Εργατικό κίνημα
Γυναίκες και Ασφαλιστικό­: Να πάρουμε πίσω τα δικαιώματα που μας έκλεψαν

Γενική απεργία για το ασφαλιστικό, 12/12/07

Ο θάνατος της Ντανιέλας Πρελορέντζου την περασμένη εβδομάδα, της οδοκαθαρίστριας που έπαθε ανακοπή καρδιάς μέσα στο αμαξοστάσιο του Δήμου Ζωγράφου την ώρα που έπιανε δουλειά για τρίτη βάρδια μέσα σε συνθήκες καύσωνα, ανοίγει ένα αμείλικτο ερώτημα. Πώς γίνεται μια γυναίκα, μητέρα τεσσάρων παιδιών, να συνεχίζει να δουλεύει στα 62 της χρόνια και μάλιστα σε μια δουλειά αναμφισβήτητα βαριά και ανθυγιεινή;

Η απάντηση βρίσκεται στις αλλεπάλληλες επιθέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα και συγκεκριμένα στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης όλων των εργαζόμενων και ειδικά των γυναικών εργαζόμενων. Πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του '90 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και έχει αποτυπωθεί σε μια σειρά νόμους όλων των μετέπειτα κυβερνήσεων με αποκορύφωμα τα χρόνια των μνημονίων.

Το Σεπτέμβρη του 1992, ύστερα από το “νόμο Σουφλιά” του 1990 που χτύπαγε με το τσεκούρι τις κατώτατες συντάξεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέρασε στη βουλή το “νόμο Σιούφα”. Οι διατάξεις του έβαζαν στο στόχαστρο κυριολεκτικά τους πάντες. Ο νόμος διαχώριζε τους ασφαλισμένους σε δύο και τρεις κατηγορίες και για τους “νέους” ασφαλισμένους μετά την 1/1/93 το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση πήγε στα 65 χρόνια. Αλλά και οι “παλιοί”΄ασφαλισμένοι δεν έμειναν στο απυρόβλητο. Για όσους, για παράδειγμα, θα συμπλήρωναν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να πάρουν σύνταξη το 2003, αυξανόταν κάθε χρόνο κατά ένα εξάμηνο το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση. Το ίδιο εξάμηνο-παράταση μπήκε και για όσους θεμελίωναν συνταξιοδοτικό δικαίωμα χωρίς όριο ηλικίας.

Δεκαπενταετία

Ο νόμος έβαζε ξεχωριστά στο στόχαστρο τις γυναίκες εργαζόμενες. Προβλέποντας την εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης για άντρες και γυναίκες, καταργήθηκε η δεκαπενταετία, το δικαίωμα δηλαδή των εργαζόμενων γυναικών και μητέρων στη συνταξιοδότηση μετά από 15 χρόνια δουλειάς. Ένα ολόκληρο βουνό από ψέματα επιστρατεύτηκε τότε για να αποδειχτεί ότι αυτή η θετική διάκριση, που οι πρώτες που το είχαν παλέψει και κατακτήσει ήταν οι δασκάλες τη δεκαετία του '30, έφταιγε για την κατάσταση των ταμείων.

Όπως έγραφε τότε το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω (Νο 2), το νέο ασφαλιστικό “Θεωρείται, και δικαίως, ως μια από τις πιο χυδαίες επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη. Είναι μια επίθεση που προσπαθεί παράλληλα να διαιρέσει την εργατική τάξη σε «προνομιούχους» και μη, βάζοντας μέσα στην κατηγορία των υποτιθέμενων προνομιούχων και τις γυναίκες. Τα «προνόμια» των γυναικών, κατά τον υπουργό, είναι η δεκαπενταετία, η συνταξιοδότησή τους 5 χρόνια νωρίτερα από τους άντρες, και μια σειρά άλλες κατακτήσεις που έχουν να κάνουν με τη μητρότητα και τα ωράρια. Με το πρόσχημα της εξίσωσης ανδρών και γυναικών, το νέο νομοσχέδιο έρχεται να καταργήσει αυτές τις κατακτήσεις και να τροφοδοτήσει από μια άλλη πλευρά την προπαγάνδα της κυβέρνησης για την κατάσταση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων: «οι γυναίκες και τα προνόμιά τους φταίνε για το χάλι των ταμείων»”.

Το ΠΑΣΟΚ που τότε ήταν στην αντιπολίτευση είχε υποσχεθεί ότι θα καταργήσει αυτούς τους νόμους, ιδιαίτερα το νόμο Σιούφα. Δεν το έκανε, υιοθετώντας την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ όχι μόνο διατήρησε το αντιασφαλιστικό πλαίσιο της ΝΔ, αλλά το 2001 η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να ολοκληρώσει τη “μεταρρύθμιση”. Επιστρατεύοντας τις ίδιες κινδυνολογίες και ψέματα με τους υπουργούς του Μητσοτάκη, ο τότε υπουργός εργασίας Τάσος Γιαννίτσης παρουσίασε το νέο “πακέτο” για το ασφαλιστικό που, μεταξύ άλλων, προέβλεπε πλήρη σύνταξη μόνο με 40 χρόνια δουλειάς ή 12.000 ένσημα (από 10.500), ενώ καταργούσε τα δικαιώματα και των παλιών ασφαλισμένων, ανεβάζοντας το όριο ηλικίας στα 65 για όλους. Ήταν ένα μέτρο που οδηγούσε στην αύξηση του εργάσιμου βίου, τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια, για εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες.

Ξεσηκωμός

Η απάντηση ήταν ένας πανεργατικός ξεσηκωμός που έστειλε το Γιαννίτση σπίτι του και το ασφαλιστικό του στα αζήτητα. Ο “νόμος Ρέππα”, του διαδόχου του Γιαννίτση στο υπουργείο Εργασίας, το 2002 ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησης Σημίτη να ελιχθεί μετά το χαστούκι της προηγούμενης χρονιάς. Η ουσία του, όμως, ήταν η προέκταση των δυο προηγούμενων νόμων της ΝΔ. 

Προέβλεπε ρητά τη διατήρηση του νόμου Σιούφα μειώνοντας συντάξεις, χτυπώντας ταμεία και ΒΑΕ, ενώ άνοιγε και το δρόμο, μέσω των λεγόμενων “κινήτρων για εθελοντική παραμονή στην εργασία”, για σύνταξη στα 67. Η “εθελοντική παραμονή” δεν ήταν βέβαια τίποτα άλλο από τον εκβιασμό της αδυναμίας συγκέντρωσης του απαιτούμενου χρόνου κατοχύρωσης ασφαλιστικού δικαιώματος αλλά και των πολύ χαμηλών συντάξεων -ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης άλλαζε από το 80% του μισθού του τελευταίου μήνα στο 70% των μισθών της τελευταίας πενταετίας.

Για τις γυναίκες ο νόμος προέβλεπε ότι μόνο όσες εργαζόμενες έχουν ανήλικο παιδί μπορούν να βγουν σε σύνταξη στα 55 χρόνια και αφού έχουν συμπληρώσει εικοσαετία. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι για να βγει μια γυναίκα στη σύνταξη νωρίτερα από τα 65 θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον τρία παιδιά αφού ο νόμος έδινε μπόνους τριών ετών για κάθε παιδί, ενώ αν μία γυναίκα ήθελε να βγει στη σύνταξη πριν τα 50 χρόνια θα έπρεπε να έχει οκτώ παιδιά!

Το φθινόπωρο του 2007, η κυβέρνηση Καραμανλή κατέβασε το “νόμο Μαγγίνα” που μέχρι την ψήφισή του στις αρχές του 2008 έγινε “νόμος Πετραλιά” ύστερα από την παραίτηση του πρώτου. Και εκείνη η μεταρρύθμιση έβαζε στο στόχαστρο τις γυναίκες με αύξηση των ορίων ηλικίας τους από 5 έως 15 χρόνια, αλλά και με παρεμβάσεις στα ταμεία που οδηγούσαν σε κατάργηση μιας σειράς κατακτήσεων όπως μειωμένα ωράρια για τις εργαζόμενες με ανήλικο παιδί, παιδικούς σταθμούς και κατασκηνώσεις.

Τελικά, η αύξηση του ορίου ηλικίας στα 67 χρόνια και τα 40 χρόνια εργάσιμου βίου ως προϋπόθεση για την πλήρη σύνταξη, έγιναν νόμος το 2010, υπό το πρόσχημα της “κρίσης”. Το “ασφαλιστικό Λοβέρδου” εκείνη τη χρονιά, αμέσως μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου, ήταν “τρία σε ένα”: το μέγεθος της επίθεσης ισοδυναμούσε σε όλα όσα προσπάθησαν να επιβάλλουν ο Γιαννίτσης, ο Μαγγίνας και η Πετραλιά μαζί. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και εργαζόμενες δεν μπορούν πλέον να συνταξιοδοτηθούν πριν από τα 60 και 65 τους χρόνια, ακόμα και αν δουλεύουν σε Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα. Αυτή την δολοφονική μνημονιακή πολιτική συνεχίζει σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.


Παράδοση αντίστασης

Γενική απεργία για το ασφαλιστικό, 6/5/16

Δεν έχει υπάρξει ασφαλιστική “μεταρρύθμιση” την τελευταία 25ετία που να μην έχει απαντηθεί με σκληρούς απεργιακούς αγώνες από τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα.

Οι επιθέσεις του Σουφλιά και του Σιούφα το 1990 και το 1992 αντίστοιχα, πυροδότησαν μεγάλες συγκρούσεις και απεργίες διαρκείας της ΟΤΟΕ, της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, της ΟΜΕ-ΟΤΕ, των ΕΛΤΑ και άλλων χώρων.  Αυτοί οι αγώνες ήταν που για δέκα χρόνια σχεδόν, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν διανοήθηκαν να ανοίξουν ξανά οποιαδήποτε επίθεση στο ασφαλιστικό. Αλλά και όταν το αποφάσισαν, έσπασαν τα μούτρα τους.

Το ασφαλιστικό το 2001 συνοδεύτηκε από ένα απεργιακό ξέσπασμα που οδήγησε στην ανατροπή των μέτρων και την παραίτηση του Γιαννίτση. Ο απεργιακός “σεισμός” του Απρίλη του 2001 οργανώθηκε μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες και έβγαλε στο δρόμο ένα πρωτοφανές (μέχρι τότε) μαζικό κίνημα. Εκείνες οι απεργίες αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για την κυβέρνηση Σημίτη.

Τα ίδια προβλήματα αντιμετώπισε και η κυβέρνηση του Καραμανλή στη συνέχεια. Το απεργιακό κύμα ενάντια στο ασφαλιστικό του Μαγγίνα κράτησε σχεδόν τρεις μήνες με πρώτους τους εργαζόμενους στο χώρο των ΜΜΕ να ταρακουνούν συθέμελα την κυβέρνηση. Ο νόμος που κατέβασε η Πετραλιά μετά την παραίτηση Μαγγίνα συνάντησε ακόμα μεγαλύτερες απεργίες. Οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, των Δήμων, των τραπεζών, των λιμανιών απάντησαν με επαναλαμβανόμενες απεργίες και καταλήψεις. Οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα πήραν τα σκουπίδια από τις χωματερές και τα πέταξαν στην είσοδο του Υπουργείου Εργασίας, ενώ η απεργία στην Τράπεζα της Ελλάδος παρέλυσε το χρηματιστήριο. 

Ο νόμος Λοβέρδου-Κουτρουμάνη το 2010 δεν είχε διαφορετική αντιμετώπιση. Η απάντηση του εργατικού κινήματος στη γενικευμένη εκείνη επίθεση ήταν τρεις γενικές απεργίες σε διάστημα ενός μήνα. Η -ιστορική πια- πανεργατική της 5ης Μάη με τα εκατομμύρια των απεργών και τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές σε όλη τη χώρα ενάντια στη ψήφιση του πρώτου μνημονίου, είχε δημιουργήσει τις συνθήκες για την άμεση κλιμάκωση. Η κυβέρνηση του ΓΑΠ βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν πανεργατικό ξεσηκωμό, η συχνότητα του οποίου ξεπέρασε τότε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. 

Από τα κάτω

Στις 20 Μάη, με την ασφαλιστική επίθεση να βρίσκεται ακόμα στα σκαριά, οι εργαζόμενοι συμμετείχαν μαζικά στην πανεργατική απεργία και -παρά την απουσία Μέσων Μαζικής Μεταφοράς- πλημμύρισαν ξανά την Αθήνα από το Πεδίο του Αρεως ως το Σύνταγμα. Σε μια σειρά χώρους οι εργαζόμενοι οργάνωσαν την απεργία από τα κάτω με γενικές συνελεύσεις, περιοδείες και περιφρουρήσεις, αναγκάζοντας ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που δεν φαίνονταν διατεθειμένες να δώσουν συνέχεια και περιορίζονταν σε σαββατιάτικα συλλαλητήρια, να κηρύξουν νέα πανεργατική στις 29 Ιούνη. Η επιτυχία της νέας απεργίας που νέκρωσε εργοστάσια, υπηρεσίες του δημοσίου, ΔΕΚΟ, λιμάνια, τρένα, συγκοινωνίες, ακόμα και αεροπλάνα, οδήγησαν στην κήρυξη τρίτης πανεργατικής απεργίας μία βδομάδα μετά, στις 8 Ιούλη, την ημέρα που θα ψηφιζόταν το νομοσχέδιο.

Όσες επιθέσεις στο ασφαλιστικό ακολούθησαν -είτε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, είτε από τους Σαμαροβενιζέλους- ξεσήκωσαν μεγάλες αντιδράσεις. Το ίδιο συνέβη με το ασφαλιστικό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πέρσι τέτοιο καιρό. Ο “νόμος Κατρούγκαλου” έγινε η αιτία για το πρώτο μεγάλο απεργιακό κύμα ενάντια στην κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστεράς». Μπορεί η τελευταία να συνεχίζει να ψηφίζει μνημόνια που οδηγούν σε θανάτους εργατών και εργατριών όπως στο Δήμο Ζωγράφου. Ξεχνά προφανώς που κατέληξαν ο Σιούφας, ο Γιαννίτσης, ο Ρέππας, ο Μαγγίνας, ο Λοβέρδος, ο Κουτρουμάνης και τόσοι άλλοι. 

Εμείς όχι. Και στη μνήμη της Ντανιέλας θα συνεχίσουμε μέχρι να ξηλώσουμε τα δολοφονικά μνημόνια και να κερδίσουμε πίσω όλα όσα δικαιώματα μας έκλεψαν και ακόμη περισσότερα.


Τραγικές συνέπειες

Δέκα, δεκαπέντε και είκοσι χρόνια παραπάνω δουλειάς είναι το αποτέλεσμα των “μεταρρυθμίσεων” στο ασφαλιστικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες. Η πρώτη και πιο σημαντική συνέπεια που έχουν αυτές οι επιθέσεις είναι οι σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζόμενων. Ο θάνατος της 62χρονης εργαζόμενης στο Δήμο Ζωγράφου, που έπρεπε να έχει βγει στη σύνταξη τουλάχιστον επτά χρόνια νωρίτερα, ανέδειξε το θέμα με τον πιο τραγικό τρόπο.

Φυσικά δεν είναι η εξαίρεση ούτε ένα νέο φαινόμενο. Λίγα χρόνια μετά την επίθεση του “νόμου Σιούφα” το 1992 για παράδειγμα, η Ομοσπονδία των Εργαζόμενων στα Διυλιστήρια και τη Χημική Βιομηχανία δημοσίευε την εξής ανατριχιαστική στατιστική: ο μέσος όρος ζωής των εργαζόμενων στον κλάδο ήταν τα 62 χρόνια ενώ έβγαιναν στη σύνταξη στα 60...

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι το γενικό προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί από τότε, η κατάσταση δεν αλλάζει για τους εργαζόμενους στα ΒΑΕ. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης έχουν αυξηθεί ακόμα περισσότερο, ενώ από την επίθεση δεν διασώθηκαν ούτε οι εργαζόμενοι στα ΒΑΕ, δηλαδή στα μεταλλεία, τα ορυχεία, τις οικοδομές, τις χημικές και φαρμακευτικές βιομηχανίες, την κλωστοϋφαντουργία, τα νοσοκομεία, στις υπηρεσίες υγιεινής και καθαριότητας, τις εταιρείες πετρελαιοειδών κλπ. Την ίδια στιγμή, μια σειρά επαγγέλματα που εξακολουθούν να είναι επικίνδυνα (ό,τι κι αν λένε οι κατά καιρούς “σοφοί” των κυβερνήσεων που αναλάμβαναν να δικαιολογούν τις επιθέσεις) βγήκαν από τη λίστα των ΒΑΕ τα τελευταία χρόνια με δραματικές συνέπειες για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και εργαζόμενες. 

Η επίθεση στα όρια ηλικίας πάει χέρι χέρι με το πετσόκομμα στις συντάξεις. Όχι μόνο στις πρόωρες που έχουν στην πλειοψηφία τους καταργηθεί ή είναι απαγορευτικές για όποιον δε θέλει κυριολεκτικά να πεινάσει. Αλλά και στις πλήρεις που, τα τελευταία χρόνια των μνημονίων και ειδικά μετά το τελευταίο ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, έχουν καταντήσει σαν επίδομα. Η άμεση συνέπεια είναι ότι πολλοί εργαζόμενοι που θα μπορούσαν να βγουν στη σύνταξη, δεν το κάνουν για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δεν χρησιμοποιούν τις πρόωρες. Προτιμούν να μείνουν, με ό,τι κινδύνους έχει αυτό για την υγεία τους, κάποια χρόνια παραπάνω στη δουλειά και την “ασφάλεια” έστω του πετσοκομμένου μισθού παρά να μείνουν με μια σύνταξη που δεν φτάνει ούτε για τα στοιχειώδη. Και ελπίζοντας έτσι ότι ίσως με τα παραπάνω χρόνια δουλειάς καταφέρουν να ανεβάσουν στο τέλος λίγο τη σύνταξή τους.

Εξίσου σημαντική είναι η συνέπεια στις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες. Ένας εκπαιδευτικός, για παράδειγμα, που δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνταξιοδοτηθεί στα 65 ή τα 67 έτη, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να προσπαθεί να διδάξει μαθητές 10, 15 ή 17 χρόνων, παιδιά δηλαδή που θα μπορούσαν να είναι εγγόνια του. Στα νοσοκομεία, μία νοσηλεύτρια σε αντίστοιχη ηλικία δοκιμάζει τα όριά της σε μια βάρδια με σαράντα και βάλε ασθενείς. Η μείωση των ορίων ηλικίας δε θα σήμαινε απλά μείωση της ανεργίας των νέων και ανάσα για τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και καλύτερες, αποτελεσματικότερες και ποιοτικότερες κοινωνικές υπηρεσίες για όλους με νέο προσωπικό. Αντί γι' αυτό βέβαια, όλες οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν ότι η “λύση” είναι η “αξιολόγηση” των υπαλλήλων -ντύνοντας μια επίθεση που έχει στόχο τις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις με προοδευτικό επιχείρημα.


Λύπη και οργή για το θάνατο της Ντανιέλας 

Με ανάμεικτα συναισθήματα λύπης και οργής υποδέχτηκαν οι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ αλλά και σε άλλους εργατικούς χώρους και γειτονιές τα συνεργεία των συντρόφων και των συντροφισσών της Εργατικής Αλληλεγγύης που κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο την φωτογραφία της οδοκαθαρίστριας Ντανιέλας Πρελορέντζου από το Δήμο Ζωγράφου που πέθανε την ώρα της δουλειάς την περασμένη εβδομάδα και κεντρικό τίτλο “Να τσακίσουμε τα δολοφονικά μνημόνια”.

“Ο περισσότερος κόσμος ήξερε για το περιστατικό και μόλις άκουγε τα συνθήματά μας έκφραζε την αγανάκτησή του” μας είπε ο Λευτέρης που συμμετείχε στην εξόρμηση στη Λαϊκή των Εξαρχείων. “Όλοι σχολίαζαν το γεγονός ότι ήταν αναγκασμένη να δουλέψει για τρίτη βάρδια σε συνθήκες καύσωνα και καταλάβαιναν ότι αυτό είναι αποτέλεσμα μεγάλων ελλείψεων προσωπικού από τα μνημόνια και ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη προσλήψεων. Από την άλλη, όσοι δεν το είχαν μάθει και το άκουγαν πρώτη φορά -πράγμα που έδειχνε πόσο το υποβάθμισαν και προσπάθησαν να το πνίξουν τα ΜΜΕ και πόση σημασία έχουν οι παρεμβάσεις μας- πάθαιναν σοκ που μία εργαζόμενη έχασε τη ζωή της με αυτό τον τρόπο και συμφωνούσαν ότι οι αγώνες πρέπει να συνεχιστούν. Εννιά άτομα πήραν την εφημερίδα για να διαβάσουν την ολοσέλιδη συνέντευξη των συναδέλφων της, ενώ πολλοί υπέγραψαν το κείμενο για την κλιμάκωση του αγώνα”.

“Τα μνημόνια σκοτώνουν ήταν το συμπέρασμα που έβγαλαν και οι εργαζόμενοι στο δήμο Αναργύρων από το θάνατο της εργαζόμενης στο Ζωγράφου”, μας είπε η Ιωάννα. “Όλοι γνώριζαν το γεγονός αλλά και το άλλο εργατικό ατύχημα με τον εργαζόμενο από το δήμο Θεσσαλονίκης που τότε ακόμα χαροπάλευε. Με πολύ ενδιαφέρον επτά εργαζόμενοι πήραν την Εργατική Αλληλεγγύη, κάποιοι για πρώτη φορά. Συμφωνούσαν ότι το κλείσιμο της απεργίας δεν είναι το τέλος των αγώνων, ότι η μάχη για μονιμοποίηση των συμβασιούχων θα συνεχιστεί αλλά και ενάντια στην αξιολόγηση που είναι ανοιχτό και σε εξέλιξη μέτωπο αυτή τη στιγμή. Τους καλούσαμε όλους στην εκδήλωση που οργανώνουμε, την Πέμπτη 20 Ιούλη, στον Πευκώνα, στις 7μμ, με θέμα «Η δύναμη που μπορεί να σταματήσει τα μνημόνια και το ρατσισμό» για να συνεχίσουμε εκεί τη συζήτηση της κλιμάκωσης των αγώνων μας. Ανάλογη ανταπόκριση βρήκαμε και στην εφορία των Αγίων Αναργύρων, οι περισσότεροι εργαζόμενοι έκφραζαν οργή για την αξιολόγηση, τις απολύσεις και την εντατικοποίηση της δουλειάς”.

Αγώνες

“Οι εργαζόμενοι στο δήμο Κερατσινίου ήταν εξοργισμένοι για το θάνατο της εργαζόμενης στο Ζωγράφου, λέγοντας ότι οι ευθύνες ανήκουν στη δήμαρχο και στις απειλές για πειθαρχικά σε όσους εργαζόμενους αρνούνταν να μαζέψουν τα σκουπίδια”, μας είπε ο Μιχάλης. “Επίσης άνοιγε η συζήτηση για το ασφαλιστικό και για τις επιθέσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Όλοι έλεγαν ότι θα χρειαστεί να ξαναβγούν αγώνες γιατί και το σχέδιο της κυβέρνησης είναι στον αέρα και γιατί ψηφίσματα όπως αυτό που έβγαλε το δημοτικό συμβούλιο Κερατσινίου, ύστερα από παρέμβαση των συμβασιούχων με το Σωματείο, απαιτώντας μονιμοποίηση των 120 ήδη συμβασιούχων συν πρόσληψη 160 επιπλέον ατόμων για τις ανάγκες του δήμου, μόνο στο δρόμο θα επιβληθούν. Έξι εργαζόμενοι αγόρασαν την Εργατική Αλληλεγγύη στην περιοδεία που έγινε στο χώρο”.