την αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές. Κοιτάζοντας τα αποτελέσματα η αιτία είναι προφανής και ονομάζεται αποχή. 

Στην περιφέρεια Αττικής στο β' γύρο απείχε το 58,74% των ψηφοφόρων ενώ στον α’ γύρο η αποχή ήταν 41,14%. Το χρυσοποίκιλτο 65% του Πατούλη στο β' γύρο είναι τόσο αληθινό όσο και το κιτς της οικογενειακής θαλπωρής που τόσα χρόνια τώρα πλασάρει εν είδει προεκλογικής εκστρατείας. Στο Δήμο της Αθήνας σε μια άλλη οικογενειακή ιστορία που εξελίχθηκε την Κυριακή το βράδυ στα “δελτία ειδήσεων” -Σία μου, Ντόρα μου, Κώστα μου, Κούλη μου- η αποχή ήταν 66,6%. Το 65% του Μπακογιάννη στο β' γύρο μεταφράζεται σε μόλις 8.000 επιπλέον ψήφους από αυτές που πήρε στον α' γύρο με ποσοστό 42,65% - και με τον Ηλιόπουλο του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι χαμένος, να παίρνει στο β' γύρο 16.000 επιπλέον ψήφους. Προφανώς κόσμος που ψήφισε ΚΚΕ στον α’΄γύρο, ψήφισε Ηλιόπουλο στον δεύτερο.

Παρόμοια ποσοστά αποχής είχαμε και σε άλλες περιφέρειες, στην Ανατολική Μακεδονία - Θράκη (59,64%), στο Βόρειο Αιγαίο, (66,55%), στη Δυτική Ελλάδα (54,19%), στα Ιόνια (61,26%), στην Πελοπόννησο (60,11%) ενώ στο δήμο Θεσσαλονίκης απείχε το 62% και στο δήμο Πειραιά το 65,7%. Ποσοστά αποχής που σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχαν στα ΜΜΕ φορσέ τίτλο “νικητής για ακόμη μια φορά η αποχή”, αποσιωπώνται προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι πολιτικοί σχεδιασμοί της ΝΔ.

Η αποχή στο β' γύρο μπορεί να φουσκώνει ψεύτικα τα ποσοστά της ΝΔ, όμως δεν παύει να είναι πραγματική. Αυτό αφορά σαν πρόβλημα εν μέρει τη ΝΔ που δημοσκοπικά είχε ήδη εδώ και μήνες εξασφαλίσει μια πολύ υψηλή συσπείρωση των ψηφοφόρων της και κυνηγάει το κάτι παραπάνω για την αυτοδυναμία. 

Εμπειρίες

Αλλά αφορά κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία του να συσπειρώσει όλον εκείνο τον κόσμο που τον έφερε στην πρώτη θέση και στην κυβέρνηση το 2015. Αφενός γιατί ένας κόσμος, έχοντας τις εμπειρίες της μνημονιακής κωλοτούμπας, της γενικής πολιτικής κατρακύλας του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της δικής του καθημερινότητας, δεν τσιμπάει στην επιστροφή στην “κανονικότητα” του Τσίπρα. Αφετέρου γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει εντελώς παραδομένη απέναντι στις δυνάμεις της δεξιάς και εκείνες του ΠΑΣΟΚ που ακονίζουν νύχια και δόντια για να επιστρέψουν στους θρόνους που θεωρούσαν ανέκαθεν δικούς τους και έχασαν μετά το 2014.      

Με πρώτο-πρώτο τον Τσίπρα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε την ήττα και έσπευσε αμέσως μετά το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής να καλέσει στα γρήγορα εκλογές υπονομεύοντας έτσι τους δικούς του υποψήφιους ενόψει του β' γύρου των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών. Αμέσως μετά την ήττα την δεύτερη Κυριακή, ο Τσίπρας έσπευσε να συγχαρεί τους Πατούληδες και τους Μπακογιάννηδες για τη νίκη τους, με τη Δούρου και τον Ηλιόπουλο να κάνουν δηλώσεις για μια καλή “συνεργασία” κα験συνεννόηση” στα νέα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Αν με αυτόν τον τρόπο ελπίζουν να κάνουν την “ανατροπή” στις 7 Ιούλη εκεί στην Κουμουνδούρου είναι βαθιά γελασμένοι.  

Για όλους εκείνους και εκείνες που δεν θέλουν να δουν τις συνέπειες μιας διαφαινόμενης άνευ όρων παράδοσης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στους Πατούληδες και τους Μητσοτάκηδες, η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική είναι αυτή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Και μπροστά στις εκλογές με ψήφο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αμέσως μετά συνεχίζοντας τη μάχη ενάντια στην λιτότητα, τον αυταρχισμό, το ρατσισμό και την φασιστική απειλή, όποια κυβέρνηση και αν τελικά αναλάβει να συνεχίσει το έργο της προηγούμενης.