Πριν δυο βδομάδες ο Σ. Φάμελλος, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε τις 10+1 προτάσεις για το ξεκίνημα του διαλόγου των προοδευτικών δυνάμεων. Η αφορμή ήταν η πανηγυρική συνεδρίαση της Διευρυμένης Κεντρικής Επιτροπής Επανεκκίνησης που θα «πάει» το κόμμα μέχρι το συνέδριο του Ιούνη.
Στην ομιλία του είπε ότι αυτές οι προτάσεις αποτελούν: «ένα πρώτο πρόγραμμα πρώτων ενεργειών για να στηρίξει την κοινωνία η επόμενη προοδευτική κυβέρνηση της χώρας». Στην πραγματικότητα, αυτές οι προτάσεις ήταν το πλαίσιο της πρότασης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Αριστερά, όπως τέλος πάντων τη φαντάζεται, το μεγαλύτερο τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Όλες οι προτάσεις είναι χιλιόμετρα πίσω και έτη φωτός δεξιά από όλες τις αιχμές που έχουν αναδείξει οι αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, από τις ανάγκες τους. Η κυβέρνηση της ΝΔ, αυτή που λέει ο Φάμελλος σε κάθε ευκαιρία ότι πρέπει να φύγει, δέχτηκε ένα συντριπτικό πλήγμα από τη γενική απεργία της 28 Φλεβάρη και τη συνέχειά της. Δεν μπορεί να μπαζώσει το έγκλημα των Τεμπών. Ένα έγκλημα ιδιωτικοποίησης των σιδηροδρόμων. Είναι πράγματι εντυπωσιακό, αλλά στις προτάσεις δεν υπάρχει λέξη για τον σιδηρόδρομο, πολύ περισσότερο για την κρατικοποίησή του. Ούτε καν μια γενικόλογη αναφορά περί ασφαλών σιδηροδρόμων.
Οι ιδιωτικοποιήσεις, η «αγορά» είναι απαραβίαστο όριο για τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα ζητήματα. Η κερδοσκοπία και η ακρίβεια λεηλατεί το εισόδημα των εργαζόμενων. Ο κινητήρας αυτής της κούρσας που εκτινάσσει τις τιμές από τα σπίτια μέχρι τα σούπερ-μάρκετ είναι οι τράπεζες. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να σπάσει «το καρτέλ των τραπεζών, φορολόγηση των υπερκερδών, έλεγχος και ρύθμιση της τραπεζικής αγοράς».
Πώς; Ποια είναι τα υπερκέρδη και τι σημαίνει έλεγχος και ρύθμιση; Πέρα από μια ασαφή αναφορά στην «ενίσχυση» της συμμετοχής του Δημοσίου στην Εθνική Τράπεζα, το εργαλείο για όλα αυτά είναι η Αναπτυξιακή Τράπεζα. Δηλαδή η Τράπεζα -που είναι όργανο του υπουργού Οικονομικών- αποστολή της οποίας είναι κι η προώθηση των διαβόητων Συμπράξεων Δημόσιου ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Μέχρι να γίνουν όλα αυτά «ανάληψη πρωτοβουλιών και στην Ευρώπη για θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέπουν την πιο ενεργή και διακριτό ρόλο του κράτους στις συστημικές τράπεζες».
«Έλεγχος και ρύθμιση της αγοράς» είναι επί της ουσίας η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα ζητήματα, από την ενέργεια έως τη στέγη. Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε και συνέχισε το ταξίδι που το έφερε να αγκαλιάζει τις συνταγές του νεοφιλελευθερισμού με υποσχέσεις ότι θα «ρυθμίσει» και θα «ελέγξει» την αγορά. Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό κι από τη πιο δεξιά σοσιαλδημοκρατία. Κι αυτή η διαπίστωση δεν ισχύει μόνο για τα «οικονομικά» θέματα.
H κυβέρνηση της ΝΔ δεν δολοφονεί μόνο στα Τέμπη. Δολοφονεί και στην Πύλο. Είναι μια κυβέρνηση που αντιγράφει τον Τραμπ σε ρατσισμό, μπας και ξεφύγει από την κρίση της. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να πει ούτε μια λεξούλα στις προτάσεις του. Ούτε για τον σεξισμό και την τρανσφοβία της Δεξιάς. Αυτά μάλλον δεν είναι στις προτεραιότητες της «επόμενης προοδευτικής διακυβέρνησης».
Και βέβαια, ούτε οι εξοπλισμοί. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τις δαπάνες-μαμούθ στον προϋπολογισμό κι απ’ ότι φαίνεται θέλει η «προοδευτική κυβέρνηση» να συνεχίσει στην ίδια ρότα: λεφτά για βόμβες και όχι για σχολεία και νοσοκομεία. Ότι και να λένε οι «προτάσεις» για ενίσχυση της δημόσιας Παιδείας και Υγείας (και δεν λένε κάτι συγκεκριμένο) είναι λόγια του αέρα όταν δεν θίγονται οι προτεραιότητες του προϋπολογισμού: χρέος (τράπεζες) και εξοπλισμοί. Οι αναφορές στην «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» είναι πρόκληση όταν δεν υπάρχει ρητή αναφορά ενάντια στη στρατηγική συμμαχία με το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ.
Επιλογές
Ο Κασσελάκης είναι παρελθόν για τον ΣΥΡΙΖΑ (και για τα ΜΜΕ) αλλά όλες οι πολιτικές επιλογές που έκαναν δυνατή την ανάδειξή του που ρευστοποίησε ουσιαστικά τον ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ. Και αυτό είναι ένας λόγος για τον οποίον ναυαγούν και οι πρωτοβουλίες για τη «προοδευτική συνεργασία». Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη δεν νιώθει κάποια πολιτική πίεση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, νοιώθει δικαιωμένο ότι τραβάει τον ΣΥΡΙΖΑ όλο και πιο δεξιά και έτσι δεν έχει ανάγκη να ανταποκριθεί στον «διάλογο». Η διαγραφή της Μπατζελή (για ένα χρόνο) είναι ακόμα μια επικύρωση αυτής της επιλογής. Ίσως αν ο Φάμελλος φτάσει να διαγράφει από τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί ο Ανδρουλάκης να συμφωνήσει στον μεταξύ τους διάλογο.
Με αυτά τα δεδομένα δεν υπήρξε ανταπόκριση, προς το παρόν, στην πρόταση συνεργασίας ούτε από τη Νέα Αριστερά. Η συνεδρίαση της Κεντρικής της Επιτροπής το σαββατοκύριακο 12-13 Απρίλη ξεκίνησε με εισήγηση του Αλ. Χαρίτση που έθετε έναν «οδικό χάρτη» για τη συνεργασία, επί της ουσίας με τον ΣΥΡΙΖΑ (γινόταν αναφορά και στο ΠΑΣΟΚ, στο ΜέΡΑ25 και σε άλλες μικρές κινήσεις) που θα κατέληγε και σε κοινή κάθοδο στις εκλογές.
Απέναντι σε αυτή την προοπτική, ο Γ. Σακελλαρίδης επεσήμανε καταρχήν, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ότι «Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας, η αφωνία του στην ανάγκη φορολόγησης των πλουσίων και της ανάγκης επανάκτησης από το δημόσιο στρατηγικών τομέων της οικονομίας πιστοποιούν τη ραγδαία μετεξέλιξη του». Οπότε «μια βιαστική και σπασμωδική συνεργασία δεν εξυπηρετεί ούτε την ανασυγκρότηση της Αριστεράς, ούτε δημιουργεί τις προϋποθέσεις δημιουργίας ανταγωνιστικής δύναμης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ενέχει μάλιστα τον κίνδυνο ολικής απαξίωσης της Αριστεράς και της Νέας Αριστεράς».
Η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής απέρριψε τελικά την πρόταση του Χαρίτση, που τη στήριζε και η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας, παρά την προσπάθεια να βρεθεί συμβιβασμός με τροπολογία που κατέθεσαν ο Ν. Ηλιόπουλος και ο Κ. Καρπόζηλος. Ο Ν. Μπίστης, που είναι πρωταγωνιστής της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, μαζί με άλλους 25 καταψήφισε την προσπάθεια συμβιβασμού ανάμεσα στις δυο απόψεις της ΚΕ και εξαπέλυσε μύδρους: «Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης προχώρησε σε μεγάλους - και αχρείαστους ως απεδείχθη - συμβιβασμούς σε μια ύστατη προσπάθεια να διασώσει την απόφαση για το Λαϊκό Μέτωπο και την ενότητα του κόμματος».
Δώρα
Ο Σ. Φάμελλος έσπευσε να δηλώσει στη συνέχεια ότι η απόφαση της Κ.Ε της ΝΕ.ΑΡ είναι «δώρο στον Μητσοτάκη». Στην πραγματικότητα, τα δώρα στον Μητσοτάκη έχουν πέσει βροχή από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όλα τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουν να πέφτουν παρά τις αντιπολιτευτικές κορώνες. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία του κόσμου που συγκρότησε τη Νέα Αριστερά δεν θέλει να επιστρέψει στον «ΣΥΡΙΖΑ του 2023» είναι θετική εξέλιξη. Γιατί ανοίγει τη συζήτηση ποια Αριστερά θέλουμε.
Αρκεί μια «Αριστερά που ακούει» (όπως λέει ο τίτλος της καμπάνιας της ΝΕ.ΑΡ μέχρι το συνέδριό της τον Ιούνη); Για να μπορούσε να «ακούσει» η Αριστερά τις διεργασίες που ήρθαν στο φως με εκρηκτικό τρόπο στις 28 Φλεβάρη, χρειαζόταν άλλα εργαλεία από αυτά που της προσφέρει ο ρεφορμισμός. Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες όλων των αποχρώσεων έβλεπαν παντοδυναμία του «41τακατό» και στην κρίση του συστήματος βλέπουν μόνο την καταστροφή και τη δυστυχία που σπέρνει και όχι τις εξεγέρσεις που προκαλεί και τις επαναστάσεις που εγκυμονεί. Χρειαζόμαστε μια Αριστερά που όντως να ακούει τα μηνύματα της ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας, για να μπορεί να γενικεύσει πολιτικά. Αλλά προς ποια κατεύθυνση; Όλη η εμπειρία, κι όχι μόνο η πρόσφατη, δείχνει ότι η κοινοβουλευτική στρατηγική οδηγεί στα αδιέξοδα της διαχείρισης του συστήματος.
Αυτή η συζήτηση ανοίγει με τον κόσμο της Αριστεράς που δεν καλύπτεται από τις απαντήσεις που δίνονται από τις ηγεσίες της. Ο καλύτερος τρόπος να ανοίξει είναι οι κοινοί αγώνες, οι ενωτικές μάχες ενάντια σε όλη τη γκάμα των επιθέσεων της ΝΔ και της άρχουσας τάξης. Για να την ανατρέψουμε με την προοπτική αυτή τη φορά να πάμε παραπέρα, μέχρι την ανατροπή του συστήματος. Η αντικαπιταλιστική, επαναστατική Αριστερά μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια δύναμη που την καταγράφουν ξανά οι δημοσκοπήσεις, γιατί για έναν ολόκληρο κόσμο συμβολίζει την προοπτική της ρήξης και όχι της ήττας.