Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί, λέει η παροιμία. Αλλά αυτό θα ήθελε να το ξεχάσουμε ο Κώστας Καραμανλής, στη διάρκεια της διακυβέρνησης του οποίου το 2004-05 πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο τεράστιο σκάνδαλο υποκλοπών. Είναι πρόκληση ο Καραμανλής να παρουσιάζεται σήμερα ως υπέρμαχος των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του μόνο δύο πράγματα αποδεικνύουν: Το μέγεθος της κρίσης στο εσωτερικό της ΝΔ και το ότι ο Μητσοτάκης βαδίζει στα δικά του χνάρια, «πέρα από κάθε όριο νοσηρής φαντασίας και πολιτικής ανοησίας».
Οι τελευταίες αποκαλύψεις για τις συμβάσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την εταιρεία KRIKEL για συστήματα παρακολουθήσεων, αντιγράφουν τα αίσχη των υπουργών του Καραμανλή τον καιρό των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Και γι’ αυτό είναι απαράδεκτο ο Καραμανλής να λιβανίζεται ολημερίς από τον ΣΥΡΙΖΑ σαν μια δημοκρατική δύναμη «κάθαρσης» και ακόμη περισσότερο πολιτικής συνεργασίας ενόψει της επερχόμενης πτώσης του Μητσοτάκη.
Ήταν 2 Φεβρουαρίου του 2006, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή πραγματοποίησε την ανεκδοτολογική πλέον, κοινή συνέντευξη Τύπου των τότε υπουργών Ρουσόπουλου, Βουλγαράκη και Παπαληγούρα για να δημοσιοποιήσει ότι την περίοδο 2004-2005 γίνονταν τηλεφωνικές υποκλοπές με καρτοκινητά τηλέφωνα-σκιές μέσω ειδικού λογισμικού που είχε εγκατασταθεί στην εταιρία Vodafone, σε βάρος 100 τηλεφωνικών αριθμών. Η θέση των τηλεφώνων-σκιών στην περιοχή των Αμπελοκήπων φωτογράφιζε την Αμερικάνικη πρεσβεία
Ανάμεσα στα πρόσωπα που ανακοινώθηκε ότι παρακολουθούνταν ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής και υπουργοί του, άτομα αραβικής καταγωγής και άτομα γνωστά για την πολιτική τους δράση όπως η Κατερίνα Ιατροπούλου, ο Νίκος Γιαννόπουλος και ο Γιάννης Σηφακάκης μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και συντονιστής της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο.
Η πρωτοβουλία δημοσιοποίησης των υποκλοπών εκ μέρους της ίδιας της κυβέρνησης Καραμανλή χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον προκειμένου να αναδειχτεί η ίδια ως «θύμα» και έτσι να αποποιηθεί τις ευθύνες της. Όμως η κυβέρνηση Καραμανλή γνώριζε το γεγονός ήδη 11 μήνες πριν τη δημοσιοποίησή του, από το Μάρτιο του 2005, όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Vodafone είχε ενημερώσει την κυβέρνηση για τις υποκλοπές. Διόλου τυχαίο, ότι στις 10/3/2005, τη μέρα δηλαδή που ο επικεφαλής της Vodafone στην Ελλάδα Κορωνιάς ενημέρωσε τον Γ. Αγγέλου και τον Γ. Βουλγαράκη για τις υποκλοπές, εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα που επέτρεπε τις νόμιμες συνακροάσεις. Ούτε το ότι μια ακριβώς μέρα πριν από αυτήν την ενημέρωση, ο υπεύθυνος λογισμικού της Vodafone Κώστας Τσαλικίδης είχε βρεθεί κρεμασμένος στο σπίτι του με την επίσημη εκδοχή των αρχών να είναι η «αυτοκτονία».
Στην πραγματικότητα, επί 11 μήνες η κυβέρνηση Καραμανλή κράταγε κουκουλωμένη την υπόθεση με τις «έρευνες» να λιμνάζουν -χωρίς καν να έχει ενημερωθεί η ΑΔΑΕ που είχε ήδη συγκροτηθεί- μέχρι τη συνέντευξη Τύπου όπου η προσπάθεια του Βουλγαράκη και των άλλων υπουργών να θολώσουν πλέον τα νερά, κατέληξε σε παρωδία.
Οι παρακολουθήσεις ήταν πολιτική απόφαση της κυβέρνησης ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 που πλησίαζαν. Σε τηλεγράφημα του Associated Press (25.6.2004) που είχε δημοσιεύσει ο «Ιός» αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Ξεκίνησε η άσκηση οκτώ κρατών προκειμένου να ελεγχθεί η ασφάλεια των Αγώνων της Αθήνας και η κυβέρνηση επιθυμεί να επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης στον έλεγχο των τηλεφωνικών κλήσεων … η Αθήνα ξοδεύει περισσότερο από 1,2 δισ. δολάρια για την ασφάλεια των αγώνων. Η κυβέρνηση επιθυμεί να ελέγχει καλύτερα τις κλήσεις των κινητών και των σταθερών τηλεφώνων». Στη συνέχεια ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βουλγαράκης είχε οργανώσει σύσκεψη με τους εκπροσώπους των εταιριών κινητής τηλεφωνίας για να συζητήσει το θέμα των «νόμιμων συνακροάσεων».
Κάτω από την πίεση των αμερικάνικων υπηρεσιών, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Σύμφωνα με την Καθημερινή, «στις 4 Αυγούστου του 2004, μία σειρά εντολών έκτασης 6.500 γραμμών προστίθενται στον πηγαίο κώδικα του λειτουργικού συστήματος που χρησιμοποιούσε η Vodafone. Κατασκευαστής του λειτουργικού είναι η Ericsson και ενεργοποιείται ένα από τα υποσυστήματα του λειτουργικού, το Lawful Interception που δίνει στις εταιρίες δυνατότητα νόμιμων συνακροάσεων. Από εκεί, οι υποκλαπείσες συνομιλίες προωθούνται σε 14 κινητά τηλέφωνα-σκιές».
Η «αποκάλυψη» της κυβέρνησης Καραμανλή έγινε συγκάλυψη μέσω των γνωστών δικαστικών διαδρομών με την υπόθεση να μπαίνει στο αρχείο τον Αύγουστο του 2008. Αλλά ξανάνοιξε το 2010 κάτω από νέες πιέσεις - αφενός με την επιβολή προστίμου στην Vodafone από το ΣτΕ και μέσω της δίωξης που διατάχτηκε εναντίον ατόμων που έκαναν τις υποκλοπές. Το 2015 προέκυψαν νέα ευρήματα από το αρχείο Σνόουντεν. Στα έγγραφα αναφερόταν ότι υπήρξε «στενή συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών τόσο στην Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα όσο και στην ΕΥΠ». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγγελος Πετρόπουλος στο άρθρο του με τίτλο «Αμερικάνοι και Έλληνες ξεκίνησαν μαζί τις υποκλοπές του 2004»:
«Οι Έλληνες υπέδειξαν δίκτυα τρομοκρατών, οπότε η NSA έβαλε αυτές τις συσκευές εκεί μέσα και είπε στους Έλληνες, εντάξει, όταν τελειώσει θα το κλείσουμε. Ουσιαστικά οι συσκευές μπήκαν στο ελληνικό τηλεφωνικό δίκτυο με τη γνώση και την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης», ήταν η χαρακτηριστική φράση ενός πρώην αμερικανού πράκτορα.
Όλο αυτό το διάστημα την δική της μάχη έδινε η οικογένεια Τσαλικίδη, θεωρώντας ότι ο Κώστας Τσαλικίδης δολοφονήθηκε γιατί γνώριζε πράγματα. Και το 2018, για τρίτη φορά, 13 χρόνια μετά το θάνατό του, ξανάνοιξε με νέα δίωξη ο φάκελος της υπόθεσης, όταν νέο πόρισμα της εισαγγελίας εφετών διαπίστωσε σωρεία παραλήψεων κατά την ποινική προδικασία καταλήγοντας ότι δεν πρόκειται για αυτοκτονία, μέσα από την παρουσίαση πλήθους στοιχείων. Χρειάστηκε βέβαια, η οικογένεια Τσαλικίδη προηγουμένως να υποβάλει 17 αιτήσεις εκταφής της σορού του και να δικαιωθεί το 2017 από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την οποία «καταδεικνύονται οι πλημμέλειες στην ποινική διερεύνηση των συνθηκών και των αιτίων του θανάτου».
Η κυβέρνηση Καραμανλή έχει ακέραια την ευθύνη για τις παρακολουθήσεις που έγιναν με συνεργασία των αμερικανικών υπηρεσιών, της ΕΥΠ και της Vodafone. Επιπλέον, το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν ήταν το μοναδικό σκάνδαλο στο οποίο εμπλέκονταν οι μυστικές υπηρεσίες επί Καραμανλή.
Το καλοκαίρι του 2005 μετά από βομβιστική επίθεση στο μετρό του Λονδίνου (στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι οι βομβιστές ήταν εγχώριοι) μεικτές ομάδες της ΕΥΠ και της ΜΙ6 έκαναν επιδρομές στα σπίτια Πακιστανών σε Αθήνα και Γιάννενα. Απήγαγαν 28 από αυτούς και τους οδήγησαν σε μυστικές φυλακές-σταθμούς της ΕΥΠ, όπου τους ανέκριναν για ημέρες για να τους αφήσουν τελικά, απειλώντας τους να μην αποκαλύψουν τίποτα για την γκανγκστερική απαγωγή τους.
Η Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο μαζί με την Πακιστανική Κοινότητα βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων για την αποκάλυψη και καταγγελία του σκανδάλου των απαγωγών. Η συμβολή τους ήταν τόσο σημαντική, ώστε ο πρόεδρος της Πακιστανικής Κοινότητας, Τζαβέντ Ασλάμ, μπήκε στο στόχαστρο, φυλακίστηκε και χρειάστηκε μια μαχητική καμπάνια για να απελευθερωθεί και να μην απελαθεί.
Ανάμεσα στα 100 περίπου τηλέφωνα που παρακολουθούνταν το 2004-05 ήταν και εκείνο του Γιάννη Σηφακάκη, συντονιστή της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο. Η αμερικανική πρεσβεία, η CIA, η ΕΥΠ και οι άλλες μυστικές υπηρεσίες είχαν κάθε λόγο να παρακολουθούν το τηλέφωνό του: Από τη δημιουργία της το φθινόπωρο του 2002, η Συμμαχία είχε πρωτοστατήσει ενάντια στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας” με κορυφαία στιγμή της, την έμπνευση και την οργάνωση σε συνεργασία με διεθνείς ακτιβιστές της παγκόσμιας μέρας δράσης στις 15 Φλεβάρη 2003 ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ που κατέβασε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους στον δρόμο.
Το επίμαχο διάστημα, το καλοκαίρι του 2004, όταν ξεκίναγαν οι παρακολουθήσεις, η Συμμαχία διαδήλωνε ενάντια στα “μέτρα ασφαλείας” που έστηναν οι αμερικανοί πράκτορες. Τον Αύγουστο, κάλεσε σε μαχητική διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας που οδήγησε στην ακύρωση της επίσκεψης του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Κόλιν Πάουελ στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης Σηφακάκης -όπως και μια σειρά άλλοι αγωνιστές που βρέθηκαν να παρακολουθούνται- κατέθεσε αγωγή κατά της Vodafone, η οποία εκδικάστηκε τελικά το 2017! Παρά τις προσπάθειες της πολυεθνικής να αποφύγει τις ευθύνες της αξιοποιώντας τις πλούσιες δυνατότητες που διαθέτει, το δικαστήριο καταδίκασε τελικά την εταιρεία.