Βιβλία
Η άγνωστη ιστορία των “Σοβιέτ” στη Δύση

Την επόμενη βδομάδα κυκλοφορεί ένα νέο βιβλίο από τις εκδόσεις του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου. Ο τίτλος του: «Τα Σοβιέτ στη Δύση – Εργατικά συμβούλια απέναντι σε κοινοβούλια 1915-1920» και συγγραφέας είναι ο Ντόνυ Γκλούκσταϊν.

 Ο τίτλος του βιβλίου μπορεί με την πρώτη ματιά να ξενίζει. Η λέξη ‘σοβιέτ’ είναι ρωσική: σημαίνει συμβούλιο και παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη Ρώσικη Επανάσταση. Τα σοβιέτ εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, έκαναν την ορμητική επανεμφάνισή τους το Φλεβάρη του 1917 και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, με την ηγεσία των μπολσεβίκων, κατέλαβαν την εξουσία και δημιούργησαν το πρώτο εργατικό κράτος στην ιστορία πάνω στα συντρίμμια της τσαρικής αυτοκρατορίας που μέχρι τότε αποτελούσε το πιο τρανταχτό παράδειγμα βάρβαρου απολυταρχικού αυταρχισμού. Τι σχέση, λοιπόν, μπορούν να έχουν τα ‘σοβιέτ’ με χώρες της δυτικής Ευρώπης που απολάμβαναν δεκαετίες κοινοβουλευτισμού και ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης;

Κι όμως, όπως γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης στον πρόλογο του βιβλίου, «ο Ντόνι Γκλούκσταϊν ‘ξεθάβει’, κυριολεκτικά, την ιστορία των εργατικών συμβουλίων στην Ευρώπη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και του επαναστατικού κύματος που ακολούθησε».

Ο συγγραφέας ξεκινά με την περιγραφή της εμπειρίας των εργατικών συμβουλίων στην Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε και βιομηχανικό κέντρο της Ρωσίας, αναλύοντας τις μάχες μέσα από τις οποίες τα σοβιέτ έφτασαν στη νίκη.

Επίδραση

Αμέσως μετά, παρουσιάζει τη συνολική εικόνα της δυτικής Ευρώπης σε βαθιά κρίση, τις αλλαγές στον καπιταλισμό, τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των αρχουσών τάξεων που οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και την επίδρασή τους στο εργατικό κίνημα της εποχής. «Οι πολεμικές οικονομίες», γράφει, «λειτουργούσαν σαν γιγάντια εργοστάσια και ο πόλεμος έκφραζε βάναυσα την αναρχία του καπιταλισμού… Η άρχουσα τάξη προσπάθησε να λύσει τα προβλήματά της με την καταναγκαστική σύμπλεξη του κράτους και του κεφαλαίου –της πολιτικής και της οικονομίας. Το εργατικό κίνημα έπρεπε να αγωνιστεί στο ίδιο έδαφος και να ανταγωνιστεί τα όπλα του αντιπάλου. Το αποτέλεσμα ήταν το εργατικό συμβούλιο –η συγχώνευση του οικονομικού και του πολιτικού αγώνα».

Τα ευρωπαϊκά κράτη στράφηκαν σε ένα συνδυασμό πειθούς και καταναγκασμού για να σιγήσουν τη δυσαρέσκεια και να συντρίψουν την αντίσταση. Οι διάφορες πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες της ρεφορμιστικής αριστεράς στην Ευρώπη είχαν κηρύξει ταξική ανακωχή για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τα εργοστάσια μετάλλου, η καρδιά της πολεμικής βιομηχανίας, ήταν, χωρίς εξαίρεση, σε κάθε χώρα ο πρώτος τομέας όπου αναγεννήθηκε η μαχητικότητα των εργατών. Ακόμα πιο αναπάντεχο ήταν ίσως ότι οι πιο ‘προνομιούχοι’ ειδικευμένοι εργάτες ήταν αυτοί που έκαναν την αρχή και μετέτρεψαν την απλή δυσαρέσκεια σε επίπεδο εργοστασίου, σε πάλη για συνολική αλλαγή μέσω των εργατικών συμβουλίων. Αλλά ο πόλεμος δεν είχε επηρεάσει μόνο τους εργάτες και τις εργάτριες που παρήγαγαν πολεμοφόδια. Η κρίση κλόνισε τις πεποιθήσεις εκατομμυρίων εργατών. 

Αυτά τα κεφάλαια εισάγουν τον αναγνώστη/τρια στον κυρίως κορμό του βιβλίου, δηλαδή την εξέταση της ‘σοβιετικής εμπειρίας’ σε τρεις βασικές χώρες της Δύσης: τη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιταλία, χώρες όπου επικρατούσαν -ακλόνητες επιφανειακά- συνθήκες «κοινοβουλευτισμού και μαζικού ρεφορμισμού», όπως επισημαίνει ο συγγραφέας: «Ο μεταλλεργάτης του Πουτίλοφ στην Πετρούπολη δεν ήταν διαφορετικός από το μισθωτό σκλάβο της DMV στο Βερολίνο, της Parkhead Forge στη Γλασκώβη ή της Fiat Centro στο Τορίνο». 

Όσο και να μοιάζει παράξενο, το κίνημα των εργατικών συμβουλίων στη Δύση πρωτοεμφανίστηκε στη χώρα με την πιο μακρόχρονη κοινοβουλευτική παράδοση- τη Βρετανία. Η Εργατική Επιτροπή του Κλάιντ (της ευρύτερης περιοχής της Γλασκώβης στη Σκωτία) δημιουργήθηκε το 1915, ενώ κλιμακωνόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 

Βασισμένη σε ένα δίκτυο αγωνιστών εργατών στους χώρους δουλειάς η Εργατική Επιτροπή του Κλάιντ, δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία συνδικαλιστών –που ήταν ταυτόχρονα επαναστάτες που είχαν ταχθεί ενάντια στον πόλεμο (του Γουίλι Γκάλαχερ, του Τζον Μακλίν κ.ά). Στην πρώτη της προκήρυξη έγραφε: «Ήμαστε ένα σώμα αντιπροσώπων από κάθε χώρο δουλειάς και μένοντας ανεπηρέαστοι από κάθε ξεπερασμένο κανόνα ή νόμο, διεκδικούμε να αντιπροσωπεύουμε τα πραγματικά αισθήματα των εργατών. Έχουμε τη δυνατότητα να δράσουμε αμέσως ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης και τη θέληση των εργατών».

Το Γενάρη 1919 η Εργατική Επιτροπή του Κλάιντ πυροδότησε μια Γενική Απεργία διαρκείας στη Γλασκώβη για την εφαρμογή του 40ωρου. Στην κορύφωση της απεργίας, την 1η Φλεβάρη –και ενώ απλωνόταν από το Εδιμβούργο και το Μπέλφαστ μέχρι το Λονδίνο– η κυβέρνηση έστειλε την αστυνομία και το στρατό να χτυπήσει τους απεργούς. Παρόλα αυτά, η απεργία σταμάτησε μόνο μετά την επέμβαση της γραφειοκρατικής ηγεσίας του Συνδικάτου Μετάλλου που έφτασε μέχρι και να καθαιρέσει τις τοπικές ηγεσίες σε Γλασκώβη, Μπέλφαστ και Λονδίνο.

Οι εργάτες της Βρετανίας έκαναν μόνο τα πρώτα βήματα προς το εργατικό συμβούλιο. Τους τρεις μήνες ανάμεσα στο Νοέμβρη του 1918 και το Γενάρη του 1919 το γερμανικό κίνημα θα έφτανε στο κατώφλι της κρατικής εξουσίας, βάζοντας τα εργατικά συμβούλια στην τελική δοκιμασία –μια πραγματική επανάσταση. Αυτήν την περίοδο άνθισαν τα εργατικά συμβούλια (Räte) από άκρου σε άκρο της Γερμανίας. Αν και η μοίρα της επανάστασης κρινόταν σε όλο το διάστημα μέχρι το 1923, η πρώτη φάση χαρακτηριζόταν από τον αγώνα για την εξουσία ανάμεσα στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών και το παλιό κράτος. Το μάτι του κυκλώνα ήταν το Βερολίνο.

Και στη Γερμανία τα εργατικά συμβούλια ξεκίνησαν μέσα από τις απεργίες που ξέσπασαν στη διάρκεια του πολέμου –με κέντρο την πολεμική βιομηχανία. Και εδώ, αυτοί που πρωτοστάτησαν ήταν επαναστάτες ανένταχτοι συνδικαλιστές εκπρόσωποι, οι Obleute, μαζί με μέλη του Σπάρτακου, της οργάνωσης της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Μετά την επανάσταση που οδήγησε στην ανατροπή του Κάιζερ το Νοέμβρη του 1918, στο Βερολίνο είχαν τον έλεγχο στα περισσότερα εργοστάσια και στην ουσία αποτελούσαν ένα δεύτερο πόλο εξουσίας. Όμως, οι αυταπάτες που έτρεφε η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και η αδυναμίες των επαναστατών, οδήγησαν το ίδιο το συνέδριο των στρατιωτών και εργατών αντιπροσώπων να παραδώσει την εξουσία στην κυβέρνηση του SPD.

Στο Τορίνο της Ιταλίας η σύγκρουση εργατών και εργοδοτών στην ‘Κόκκινη Διετία’ 1919-1920 επικεντρώθηκε περισσότερο στον έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής, παρά στους μισθούς. Αυτός ήταν ο λόγος που έκανε τη μάχη για τον εργατικό έλεγχο, κεντρικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα των συμβουλίων.

Κέντρο της οργάνωσης ήταν οι ‘εσωτερικές’ ή εργοστασιακές επιτροπές. Ο Μπατίστα Σαντιά, ένας νεαρός μηχανουργός στη Fiat, έγραφε: «Στην πορεία του αγώνα τους οι εργάτες διόριζαν μια επιτροπή για να παρουσιάσει τα αιτήματά τους στη διεύθυνση. Μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων η επιτροπή έδινε αναφορά και οι εργάτες έλεγχαν το πώς είχε φερθεί ο κάθε αντιπρόσωπος… Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε η αναγνωρισμένη από όλους τους εργάτες ηγεσία».

Το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων ξεπήδησε τον Αύγουστο του 1919, εμπνευσμένο από ένα άρθρο για την ‘Εργατική Δημοκρατία’ που έγραψε ο επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι στην εφημερίδα του L’ Ordine Nuovo: «Σήμερα οι εσωτερικές επιτροπές περιορίζουν την εξουσία του καπιταλιστή στο εργοστάσιο… Αύριο, έτσι όπως θα έχουν αναπτυχθεί και εμπλουτισθεί, πρέπει να γίνουν τα όργανα της προλεταριακής εξουσίας…».

Δυστυχώς, με ευθύνη της ηγεσίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων δεν γενικεύθηκε πέρα από το Τορίνο. Οι ordinovisti, οι οπαδοί της ομάδας του Γκράμσι, αν και είχαν μεγάλη επιρροή, ήταν πολύ λίγοι για να αποτρέψουν μια τέτοια αρνητική εξέλιξη. Παρά το γεγονός ότι οι καταλήψεις των εργοστασίων επανήλθαν το Σεπτέμβρη του 1920, τα εργοστασιακά συμβούλια δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν ξανά τη δυναμική που θα επέτρεπε την ανάδειξή τους σε ‘όργανα προλεταριακής εξουσίας’.

«Στη Δυτική Ευρώπη», γράφει Ντόνυ Γκλούκσταϊν, «μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ρεφορμιστικές οργανώσεις μέσω των ηγεσιών τους, λειτούργησαν ως μαξιλαράκι ασφαλείας ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Στη Γερμανία οι ρεφορμιστές πήγαν ακόμα πιο μακριά, με την καταστολή και τη σφαγή των πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης».

Τα σοβιέτ στην Ρωσία δεν τα κατασκεύασαν οι μπολσεβίκοι. Τα δημιούργησε η εργατική τάξη. Αλλά επειδή είναι μορφές οργάνωσης όλης της τάξης, αναγκαστικά αντανακλούν το αντιφατικό μίγμα των ιδεών της, που υπάρχει ακόμα και στις πιο μεγάλες επαναστατικές εξορμήσεις της. Το αν τα εργοστασιακά ή απεργιακά συμβούλια θα γίνονταν σοβιέτ και το αν τα σοβιέτ θα έπαιρναν την εξουσία δεν ήταν δεδομένο: χρειαζόταν η παρέμβαση των επαναστατών για να απαντηθεί, στη θεωρία και την πράξη, αυτό το ερώτημα. 

Η διαφορά ανάμεσα στη Ρωσία και σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γερμανία ή η Ιταλία ήταν η απουσία ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος όπως οι μπολσεβίκοι. Ούτε ο Σπάρτακος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ούτε η ομάδα L’ Ordine Nouovo του Γκράμσι, ούτε, πολύ περισσότερο, το Socialist Labour Party του Τζον Μακλίν, μπορούσαν να υποκαταστήσουν αυτήν την απουσία.