Η δήλωση του Χαρδαλιά ότι στη Βαρυμπόμπη, εκτός από μερικές δεκάδες πυροσβέστες, επιχειρούν και ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας, προκάλεσε οργή. Ξέραμε ότι η ΝΔ θεωρεί ότι στην πανδημία η λύση δεν είναι οι γιατροί, αλλά οι μπάτσοι. Φαίνεται ότι έχει ακριβώς την ίδια άποψη για τις πυρκαγιές: δεν είναι οι πυροσβέστες η λύση -πάλι οι μπάτσοι. Αντίστοιχο του μέτρου της καραντίνας για την πανδημία είναι και το μέτρο της εκκένωσης για την πυρκαγιά. Οι παρακάτω μαρτυρίες δείχνουν την κατασταλτική και ρατσιστική παράνοια που επικράτησε στη Βαρυμπόμπη, ενώ οι φωτιές μαίνονταν.
“Οι γείτονές μου είναι Πακιστανοί”, λέει η Δήμητρα. “Το σπίτι τους κάηκε ολοσχερώς. Φυσικά έφυγαν έντρομοι στην αρχή και επέστρεψαν όταν τα πράγματα καταλάγιασαν. Μπήκαν στο σπίτι ψάχνοντας να βρουν τι απέμεινε από τα υπάρχοντά τους. Ελπίζω να μην είχαν αφήσει μέσα τα χαρτιά τους. Κάποια στιγμή και ενώ οι γείτονές μας οι μετανάστες έψαχναν το σπίτι τους είδαμε μια πολύ σιδηρόφρακτη ομάδα της αστυνομίας, πρέπει να ήταν ΟΠΚΕ, να μαζεύεται έξω από το σπίτι. Προφανώς έγινε κάποια καταγγελία και έσπευσε η ΟΠΚΕ με πολλές αδυνάμεις για να πιάσει τους 'πλιατσικολόγους'. Και τους φέρθηκε πολύ άσχημα. Πήγα για να βοηθήσω και μου μίλησε με έναν αντίστοιχο τρόπο. Του είπα ότι γνωρίζω τους ανθρώπους αυτούς και ότι ζουν εδώ και έκανε πως δεν με άκουγε. Σαν να με θεωρούσε εμπόδιο στο 'έργο' του να τους συλλάβει, να τους πάει στο τμήμα, να ρίξει και καμιά φάπα υποθέτω. Τελικά τους προσήγαγαν και απαίτησαν τηλεφωνικά από τον ιδιοκτήτη να πάει από το τμήμα να τους αναγνωρίσει.
Παίρνουν μπάτσους που δεν τους χρειαζόμαστε, ραφάλ που δεν τα χρειαζόμαστε και δεν παίρνουν μπεριέφ και πυροσβέστες που τους χρειαζόμαστε. Οι πυροσβέστες έχουν τελείως άλλη αντιμετώπιση. Όταν πήγα να δω το σπίτι μου αυτοί με πέρασαν από το μπλόκο της αστυνομίας. Με στήριξαν την ώρα που έβλεπα το κατεστραμμένο σπίτι. Ήξεραν, έχουν ζήσει τέτοιες καταστάσεις. Μέχρι που άκουσα έναν από το πλήρωμα να σχολιάζει με θλίψη πόσα βιβλία χάθηκαν. Αυτές τις τρεις ημέρες που τα ζω από κοντά, βλέπω ότι τα δυο σώματα είναι η μέρα με τη νύχτα.
Θέλω επίσης να σχολιάσω ότι ο Χαρδαλιάς είπε ότι ναι μεν είχαμε ανυπολόγιστες καταστροφές αλλά με την αρωγή της υπουργού Πολιτισμού κ. Μενδώνη σώσαμε κάποια κειμήλια από τα πρώην βασιλικά ανάκτορα. Είμαι πολύ χαρούμενη και εθνικά υπερήφανη που, παρότι εγώ δεν έχω βρακί να φορέσω, σώθηκαν οι στολές των βασιλέων.”
Ο Μανώλης περιγράφει: “Κατά τις δυο και τέταρτο με μπλόκαραν στην Τατοΐου αστυνομικοί. Αυτή που μου συστήθηκε ως διευθύντρια, πήγε να μου αρπάξει το κινητό γιατί νόμιζε ότι μιλάω με δημοσιογράφο. Μου είπε 'θα ασκήσω βία' και την ώρα που το έλεγε, το έκανε. Ένας άλλος μού πήρε τα κλειδιά από το αμάξι, μου ξεκούμπωσε τη ζώνη ασφαλείας και με τράβαγε έξω απειλώντας ότι θα με συλλάβει. Μετά με κατηγόρησαν ότι εμπόδισα ένα πυροσβεστικό να περάσει, το οποίο στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να περάσει επειδή στη μέση του δρόμου ήταν το μπατσικό.
Αυτό που παρατήρησα τις επόμενες τρεις ώρες ήταν ότι τα οχήματα της πυροσβεστικής ανεβοκατέβαιναν ανά 20-30 λεπτά. Προφανώς υπήρχαν αλλαγές στις εντολές λόγω της αλλαγής του ανέμου. Μετά από ώρες ένας κύριος τούς υπέδειξε να μπουν στο δάσος από μια δίοδο προς ένα κομβικό σημείο, πράγμα που έκαναν. Είδα πολλά τζιπάκια και διάφορα οχήματα αξιωματούχων- στελεχών να περνάνε από τα σημεία και να μην κάνουν τίποτα. Μάλιστα το ένα είχε μπλοκάρει δυο υδροφόρες γιατί το στέλεχος που το χρησιμοποιούσε είχε φύγει! Οι πυροσβέστες τον έβριζαν και προσπαθούσαν να βρουν λύση.
Θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρχει πιο άμεση κίνηση των δυνάμεων. Δεν φταίνε φυσικά οι πυροσβέστες αλλά η ηγεσία τους. Χρειάζονταν περισσότερα εναέρια μέσα γιατί έχουν καλύτερη πρόσβαση σε αυτά τα μέρη. Θεωρώ επίσης, αν κρίνω και από τις αρχικές αντιφατικές εντολές που είχαν αποτέλεσμα το χάσιμο χρόνου, ότι δεν υπήρχε κάποια στρατηγική. Δεν είχαν μελετηθεί οι είσοδοι του δάσους κι αυτό είχε επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα.
Τις πρώτες ώρες είχε κυρίως αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή. Αλλά δεν είχαν καμία ψυχραιμία να διαχειριστούν την κατάσταση. Οι κάτοικοι ήταν αυτοί που χρειάστηκε να δείξουν ψυχραιμία για να συνεννοηθούν με τις αρχές. Θα περίμενε κανείς το ανάποδο, δεδομένου ότι καίγονταν τα σπίτια τους. Και εμένα όντως, κάηκε το σπίτι μου.”
“Από τη μιάμιση ώρα που ξεκίνησε η φωτιά ήταν πολύ ελέγξιμη. Αλλά τα εναέρια μέσα ήταν λιγοστά. Κατά τις 5:30 με έξι παρά, όταν πια η φωτιά έφτανε στην Βαρυμπόμπη κατέβηκε η ΟΠΚΕ τρέχοντας με τα τζιπ και σειρήνες και άρχισε να διώχνει τον κόσμο. Αλλά το έκανε με πάρα πολύ άσχημο τρόπο. Ήρθαμε σε μια πολύ ισχυρή λεκτική αντιπαράθεση. Του είπα ότι δεν φεύγω από το σπίτι μου. Φοράνε τα αυτόματα χιαστί και έτσι όπως είπε 'φύγε, μ' ακούς τι σου λέω' με έσπρωξε με το όπλο έτσι όπως αυτό κινήθηκε. Ήταν σαν απειλή. Του είπα 'είσαι εδώ για να με προστατεύεις, όχι για να με απειλήσεις'”, τονίζει ο Γιώργος.