Βιβλία
O Xόμπσμπάουμ και οι “κοινωνικοί ληστές”: O ληστής κι ο Tραπεζίτης

Το 1969 ο Ερικ Χόμπσμπομ κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον προκλητικό τίτλο "Ληστές". Το βιβλίο ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας ύμνος για τους "κοινωνικούς ληστές", τους παράνομους "Ρομπέν των Δασών" που αντανακλούν "τον γενικευμένο πόθο για ελευθερία, τον ηρωισμό και το όνειρο της δικαιοσύνης".

   Οπως ήταν φυσικό, το βιβλίο προκάλεσε σάλο: ο Χόμπσμπομ θεωρείται -καθόλου άδικα- ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της εποχής μας. Τα κλασσικά του βιβλία, "Η εποχή των επαναστάσεων", η "Εποχή του Κεφαλαίου", "Η εποχή της Αυτοκρατορίας" έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες, διδάσκονται σε εκατοντάδες πανεπιστήμια και βρίσκονται σχεδόν σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου. Εδώ στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί από το ίδιο το Μορφωτικό Ιδρυμα της Τράπεζας της Ελλάδας.

  Ο Χόμπσμπομ γυρίζει στο βιβλίο του πίσω στους μυθικούς ληστές της ιστορίας και της λογοτεχνίας -ληστές που έχουν πάρει κυριολεκτικά διαστάσεις ήρωα στην λαϊκή φαντασία. Στα ατέλειωτα λαϊκά τραγούδια που εξυμνούν τα κατορθώματά τους οι ληστές αυτοί στέκονται πάντα στο πλευρό των φτωχών και των κατατρεγμένων: ληστεύουν τους πλούσιους για να μοιράσουν την λεία στους φτωχούς, απελευθερώνουν κρατούμενους-θύματα της αυθαιρεσίας των αρχών ή γυναίκες που έχουν απαχθεί από τους δόλιους και διεστραμμένους  άρχοντες, προστατεύουν χωριά από τις επιθέσεις των συμμοριών του κόμη ή του βασιλιά.

   Αλλά δεν στέκεται μόνο στο παρελθόν. Το βιβλίο του μιλάει και για τους "σύγχρονους" ληστές -τον Τζέσε Τζέιμς, τον Μπίλι δε Κιντ, τον Πάντσο Βίλα, τον Νέντ Κέλι. Κάποιο από αυτούς συνδέθηκαν άμεσα με τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους -ο Πάντσο Βίλα ήταν μαζί με τον Εμιλιάνο  Ζαπάτα ένας από τους πρωτεργάτες της Μεξικάνικης Επανάστασης.  Ο Μπίλι δε Κιντ μοίραζε πράγματι λεφτά από τις ληστείες του  στους φτωχούς. Για κάποιους άλλους η σύνδεση αυτή βρίσκεται απλά στη λαϊκή φαντασία.

   Ανεξάρτητα, όμως, από τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα, όλοι τους σχεδόν έχουν γίνει ήρωες στα μάτια του κόσμου. Γιατί; Η καλύτερη απάντηση έρχεται από τον Μπέρτολτ Μπρέχτ, με τα λόγια του Μακχίθ, (Μακ ο Μαχαιροβγάλτης),  του πρωταγωνιστή της "Οπερας της Πεντάρας": τι είναι χειρότερο, αναρωτιέται ο Μακχίθ, ενώ περιμένει να τον κρεμάσουν. "Να ληστεύεις μια τράπεζας ή να ανοίγεις μια τράπεζα;" Ποιος είναι μεγαλύτερος εγκληματίας; Ο ληστής ή  ο τραπεζίτης;

   Νεντ Κέλι

   Τριάντα δύο χιλιάδες άνθρωποι υπέγραψαν ένα ψήφισμα ενάντια στην καταδίκη σε θάνατο του Νεντ Κέλι, του διάσημου ληστή της Αυστραλίας το 1880 από τα δικαστήρια της πολιτείας της Βικτορια. Το Γκλενρογουαν, η περιοχή που έζησε ο Νεντ, αποκαλείται  ακόμα και σήμερα Κέλι Κάουντρι από τον κόσμο.  Για την πολιτεία και την επίσημη ιστορία ο Κέλι είναι ένας εγκληματίας. Για τον κόσμο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει την αντίσταση -μοναχική, παράνομη και αδιέξοδη αλλά ευγενική, ηρωική και αδάμαστη ταυτόχρονα- στην αυθαιρεσία, τον κατατρεγμό και την καταπίεση των ισχυρών.

  Ο Κέλι ήταν από την γέννησή του κιόλας πάντα στο στόχαστρο της αστυνομίας. Το ίδιο και η οικογένειά του:  ο πατέρας του είχε καταδικαστεί σε έξι μήνες φυλακή για ζωοκλοπή -ένα ασυγχώρητο έγκλημα σε μια χώρα μεγαλοκτηνοτρόφων. Από τα 14 του μπαινόβγαινε στα κρατητήρια και τις φυλακές με διάφορες αστήρικτες κατηγορίες. Τα δικαστήρια τον αθώωναν: μάταια, όμως.  Λίγους μήνες αργότερα ήταν και πάλι προφυλακισμένος, με κάποια νέα αφορμή. Τον Απρίλη του 1878, ύστερα από μια συμπλοκή με έναν μεθυσμένο αστυνομικό που παρενοχλούσε χυδαία την μικρή του αδελφή, ο Νεντ βγήκε στην παρανομία. Τον Δεκέμβρη οργάνωσε την πρώτη του ληστεία -στην Εθνική Τράπεζα της Γιουόρα: αφού κλείδωσε τους υπαλλήλους σε ένα δωμάτιο, άδειασε τα ταμεία και έφυγε ανενόχλητος. Κανένας δεν σκοτώθηκε, ούτε τραυματίστηκε στην ληστεία. Ούτε στις επόμενες σκοτώθηκε ή  τραυματίστηκε κανένας.

   Ο Κέλι προσπάθησε να αξιοποιήσει την δημοσιότητα που είχε αποκτήσει από τις ληστείες για να στείλει ένα μήνυμα στον κόσμο: να μιλήσει για τα βάσανα που είχε περάσει όχι μόνο ο ίδιος και η οικογένειά του αλλά και ολόκληρη η κοινότητα των Ιρλανδών μεταναστών που ζούσε στην Αυστραλία. Εγραψε ένα μεγάλο γράμμα και το έστειλε στις εφημερίδες. Στο γράμμα ο Κέλι δήλωνε την πεποίθησή του ότι "στον αγώνα ενάντια στους καταπιεστές" τα λόγια είναι πιο αποτελεσματικά από ότι τα λεφτά ή τα όπλα. Φυσικά καμιά εφημερίδα δεν το δημοσίευσε. Το γράμμα βρέθηκε 60 ολόκληρα χρόνια αργότερα και σήμερα είναι ένα από τα πιο διάσημα γραπτά ντοκουμέντα της ιστορίας της Αυστραλίας.

  Η "συμμορία" του Κέλι εξαρθρώθηκε, ύστερα από μια άγρια συμπλοκή με την αστυνομία, τον Ιούνη του 1880. Στο δικαστήριο ο Νέντ ήταν πολύ "προκλητικός". Οταν ο δικαστής του ανακοίνωσε ότι τον καταδικάζει σε θάνατο ο Κέλι του απάντησε με "αναίδεια"  "θα σε δω εκεί όταν φτάσω". Ο Κέλι κρεμάστηκε στις 11 Νοεμβρίου. Δώδεκα μέρες αργότερα ο δικαστής πέθανε από μια λοίμωξη. Στα μάτια του κόσμου αυτή η τυχαία σύμπτωση πήρε, όπως ήταν φυσικό, μυθικές διαστάσεις: το δίκαιο είχε τελικά πάρει εκδίκηση.

   Φούλαν Ντέβι

   Οι "κοινωνικοί ληστές" -όπως τους αποκαλεί ο Χόμπσμπομ- δεν είναι, όμως, ένα φαινόμενο που ανήκει στους προηγούμενους αιώνες. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η Φούλαν Ντέβι -η "βασίλισσα των ληστών" της Ινδίας. Τον Φλεβάρη του 1981 η συμμορία της Ντέβι επιτέθηκε στο χωριό Μπεχμάι -ένα χωριό στο οποίο η ίδια είχε φυλακισθεί, βιαστεί και κακοποιηθεί πριν από λίγους μήνες- και αφού το λήστεψε έστησε 22 άντρες στον τοίχο και τους εκτέλεσε. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα -από τα οποία τα περισσότερα τα είχε περάσει στην φυλακή- η Ντέβι εκλέχτηκε βουλευτής, αντιπρόσωπος του "σοσιαλιστικού" κόμματος Σαματγουάντι στην εθνική βουλή της Ινδίας.

  Η κοινωνία της Ινδίας είναι χωρισμένη σε κάστες και η Φούλαν είχε την "ατυχία" να ανήκει σε μια από τις κατώτερες. Στα 11 της χρόνια οι γονείς της την πάντρεψαν -όπως κάνουν χιλιάδες φτωχές οικογένειες στην Ινδία- με έναν άντρα κατά πολύ μεγαλύτερό της ο οποίος αφού την βίασε και την κακοποίησε την πέταξε στον δρόμο. Γύρισε στο χωριό της, αλλά η οικογένειά της αρνήθηκε να την δεχτεί "ατιμασμένη" πίσω. Η τύχη της χαμογέλασε λίγο αργότερα, όταν απήχθει από μια ομάδα ληστών: η Φούλαν συνδέθηκε σύντομα με τον αρχηγό της συμμορίας και από φυλακισμένη έγινε γυναίκα του. Η πρώτη πράξη της νέας γυναίκας του "αρχηγού" ήταν να λεηλατήσει το χωριό του πρώην άντρα της, να τον μαχαιρώσει, να τον σύρει έξω από το σπίτι του και να τον παρατήσει ετοιμοθάνατο, μπροστά στα μάτια εκατοντάδων συγχωριανών του με ένα σημείωμα-απειλή για τους άντρες που παντρεύονται μικρά κορίτσια.

   Η συμμορία της Φούλαν "ειδικεύτηκε" στην λεηλασία χωριών που ανήκαν στις ανώτερες κάστες και στις απαγωγές πλούσιων γαιοκτημόνων -για τα λύτρα φυσικά. Πολλοί υποστήριζαν -και υποστηρίζουν- ότι τα κέρδη από τις ληστείες και τις απαγωγές τα μοιραζόταν η σπείρα με τους φτωχούς. Η αστυνομία, φυσικά, το διαψεύδει. Αυτό που την έκανε, πάντως, διάσημη ήταν η μανία της για εκδίκηση ενάντια σε αυτούς που κακοποιούσαν ή βίαζαν γυναίκες -ακόμα και αν η εκδίκηση αυτή ήταν τυφλή και άδικη, όπως η δολοφονία των 22 αθώων ανδρών στο χωριό Μπεχμάι. Η επίθεση αυτή της χάρισε, όχι μόνο τον τίτλο της "Βασίλισσας των Ληστών" αλλά και τεράστια φήμη. Στα παζάρια της Ινδίας άρχισαν να πουλιούνται κούκλες "Φούλαν Ντέβι" ντυμένες σαν την θεά Ντούργκα ενώ οι εφημερίδες την παρουσίαζαν σαν την ηρωίδα των φτωχών και των κατατρεγμένων.

  Η αστυνομία την επικηρυξε αλλά η μαζική υποστήριξη  σήμαινε ότι δεν μπορούσε να την συλλάβει. Υστερα από δυο άκαρπα χρόνια η κυβέρνηση της πρότεινε έναν συμβιβασμό. Η Ντέβι, που  στο μεταξύ είχε αρρωστήσει και είχε χάσει τους περισσότερους  συντρόφους της, δέχτηκε -βάζοντας όμως σκληρούς όρους. Παραδόθηκε και κλείστηκε στις φυλακές για 11 χρόνια. Το 1994 αποφυλακίστηκε με χάρη. Το 1996 εκλέχτηκε βουλευτής, για να δολοφονηθεί λίγο αργότερα -κατά πάσα πιθανότητα από τους συγγενείς των αθώων νεκρών του Μπεχμάι.

Κάθε εποχή έχει τους δικούς της Ρομπέν των Δασών -άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο κατασκευασμένους.  "Ο άνθρωπος έχει μια ακόρεστη δίψα για δικαιοσύνη" γράφει ο Χόμπσμπομ στο βιβλίο του. "Η καρδιά του εξεγείρεται ενάντια σε μια κοινωνική οργάνωση η οποία του την στερεί και όποιος και να είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει, θεωρεί υπεύθυνη είτε την κοινωνική οργάνωση είτε ολόκληρο το υλικό σύμπαν για αυτή την αδικία.

   Ο άνθρωπος είναι γεμάτος από μια παράξενη, πεισματάρικη μανία να θυμάται, να φαντάζεται και να αλλάζει τα πράγματα γύρω του. Και επιπρόσθετα κουβαλάει μαζί του την επιθυμία να έχει αυτό το οποίο δεν μπορεί να έχει -έστω και με την μορφή ενός παραμυθιού. Αυτή είναι μάλλον και η βάση για τις ηρωικές ιστορίες όλων των εποχών όλων των θρησκειών, όλων των ανθρώπων και όλων των τάξεων".

  Η κοινωνία μας δεν κινδυνεύει από τους ληστές. Από τους τραπεζίτες και τους βιομήχανους και τους εφοπλιστές κινδυνεύει. Κανένας ληστής δεν έχει απολύσει ποτέ εργάτες. Ούτε έχει κόψει τα μεροκάματα. Ούτε έχει κάψει τα δάση. Τα "κέρδη" των ληστών ωχριούν μπροστά στα κέρδη των χρηματιστών ή των εργολάβων που λυμαίνονται τα δημόσια έργα. Η κοινωνία δεν χωρίζεται σε "νόμιμους" και "εγκληματίες". Χωρίζεται σε καπιταλιστές και εργάτες.

  Φυσικά κανένας δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια μπροστά στα αθώα θύματα των ληστειών. Αλλά και εδώ ο απολογισμός είναι συντριπτικός: οι νεκροί και οι τραυματίες από τις ληστείες δεν φτάνουν ούτε στο ένα εκατοστό των θυμάτων των μέτρων ενάντια  στην "λαθρομετανάστευση", των πολεμικών επιχειρήσεων, των εργατικών ατυχημάτων, των αυτοκτονιών στον στρατό ή της  αστυνομικής βίας. Οποιος νοιάζεται πραγματικά για "την ζωή" έχει  πολύ δρόμο να διανύσει πριν φτάσει στις ληστείες.